Η νέα κρίση στις σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και τους δανειστές της προκλήθηκε όταν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε ένα εφάπαξ πακέτο παροχών προς χαμηλοσυνταξιούχους και την αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ σε νησιά του βόρειου και ανατολικού Αιγαίου.
Το επεισόδιο είχε δύο πτυχές, μία τεχνοκρατική και μία πολιτική. Αφενός οι αξιωματούχοι του βασικού δανειοδοτικού θεσμού, του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, εκδήλωσαν την ανησυχία τους για τη δημοσιονομική επίπτωση που θα είχαν αυτά τα μέτρα στην Ελλάδα.
Αφετέρου οι ίδιοι παράγοντες, μαζί με την ηγεσία του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους για το γεγονός ότι δεν υπήρξε πρότερη ενημέρωση και «πράσινο φως» για τις παροχές αυτές.
Αυτά τα δύο στοιχεία εκφράστηκαν τελικά με το «βέτο» που έβαλε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Το παραπάνω σχήμα δεν είναι πρωτόγνωρο για την Ελλάδα. Ωστόσο, επιβεβαίωσε για ακόμα μια φορά τον ισχυρισμό ότι η Γερμανία διαφεντεύει τις τύχες της ευρωζώνης και των κρατών-μελών της.
Πώς και πότε συντελέστηκε όμως η μετάβαση στη «γερμανική Ευρώπη», σε μια Ευρωπαϊκή Ενωση που ελέγχεται απολύτως από τις διαθέσεις και τους σχεδιασμούς του Βερολίνου; Γιατί οι διαφωνούντες με τη «γραμμή» της Γερμανίας στέκονται θεσμικά ανίσχυροι και δεν μπορούν να υπερσκελίσουν τα αναχώματα που θέτει η Γερμανία;
Η «Ατζέντα 2000»
Τα θεμέλια της οικοδόμησης της γερμανικής Ευρώπης βρίσκονται στη διετία 1999-2000. Ηταν η εποχή που τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης προετοίμαζαν το έδαφος να «υποδεχτούν» τις ανατολικές χώρες.
Σύμφωνα με όσα είπε στις 15 Δεκεμβρίου («Στο Κόκκινο») ο Γεράσιμος Ποταμιάνος, πρώην κορυφαίο στέλεχος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τότε συντελέστηκε μια μεγάλη μεταρρύθμιση στην Κομισιόν και στα όργανα της Ε.Ε. ώστε να περιοριστεί η δυνατότητα επιρροής των χωρών του πρώην «Ανατολικού Μπλοκ» στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Πρόκειται για την περίφημη «Ατζέντα 2000» που έθετε σαφείς οικονομικούς στόχους για την επταετία 2000-2006. Πιο συγκεκριμένα, η «Ατζέντα», που υιοθετήθηκε τελικά στη σύνοδο κορυφής του Βερολίνου τον Μάρτιο του 1999, είχε στόχο την ανανέωση του ευρωπαϊκού αγροτικού μοντέλου, τη μείωση του οικονομικού χάσματος ανάμεσα στις περιφέρειες και την υιοθέτηση μέτρων για μεσαίες αυξήσεις στα έσοδα των προϋπολογισμών.
Οι αλλαγές αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας στις Βρυξέλλες από το 1997, ενώ στην τελική τους μορφή συνέκλιναν δύο χρόνια αργότερα η Γερμανία και η Γαλλία, των οποίων ηγούνταν ο Σοσιαλδημοκράτης Γκέρχαρντ Σρέντερ και ο δεξιός Ζακ Σιράκ. Σύμφωνα με τον Γεράσιμο Ποταμιάνο, η Γερμανία τα επόμενα χρόνια αξιοποίησε πλήρως και προς όφελός της τις αλλαγές.
Προσχεδιασμένη… υπερέκταση
Αυτό βέβαια συντελέστηκε τόσο οικονομικά όσο και θεσμικά: Στη διεύρυνση του 2004 η Ουγγαρία, η Τσεχία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Πολωνία, η Σλοβακία και η Σλοβενία (πέραν της Κύπρου και της Μάλτας) εισήλθαν στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά.
