Λίγες μέρες πριν, στις 12 Ιουνίου, συμπληρώθηκαν τέσσερα χρόνια από την υπογραφή (12/6/2018), μιας από τις σημαντικότερες συμφωνίες στη νεότερη ελληνική Ιστορία: αυτή της συμφωνίας των Πρεσπών. Τέσσερα χρόνια από τη στιγμή που δόθηκε λύση σε ένα ζήτημα –το «Μακεδονικό»– που από το 1991 ταλάνισε την πολιτική ζωή της χώρας και στοχοποίησε ανθρώπους (οφείλουμε να θυμόμαστε και να μνημονεύουμε όλους όσοι, μεταξύ λίγων άλλων, στάθηκαν κόντρα στο «μαύρο» ρεύμα εκείνης της περιόδου: την Αντιπολεμική Αντιεθνικιστική Συσπείρωση, τον κύκλο του «Πολίτη» και την εφημερίδα Εποχή, τον «Ιό» της Ελευθεροτυπίας, το ΚΚΕ (εκείνης της εποχής) και το ΣΕΚ, που έδειξαν έμπρακτα έναν άλλο δρόμο). Τέσσερα χρόνια από τη στιγμή που δεν επιλύθηκε απλώς ένα διμερές ζήτημα ανάμεσα σε δύο γειτονικά κράτη, αλλά υπέστη μια βαριά ιστορική, ιδεολογική και πολιτική ήττα η Δεξιά.
Γιατί με την υπογραφή της Συμφωνίας, μπήκε ένα τέλος σε βασικά της –από την εποχή του Μεσοπολέμου– ιδεολογήματα, πάνω στα οποία εδράζονταν οι καταπιεστικοί μηχανισμοί του εμφυλιακού και μετεμφυλιακού κράτους. Μπήκε ένα τέλος στον «από Βορρά κίνδυνο» που εξέθρεψε και συντήρησε, επί δεκαετίες, κρατικές υπηρεσίες και παρακρατικούς μηχανισμούς. Μηχανισμούς που κυνήγησαν πληθυσμιακές ομάδες, τις εκφόβισαν και τις βασάνισαν, τις εκτόπισαν και τις εκδίωξαν από τις πατρογονικές τους εστίες διαλύοντας οικογένειες και ερημώνοντας ολόκληρα χωριά όχι επειδή δεν ήταν Έλληνες ή επειδή δεν δήλωναν Έλληνες, αλλά επειδή μιλούσαν άλλη γλώσσα. Και φυσικά, μπήκε ένα τέλος και σε πολιτικές καριέρες, οι οποίες είχαν αναφορά σε –και τροφοδοτούνταν από– εκείνο το εθνικιστικό παραλήρημα των αρχών της δεκαετίας του ’90 το οποίο διαιωνιζόταν, με διακυμάνσεις, για 27 ολόκληρα χρόνια.
Και σε αυτή την περίπτωση –παρά τη σημερινή θεαματική μεταστροφή της κυβέρνησης της ΝΔ και προσωπικά του Κυριάκου Μητσοτάκη σε ό,τι αφορά τη χρησιμότητα της Συμφωνίας των Πρεσπών– η έννοια του «εσωτερικού εχθρού» κυριαρχούσε στο αφήγημα της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι κραυγές καπηλείας και εχθροπάθειας απέναντι σε μια γόνιμη ειρηνική πράξη εξωτερικής πολιτικής, έδιναν τον τόνο, η στοχοποίηση βουλευτών και βουλευτριών του ΣΥΡΙΖΑ –κυρίως της Βόρειας Ελλάδας (με απειλές εναντίον των ίδιων και των οικογενειών τους και με επιθέσεις στα σπίτια τους)– ήταν καθημερινή πρακτική ενώ οι φωτογραφίες κορυφαίων στελεχών της ΝΔ με…γνωστούς και μη εξαιρετέους «μακεδονομάχους» στα συλλαλητήρια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, δεν άφηναν περιθώρια ως προς τους αυτουργούς αυτών των επιθέσεων.
Νέοι δράκοι
Κι αφού το συγκεκριμένο παραμύθι έπαψε να έχει δράκο, έπρεπε κάτι άλλο να πάρει τη θέση του. Άλλωστε, η ελληνική Δεξιά γνωρίζει πολύ καλά πώς να κατασκευάζει εσωτερικούς εχθρούς, επικίνδυνους πολίτες, μιάσματα. Κι αν χθες ήταν οι «προδότες» που «ξεπούλησαν» τη Μακεδονία«μας», σήμερα –με αφορμή το προσφυγικό ή την ελληνοτουρκική ένταση– είναι κάποιοι άλλοι : ο Αποστολόπουλος, ο Μπουρνούς, και πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ κοκ.
Μπορεί στις μέρες μας να μην διαβιούμε σε μετεμφυλιακές συνθήκες, μπορεί να είναι αδύνατο να τεθεί εκτός νόμου η Αριστερά, οι λόγοι ωστόσο ύπαρξης του «εσωτερικού εχθρού» κάθε άλλο παρά εκλείπουν. Καθ’ οδόν προς τις εκλογές, όποτε και αν αυτές γίνουν, προκειμένου να κρύψει τις βαριές ευθύνες της για το ναυάγιο της χώρας –ναυάγιο οικονομικό, κοινωνικό, ανθρωπιστικό, πολιτισμικό– αλλά και προκειμένου να επιδοθεί στο προσφιλές της άθλημα –τη νομή της εξουσίας και τη λαφυραγωγία ερειπίων και ανθρώπων– η κυβέρνηση της ΝΔ έχει κάθε λόγο να ποτίσει με φόβο την κοινωνία έτσι ώστε με ένα έωλο αφήγημα περί ασφάλειας, να καταστεί ευκολότερη η χειραγώγησή της. Και το κάνει αυτό τη στιγμή που η χρόνια, πολυεπίπεδη κρίση βυθίζει όλο και περισσότερους ανθρώπους στην επισφάλεια, την απαισιοδοξία, την αυτοϋποτίμηση.
Η πεπατημένη
Με τις ίδιες αντιαριστερές, νεοφασίζουσες, εμφυλιακές, αντιφιλελεύθερες εντέλει κραυγές, ακολουθεί την πεπατημένη αποδεικνύοντας –εκτός των άλλων– πως στερείται και φαντασίας. Κι αυτό γιατί ο «εσωτερικός εχθρός» είναι το σχήμα που έχει χρησιμοποιήσει η Δεξιά σε όλη τη διαδρομή της. Πριν από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, «εσωτερικός εχθρός» ήταν οι κομμουνιστές. Από τους οποίους… κινδύνευε η πατρίδα, η θρησκεία, η οικογένεια. Η ίδια γραμμή και την περίοδο της Κατοχής (εχθρός ήταν ο κομμουνισμός –μαζί και δημοκράτες, συντηρητικοί πολίτες- και όχι ο ναζισμός, με τον οποίον εκπρόσωποι της αστικής τάξης δεν είχαν πρόβλημα να συνεργαστούν συμμετέχοντας στις δωσιλογικές κυβερνήσεις και στελεχώνοντας τα Τάγματα Ασφαλείας). Εκτελεστικά αποσπάσματα, φυλακές και ξερονήσια για τους ηττημένους κομμουνιστές κατά την εμφύλια σύρραξη αλλά και άγριο κυνηγητό την περίοδο της Χούντας (όχι μόνο για τους κομμουνιστές αλλά και για όσους συντηρητικούς δεν συναινούσαν με την κατάλυση των θεσμών στο όνομα της υπεράσπισης της πατρίδας από τον «κόκκινο κίνδυνο»). Κι ερχόμαστε στη Μεταπολίτευση. Στη δεκαετία του ’70, και μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’80, «εσωτερικός εχθρός» γίνεται – πλην των αριστερών- και το ΠΑΣΟΚ ενώ από τον Γενάρη του 2015 και μετά, τη θέση καταλαμβάνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Στελέχη του οποίου, σύμφωνα με το (ακρο)δεξιό αφήγημα, έχουν μειωμένη εθνική συνείδηση και ως εκ τούτου, υπονομεύουν την εθνική συνοχή και λειτουργούν σαν Δούρειος Ίππος του Ερντογάν (!).
Μόνο που η ακροδεξιά ρητορική, η επένδυση σε ψευδεπίγραφα διλήμματα «πατριωτικής» υφής καθώς και η προσπάθεια αναβίωσης πρακτικών μετεμφυλιακής κοπής, πέρα από την ανασφάλεια και την αδυναμία πειθούς που υποκρύπτουν, είναι μια αρκούντως ασφαλής απόδειξη ότι η Δεξιά φαίνεται να αφήνει πίσω τα όποια κεντρώα ανοίγματά της, και τα φιλελεύθερα χαρακτηριστικά της μεταπολίτευσης, κάνοντας βουτιά στο παρελθόν της. Και ανασύροντας μεθόδους και πρακτικές που όσο κι αν επιχειρεί να «καλλωπίσει», ζέχνουν παλαιοκομματικό αυταρχισμό.
Αννέτα Καββαδία