Οι μεν βαλτικές χώρες μέσα από σκληρά προγράμματα λιτότητας άλλαξαν βίαια την οικονομική τους σύνθεση, παραχωρώντας τους βασικούς τους πόρους σε γερμανικούς κολοσσούς (κυρίως πρώην επιχειρήσεις μεταλλευμάτων που ανήκαν στο Δημόσιο), ενώ άλλες ανατολικές χώρες πρόσφεραν άφθονα αγροτικά προϊόντα (αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι εν έτει 1995 τα 64 εκατ. πολίτες των χωρών του Βίζεγκραντ ήταν δυόμισι φορές πιο «αγροτικοί» και μόνο κατά 30% πλούσιοι σε σχέση με την Ε.Ε. των 12, όπως έγραφε ο Ρίτσαρντ Μπάλντουιν, καθηγητής Διεθνών Οικονομικών στη Γενεύη).
Σήμερα όσες εκ των ανατολικών χωρών έχουν εισέλθει στην ευρωζώνη, αποτελούν τους πιο «σκληροπυρηνικούς συμμάχους» της Γερμανίας και φανατικούς υπέρμαχους του νεοφιλελευθερισμού.
«Η νέα γερμανική ισχύς στην Ευρώπη δεν βασίζεται στη δύναμη όπως στο παρελθόν. Δεν χρειάζεται όπλα για να επιβάλει τη θέλησή της στις άλλες χώρες. Δεν χρειάζεται να εισβάλει, όμως είναι πανταχού παρούσα» έγραφε στη «Γερμανική Ευρώπη» ο Ούλριχ Μπεκ, ο Γερμανός κοινωνιολόγος που υποστήριζε με θέρμη την περαιτέρω ομοσπονδιοποίηση της Ευρώπης.
Η θέση αυτή, όμως, φαίνεται ότι έχει απόλυτη ρεαλιστική εφαρμογή και στη σημερινή ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, αποκαλύπτοντας τη θεσμική επιβολή της Γερμανίας διά της «Ατζέντας 2000». Αρκεί να δει κανείς τα απτά αποτελέσματα σήμερα.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας
Τον Δεκέμβριο του 2007 υιοθετήθηκε επισήμως η Συνθήκη της Λισαβόνας. Σ’ αυτήν αναβαθμίστηκαν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και τα Συμβούλια των Υπουργών, που αποτελούνται από εκπροσώπους των κυβερνήσεων. Το σύστημα λήψης αποφάσεων μετασχηματίστηκε ως εξής: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει νομοθεσίες, οι οποίες πρέπει να έχουν ταυτόχρονα την έγκριση τόσο του Ευρωκοινοβουλίου όσο και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Οι παρατηρητές στις Βρυξέλλες υποστηρίζουν ότι αυτές οι αλλαγές ενίσχυσαν υπερβολικά τον ρόλο του Συμβουλίου, δίνοντάς του το προνόμιο να αποφασίζει τι και με ποια μορφή θα υιοθετηθεί. Παράλληλα όμως υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η έννοια της «ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία» σε μια σειρά πολιτικούς τομείς, που αντικατέστησε την καθολική υποχρεωτική ομοφωνία.
Το νέο σύστημα εισήγαγε ειδικές πλειοψηφίες που βασίζονταν είτε στον πληθυσμό είτε στον αριθμό των χωρών. Αν αναλογιστεί κανείς ότι η Γερμανία έχει το 16% του ευρωπαϊκού πληθυσμού, τότε γίνεται κατανοητή η ισχυρή θέση της.
Η Ανγκελα Μέρκελ βέβαια φρόντισε σταδιακά να αποδυναμώσει και το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, στο οποίο συμμετέχουν κυρίως οι υπουργοί Ευρωπαϊκών Υποθέσεων όλων των κρατών-μελών της Ε.Ε.
Το Συμβούλιο προετοιμάζει τις συνόδους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ωστόσο τα τελευταία χρόνια τα κείμενα που προετοιμάζει έχουν πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων ουκ ολίγες φορές. Σύμφωνα με παρατηρητές στις Βρυξέλλες, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Γερμανίδα καγκελάριος «δεν εμπιστεύεται» τους Σοσιαλδημοκράτες του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών.
Αποτέλεσμα είναι, με την ανοχή της Γαλλίας, οι κρίσιμες αποφάσεις στις συνόδους κορυφής να προετοιμάζονται από τους διπλωματικούς συμβούλους αρκετών αρχηγών κρατών.
Το Βερολίνο όμως δεν έμεινε άπραγο και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θεωρείται περισσότερο «αυτονομημένη», μια και οι επίτροποί της επιλέγονται από τα εθνικά κράτη. Οσοι γνωρίζουν καλά τα εσωτερικά τεκταινόμενα στην Κομισιόν επισημαίνουν ότι ο έντονος «τεχνοκρατισμός» και οι ουκ ολίγες περιπτώσεις επιτρόπων που αποδείχτηκαν παλαιότερα είτε ανίκανοι είτε θύματα λόμπι έχουν αποτέλεσμα να υλοποιούνται οι αποφασισμένες πολιτικές κυρίως από τα στελέχη που συνεργάζονται με τους επιτρόπους. Στη συντριπτική τους πλειονότητα προέρχονται δε από τη Γερμανία και τις «σύμμαχες» χώρες της.
Με αυτόν τον τρόπο η Επιτροπή σε όλα τα επίπεδα ελέγχεται πολιτικά από το Βερολίνο. Προκειμένου όμως να κατανοήσουμε τις θεσμικές «αλυσίδες» που έχει φορέσει στην ευρωζώνη η Γερμανία, αξίζει να δούμε πώς είναι δομημένα τα όργανά της. Αν και άτυπο, το Γιούρογκρουπ είναι εκείνο που πολιτικά αποφασίζει για τις υποχρεώσεις κάθε χώρας του κοινού νομίσματος και τον τρόπο οικονομικής συνδρομής.
Οι αποφάσεις εκεί λαμβάνονται με ομοφωνία, ενώ η υλοποίησή τους εναπόκειται τεχνικά στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, τον περίφημο ESM.
Αυτός διοικείται από τον Κλάους Ρέγκλινγκ, τον Γερμανό οικονομολόγο με θητεία στο ΔΝΤ και σε συμβούλια κοντά στην Ανγκελα Μέρκελ, και από δύο όργανα: ένα αμιγώς πολιτικό που είναι το Συμβούλιο των Διοικητών, τα μέλη του οποίου είναι ουσιαστικά το Γιούρογκρουπ, και το Συμβούλιο των Διευθυντών, το οποίο έχει τεχνικές αρμοδιότητες και στο οποίο συμμετέχουν άλλα στελέχη των υπουργείων Οικονομικών κάθε χώρας.
Σύμφωνα με το καταστατικό του ESM, το Συμβούλιο των Διευθυντών μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις με πλειοψηφία 80-85%. Τα μέλη του Συμβουλίου δεν έχουν όμως ισότιμες ψήφους, αλλά ανάλογες του μετοχικού κεφαλαίου που έχουν συνεισφέρει οι διάφορες χώρες. Θέση μεγαλομετόχου έχει η Γερμανία, καθώς έχει σχεδόν το 27% των μετοχών και ανάλογο ποσοστό δικαιωμάτων ψήφου (η Γαλλία έχει το 20,2% και η Ιταλία το 17,8%).
Με αυτόν τον τρόπο το Βερολίνο μπορεί ανά πάσα στιγμή να θέσει ουσιαστικά βέτο και να μπλοκάρει μια ήδη ειλημμένη απόφαση. Αντίστοιχη δυνατότητα έχει θεσμικά και ο πρόεδρος του Γιούρογκρουπ ως επικεφαλής του Συμβουλίου των Διοικητών.
Λαϊκή δυσπιστία
Τα παραπάνω αποτελούν μερικούς από τους εμφανείς τρόπους με τους οποίους οικοδομήθηκε η ευρωζώνη. Αντίστοιχες πρακτικές μπορεί να βρει κανείς στο πώς δομήθηκε η ΕΚΤ και στο πώς μοιράζονται οι αρμοδιότητες ανάμεσα στα διάφορα όργανα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Ενα πάντως είναι βέβαιο: η Γερμανία εξυπηρετεί τα συμφέροντά της με συνέπεια και κυνισμό. Οι άλλες χώρες, όμως, και ιδιαίτερα οι μικρότερες, όπως η Ελλάδα, δεν έπραξαν τα προηγούμενα χρόνια τίποτε για να μην εδραιωθεί σε απόλυτο βαθμό η γερμανική Ευρώπη. Με αποτέλεσμα πλέον να επικρατεί έντονη λαϊκή δυσπιστία έναντι της Ευρώπης, αλλά και να συζητείται δικαίως ολοένα και περισσότερο το πώς θα ανατραπεί η πολιτική της κυριαρχία.
Νίκος Σβέρκος
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών