Τη συνέντευξη πήραν η Ιωάννα Δρόσου και ο Παύλος Κλαυδιανός
Ο νέος γύρος διαπραγματεύσεων για τα εργασιακά έχει ήδη ξεκινήσει. Πώς βλέπετε να εξελίσσεται;
Οφείλουμε να δούμε την αλήθεια κατάματα. Η διαπραγμάτευση είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, πηγαίνουμε σ΄ αυτήν με τη δύναμη των επιχειρημάτων μας και βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το επιχείρημα της δύναμης των δανειστών μας. Το διακύβευμα αυτής της διαπραγμάτευσης είναι ένα από τα μεγαλύτερα που είχαμε μέχρι σήμερα. Στο κέντρο αυτής βρίσκονται οι συλλογικές συμβάσεις, οι οποίες έχουν μια τριπλή λειτουργία: η πρώτη είναι η λειτουργία σχετικά ισόρροπης και δίκαιης ρύθμισης, δηλαδή ρύθμισης των όρων εργασίας, μεταξύ αυτών και του μισθού, με συλλογικό τρόπο, που σημαίνει ότι δεν αφήνονται περιθώρια στον εργοδότη να υπαγορεύσει αυτός τους όρους εργασίας με εργαλείο την ατομική σύμβαση εργασίας. Η δεύτερη λειτουργία είναι ότι ελαττώνεται, μέσω του μηχανισμού συλλογικών ρυθμίσεων (συλλογικές συμβάσεις και διαιτητικές αποφάσεις), η εγγενής στις ατομικές εργασιακές σχέσεις βία. Η τρίτη λειτουργία των συλλογικών συμβάσεων είναι οικονομική. Η συλλογική σύμβαση εργασίας είναι το αυτοδύναμο μέσο, που με τον πιο αυθεντικό τρόπο υπερασπίζεται τη βιοποριστική λειτουργία του μισθού. Το να έχουμε, δηλαδή, μισθούς που να καλύπτουν τις ανάγκες διαβίωσης των εργαζομένων. Μέσω ακριβώς αυτής της λειτουργίας του μισθού τροφοδοτούνται και οι επιχειρήσεις, επομένως και η οικονομία, οι οποίες στηρίζονται κατά κύριο λόγο στην εσωτερική ζήτηση. Εάν, λοιπόν, δεν υπάρχει συλλογική σύμβαση εργασίας, ως μηχανισμός σχετικά ισορροπημένης και δίκαιης ρύθμισης των όρων εργασίας, πέφτει η οικονομία, επομένως και οι επιχειρήσεις.
Το περιβάλλον που διαμορφώνουν οι δανειστές
Ωστόσο, οι θεσμοί είναι εναντίον των συλλογικών συμβάσεων, με το επιχείρημα ότι δεν συμβαδίζουν με την αγορά και απορρυθμίζουν την οικονομία…
Ο Νικ Χανάουερ, ένας αμερικάνος επιχειρηματίας, έχει πει πολύ εύγλωττα πως «η ανοησία ημών των επιχειρηματιών είναι ότι θέλουμε τους πελάτες μας πλούσιους και τους εργαζόμενούς μας φτωχούς». Αυτό που ζητούν οι λεγόμενοι «θεσμοί» – γιατί δεν νομίζω ότι αυτοί οι φορείς αξίζουν τον τίτλο του «θεσμού», που έχει εξ ορισμού κύρος και συμπυκνώνει αξία, πράγματα που στερούνται οι δανειστές μας που χρησιμοποιούν ωμή βία για να επιβάλλουν τη θέλησή τους- είναι η επιβολή μιας πολιτικής που αποδεικνύεται καταστροφική όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για όλες τις χώρες, κυρίως του Νότου· την Ιταλία, την Ισπανία, την Γαλλία – αλλά και του Βορρά, ακόμη και τη Γερμανία που είναι η μεγάλη εξαγωγική δύναμη. Τα μέτρα αυτά, λοιπόν, βλάπτουν τις κοινωνίες, τους εργαζόμενους, αλλά και τις ίδιες τις επιχειρήσεις. Ο καπιταλισμός στις χώρες του Νότου, αλλά και τις χώρες του Βορρά στηρίζεται κυρίως στην εσωτερική ζήτηση. Όταν αυτά τα φονικά μέτρα μειώνουν εισοδήματα, μισθούς και συντάξεις, και επιπλέον τα φορολογούν άγρια με τακτικούς ή έκτακτους φόρους, αντιλαμβάνεστε ότι σε αυτό το περιβάλλον δεν μπορούν να επιβιώσουν ούτε η κοινωνία αλλά ούτε και οι επιχειρήσεις, η οικονομία γενικότερα.
Γιατί πιστεύετε ότι εργοδοτικές ενώσεις, όπως ο ΣΕΒ ή η ΕΣΕΕ, υπερασπίζονται αυτά τα μέτρα;
Οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, όπως ξέρετε, ένα μέρος της αστικής τάξης ή μερικές φορές και η αστική τάξη στο σύνολό της είναι αυτοκαταστροφική. Δεύτερον, ορισμένοι κύκλοι του ΣΕΒ είναι εξαιρετικά ιδεοληπτικοί. Εάν έχετε παρακολουθήσει τη στάση των επιχειρηματιών τα τελευταία έξι χρόνια, θα σας έχει κάνει εντύπωση το γεγονός ότι πολλοί εργοδοτικοί φορείς χαιρέτισαν, σχεδόν με ενθουσιασμό, το μνημόνιο το 2010. Όταν άρχισαν να κλείνουν κατά εκατοντάδες χιλιάδες οι επιχειρήσεις, τότε άρχισαν να καταλαβαίνουν τι σημαίνουν τα μνημόνια, και τότε άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι αυτά τα μέτρα δεν καταστρέφουν μόνο τους εργαζόμενους, αλλά και τους ίδιους. Ορισμένες εργοδοτικές ενώσεις είχαν λειτουργήσει προηγουμένως κυριολεκτικά ως κουκουλοφόροι. Έδωσαν όλες τις τεχνικές νομικές λεπτομέρειες στα κλιμάκια των δανειστών, που αποκλείεται να τις είχαν μάθει με άλλο τρόπο.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, με τις συλλογικές συμβάσεις; Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε;
Υπάρχουν τρεις τρόποι για να ρυθμίζονται οι μισθοί. Ο πρώτος είναι με νόμο, ο δεύτερος με συλλογικές συμβάσεις και ο τρίτος είναι με ατομική σύμβαση. Η ατομική σύμβαση, ως τρόπος ρύθμισης των όρων εργασίας, ανήκει στην προϊστορία του εργατικού δικαίου. Ο νόμος χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση των κατώτατων μισθών στις χώρες εκείνες που δεν προσφέρεται η συλλογική σύμβαση εργασίας, όπως είναι η Γερμανία όπου το κράτος ρυθμίζει το κατώτατο ωρομίσθιο και δεν υπάρχει η νομική και πραγματική δυνατότητα για σύναψη εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων. Στην Ελλάδα, όμως, έχουμε να κάνουμε με ένα σύστημα συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που με απόλυτη επάρκεια εξυπηρετούσε τους σκοπούς που περιέγραψα προηγούμενα. Συγκεκριμένα, με την εθνική γενική ρυθμίζεται ο κατώτατος μισθός, με τις κλαδικές συμβάσεις βελτιώνονται υπέρ των εργαζομένων οι όροι εργασίας, ενώ παράλληλα έχουμε τις ομοιοεπαγγελματικές, τις οποίες το σύστημά μας έχει απωθήσει γιατί εκφράζουν ένα συντεχνιακό πνεύμα, και τέλος έχουμε τις επιχειρησιακές, οι οποίες μπορούν να είναι μόνο ευνοϊκότερες από τις κλαδικές. Επιπλέον, η επέκταση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας σε όλους τους εργαζομένους του κλάδου έχει και μια ακόμα λειτουργία, προστατεύει τις επιχειρήσεις από τον ανταγωνισμό στο πεδίο των μισθών. Αυτή η δομή των συλλογικών συμβάσεων, με τη μνημονιακή νομοθεσία, έχει ανατραπεί, γιατί έχει ανασταλεί η επέκταση των κλαδικών συμβάσεων, ενώ υπερισχύουν των κλαδικών οι επιχειρησιακές συμβάσεις, ακόμα και όταν είναι δυσμενέστερες. Φανταστείτε ότι είχαμε περίπου 1.500 επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας μετά το 2012, εκεί που παλιά είχαμε μόνο 150 το χρόνο. Αυτά είναι μέτρα που συντρίβουν όχι μόνο τους εργαζόμενους αλλά και την οικονομία στο σύνολό της, τα ασφαλιστικά ταμεία, τα έσοδα του κράτους. Γι’ αυτό και κλείνουν οι επιχειρήσεις κατά εκατοντάδες χιλιάδες. Αυτό που ενδεχομένως συμφέρει σε μια μεγάλη εξαγωγική χώρα, όπως είναι η Γερμανία, όχι μόνο δεν συμφέρει στις χώρες του Νότου, αλλά κυριολεκτικά τις συντρίβει.
Ο τελευταίος φραγμός για τις ομαδικές απολύσεις
Ένα άλλο μεγάλο αγκάθι της διαπραγμάτευσης είναι το ζήτημα των ομαδικών απολύσεων. Σε ποιο σημείο βρισκόμαστε;
Περιμένουμε αυτή τη στιγμή την απόφαση του δικαστηρίου της ΕΕ, προς το οποίο απηύθυνε προδικαστικό ερώτημα το ΣτΕ, στο οποίο προσέφυγε η ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, ζητώντας να ακυρωθεί η παράλειψη του υπουργού να εγκρίνει ομαδικές απολύσεις. Το βασικό επιχείρημα της εργοδοτικής πλευράς είναι ότι η διοικητική έγκριση ομαδικών απολύσεων στην Ελλάδα αντίκειται στην οδηγία για τις ομαδικές απολύσεις και τις ευρωπαϊκές Συνθήκες. Μέχρι τώρα έχουμε τη δημοσίευση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα, με τις οποίες υιοθετούνται τα επιχειρήματα της εργοδοτικής πλευράς. Ο γενικός εισαγγελέας δέχεται ότι με τη διοικητική έγκριση που θέτει ο ελληνικός νόμος ως προϋπόθεση κύρους των ομαδικών απολύσεων παραβιάζονται οι οικονομικές ελευθερίες που προστατεύουν οι Συνθήκες της ΕΕ και ότι επομένως ο ελληνικός νόμος παραβιάζει τις Συνθήκες. Ωστόσο, οι προτάσεις του εισαγγελέα στηρίζονται σε ένα σόφισμα· η οδηγία για τις ομαδικές απολύσεις ορίζει ρητά ότι μπορούν να υιοθετούνται από τους εθνικούς νομοθέτες ευνοϊκότερες ρυθμίσεις υπέρ των εργαζομένων. Και η διοικητική έγκριση είναι μια τέτοια ευνοϊκότερη ρύθμιση, η οποία μάλιστα στη χώρα μας είναι απολύτως αναγκαία, γιατί σε μας δεν υπάρχει το δίχτυ προστασίας για τους απολυμένους που υπάρχει σε άλλες χώρες, ούτε η δυνατότητα για εύρεση νέας εργασίας σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης. Εάν γίνουν δεκτές οι προτάσεις του εισαγγελέα από το Δικαστήριο της ΕΕ θα βρεθούμε σε μία κατάσταση, όπου δεν θα υπάρχει κανενός είδους προστασία των εργαζομένων από τις ομαδικές απολύσεις. Και να σημειώσουμε πως ακόμα και σήμερα το 98-99% των επιχειρήσεων δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου για τον έλεγχο των ομαδικών απολύσεων, γιατί δεν πληρούν τα ποσοτικά κριτήρια για να υπαχθούν στο νόμο, αφού απασχολούν λιγότερους από 20 εργαζόμενους. Επομένως αντιλαμβάνεστε πως όλη η συζήτηση γίνεται για το 1%-1,5% των ελληνικών επιχειρήσεων και βεβαίως αν η απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου συνταχθεί με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, τότε θα καταρρεύσει και ο τελευταίος φραγμός ελέγχου των ομαδικών απολύσεων για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
Πάντως εμμένουν οι δανειστές στη θεσμοθέτηση του υποκατώτατου μισθού, παρότι αυτός έχει καταδικαστεί από το ευρωπαϊκό δικαστήριο…
Πράγματι ο υποκατώτατος μισθός στηρίζεται σε μια ρύθμιση ευθέως αντίθετη και προς το ενωσιακό δίκαιο, αλλά και γενικότερα προς το ευρωπαϊκό δίκαιο που απαγορεύει μισθολογικές διακρίσεις με μόνο κριτήριο την ηλικία. Επομένως, δεν νομίζω πως θα επιμείνουν μέχρι τέλους σε αυτό το μέτρο. Ωστόσο, μπορεί να επιμείνουν στη διαφοροποίηση στον κατώτατο μισθό για τους νέους όταν πρωτομπαίνουν στην αγορά εργασίας και δεν κομίζουν επαγγελματική εμπειρία, με κριτήριο δηλαδή την έλλειψη επαγγελματικής εμπειρίας. Όμως, και αυτή η διάκριση δεν θα άντεχε σε έλεγχο νομιμότητας, γιατί ο κατώτατος μισθός αφορά τους πάντες ως ελάχιστο όριο μισθολογικής προστασίας και στην Ελλάδα ο μισθός αυτός είναι, κατά κανόνα, κάτω και από το όριο της φτώχειας. Επομένως, δεν υπάρχουν περιθώρια μισθολογικών διακρίσεων ακόμα και με βάση το κριτήριο της επαγγελματικής εμπειρίας.
Ο μεγάλος κίνδυνος
Ακόμα υπάρχει και το ζήτημα της διαιτησίας, που θυμάμαι παλιότερα ήταν ένα σπουδαίο όπλο στα χέρια των εργαζομένων…
Πολύ καλά θυμάστε. Στην Ελλάδα, για νομικούς και πραγματικούς λόγους και κυρίως επειδή τα συνδικάτα δεν είναι ιδιαιτέρως ισχυρά, πλην εξαιρέσεων, εάν δεν υπάρξει ο επικουρικός μηχανισμός της διαιτησίας είναι αδύνατον να πειθαναγκαστούν οι εργοδότες, να προσέλθουν σε μια συμφωνία. Με το νόμο 1876/1990, που σημειωτέον ψηφίστηκε από όλα τα κόμματα της τότε Βουλής και για τον οποίο συμφώνησαν όλα τα μέρη, και οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες, η διαιτησία στηριζόταν στο δικαίωμα της μονομερούς προσφυγής. Εάν αποτύγχαναν οι διαπραγματεύσεις, τότε μπορούσε κάθε μέρος, κυρίως οι εργαζόμενοι, να προσφύγει στον Οργανισμό Μεσολάβησης Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και να ζητήσει την έκδοση μιας δεσμευτικής για όλους διαιτητικής απόφασης, ακόμα και παρά τη θέληση του άλλου μέρους. Έτσι, λοιπόν, η διαιτησία εξασφάλιζε ότι θα έχουμε συλλογική ρύθμιση των όρων εργασίας και όχι ρύθμιση με ατομική σύμβαση, που είναι εργαλείο βίαιης επιβολής του εργοδότη. Βασικό μνημονιακό νομοθετικό μέτρο ήταν εκείνο που κατάργησε το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής και όρισε επιπλέον ότι ο διαιτητής δεν μπορεί να ρυθμίζει το σύνολο των όρων εργασίας, καθώς και το σύνολο των μισθολογικών όρων, περιλαμβανομένων και των επιδομάτων, αλλά μόνο τον κατώτατο μισθό και το κατώτατο ημερομίσθιο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι παραλύει όλος ο μηχανισμός συλλογικών συμβάσεων, γιατί ο εργοδότης που θα αρνηθεί να συνάψει μια συλλογική σύμβαση εργασίας, θα αρνηθεί στη συνέχεια να προσέλθει και στη διαιτησία. Το αποτέλεσμα αυτών των αρνήσεων θα είναι να επιστρέψει η ρύθμιση των όρων εργασίας στα χέρια του. Αυτόν τον εργατοδικαιϊκό εκφυλισμό τον πολεμήσαμε και ξανακερδίσαμε τη λειτουργία του μηχανισμού των συλλογικών συμβάσεων και της διαιτησίας το 2014 με την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ στην οποία προσφύγαμε με αίτηση ακύρωσης που ασκήσαμε το 2012 για λογαριασμό της ΓΣΕΕ. Η Ολομέλεια του ΣτΕ (απόφαση 2307/2014) δέχτηκε ότι το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία για τη ρύθμιση του συνόλου των όρων εργασίας θεμελιώνεται στο ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 22 παρ. 2), και επομένως δεν μπορεί να το καταργεί ο κοινός νομοθέτης.
Τότε γιατί επιμένουν;
Ο νόμος Βρούτση, που θεσπίστηκε σε συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας (νόμος 4303/2014), έκανε κάτι άλλο. Επανεισήγαγε μεν το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής, πλαισίωσε όμως τη νέα διαιτησία με στοιχεία και κριτήρια, τα οποία έτειναν και τείνουν να ποδηγετήσουν τη διαιτησία προς περαιτέρω μειώσεις μισθών. Γιατί τα κριτήρια/στοιχεία που πρέπει να αξιολογεί το διαιτητικό όργανο αφορούν αποκλειστικά τα συμφέροντα των εργοδοτών και των επιχειρήσεων, χωρίς καμιά πρόνοια για την προστασία του μισθού και της βιοποριστικής λειτουργίας του. Αυτός είναι τώρα ο μεγάλος κίνδυνος. Μπορεί δηλαδή να επιμείνουν οι δανειστές στο ότι τα μέρη των συλλογικών συμβάσεων, ιδίως της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη στοιχεία προσανατολισμένα στην υλοποίηση της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης δια της περαιτέρω μείωσης των μισθών.
Το δικαίωμα στην απεργία
Και ύστερα υπάρχει ο συνδικαλιστικός νόμος. Από τη μια προτείνουν το δικαίωμα ανταπεργίας και, από την άλλη, τη ρύθμιση κήρυξης μιας απεργίας. Που μπορεί να οδηγήσει αυτό;
Στο συνδικαλιστικό νόμο επιμένουν να επανεισαγωγή του δικαιώματος ανταπεργίας, το οποίο μάλιστα οι ίδιοι οι εργοδότες απορρίπτουν. Ο άλλος μεγάλος κίνδυνος υπάρχει στην εμμονή των δανειστών να επαναρυθμίσουν τη διαδικασία κήρυξης μιας απεργίας. Εκεί ζητούν να ψηφίζει το 50% συν ένας του συνόλου των μελών ενός σωματείου. Όπως πολύ καλά γνωρίζουμε αυτοί που αποφασίζουν στα σωματεία, αλλά και τις συλλογικότητες γενικά, είναι πάντα τα ενεργά μέλη και μάλιστα τα οικονομικά εντάξει μέλη. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης: Στην αρχαία Αθήνα από τους 30.000 περίπου Αθηναίους πολίτες συμμετείχαν και ψήφιζαν στην Εκκλησία του Δήμου γύρω στις 8.000 με 9.000, παρόλο μάλιστα που οι Αθηναίοι αμείβονταν για τη συμμετοχή τους. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν που θέλουν οι δανειστές να οδηγήσουν τα πράγματα.
Θεωρείτε ότι υπάρχει κίνδυνος να καταργηθούν άλλες ρυθμίσεις ή πρόνοιες που θεσμοθετήθηκαν από αυτή την κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσουν ακραία εργασιακά ζητήματα, όπως για παράδειγμα οι εργαζόμενοι στην ιδιωτική εκπαίδευση ή οι εργαζόμενοι του Μαρινόπουλου;
Από πλευράς δανειστών μάς γίνεται ένας αλύπητος, άγριος οικονομικός και κοινωνικός πόλεμος, που είναι πόλεμος συμφερόντων και όχι ιδεών. Όσα ζητούν για τις ομαδικές απολύσεις ή τα κόκκινα δάνεια δείχνουν ότι ελάχιστα τους ενδιαφέρει η απασχόληση. Βασικός κινητήρας για την απασχόληση είναι η ομαλή λειτουργία της οικονομίας, των επιχειρήσεων και της αγοράς, η οποία στηρίζεται στην ενεργό ζήτηση, την οποία συντρίβουν με τα μέτρα τους οι δανειστές. Αυτό που τους ενδιαφέρει στην απασχόληση είναι η εκάστοτε υπάρχουσα ποσότητα εργασίας, εξαιρετικά περιορισμένη σήμερα σε συνθήκες τερατώδους ύφεσης, να μοιράζεται μεταξύ όλων εκείνων που επιθυμούν να εργαστούν. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει τόνωση της απασχόλησης, αλλά αναδιανομή της ανεργίας. Γι’ αυτό και το 50% των νέων προσλήψεων αφορούν επισφαλείς εργασιακές σχέσεις.
Η αποκατάσταση της κανονικότητας
Ποιος ο ρόλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων στη διαπραγμάτευση;
Οι συστάσεις της Επιτροπής γενικά κινούνται σε μια κατεύθυνση που μπορεί να βοηθήσει στη διαπραγμάτευση, αν και αποτελούν απλώς βάση της αρχόμενης διαπραγμάτευσης. Στις συστάσεις αυτές υπάρχουν όμως σημεία που αν υιοθετηθούν θα έχουν καταστροφικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τη συλλογική σύμβαση εργασίας (την εθνική γενική συλλογική σύμβαση), οι Εμπειρογνώμονες προτείνουν να πλαισιωθεί με τα στοιχεία που υιοθέτησε ο νόμος Βρούτση για τη διαιτησία του ΟΜΕΔ. Ακόμα και στις επιχειρήσεις που μπορεί να δοθούν ανέτως αυξήσεις με διαιτητική απόφαση ο νόμος Βρούτση, με τα κριτήρια που επιβάλλει, οδηγεί σε περαιτέρω μείωση των μισθών. Ένα άλλο σημείο των συστάσεων, αυτό που αφορά τη σχέση (συρροή) κλαδικών και επιχειρησιακών συμβάσεων που κανονικά πρέπει να διέπεται από την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης, οι Εμπειρογνώμονες προτείνουν οι επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα, να μπορούν προσωρινά να αποκλίνουν από τις κλαδικές συμβάσεις εργασίας. Αυτό πρακτικά θα σήμαινε πλήρη εξουδετέρωση των κλαδικών, διότι σχεδόν όλες οι επιχειρήσεις σήμερα στην Ελλάδα έχουν προβλήματα. Αυτό που χρειάζεται αυτή τη στιγμή, γι’ αυτό και η κυβέρνηση δεν έχει περιθώριο υποχωρήσεων σε αυτή τη διαπραγμάτευση, είναι η αποκατάσταση της κανονικότητας στις συλλογικές συμβάσεις σε αρμονία και με τις διεθνείς συμβάσεις, μια κανονικότητα που μπορεί να υπηρετεί τη βιοποριστική λειτουργία του μισθού και συγχρόνως να τροφοδοτεί με την απαραίτητη ενέργεια την οικονομία.
Με όσα είπαμε, είστε αισιόδοξος για τις εξελίξεις;
Είμαι υποχρεωμένος να είμαι αισιόδοξος. Έχουμε μάθει από την ιστορία ότι δεν υπάρχουν αδύνατα πράγματα. Στον κόσμο και την ιστορία υπάρχουν πράγματα, τα οποία στον καιρό τους ήταν αδύνατα ή αδιανόητα, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα απεργίας, το δικαίωμα να συστήνουμε συνδικάτα, να συνάπτουμε συλλογικές συμβάσεις, να έχουμε κοινωνική ασφάλιση, να έχουμε άδεια αναψυχής με αποδοχές, και όμως τα καταφέραμε.
Είχαμε όμως και κινήματα που τα πάλευαν…
Δυστυχώς, βιώνουμε μια κατάσταση, που η κοινωνία δεν έχει αφομοιώσει ακόμα στο καινούριο περιβάλλον, τι θα σήμαινε μια καινούρια ήττα για τα θέματα αυτά. Αν συνειδητοποιούσαμε το διακύβευμα των διαπραγματεύσεων, δεν θα αφήναμε, η κοινωνία εννοώ, κανένα περιθώριο για μια ακόμη ήττα.
Την προηγούμενη βδομάδα συζητήθηκε στην Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης η προσφυγή της ΓΣΕΕ εναντίον των αντεργατικών μέτρων που θεσμοθέτησαν προηγούμενες κυβερνήσεις, όπως αυτά υπαγορεύτηκαν από τα μνημόνια. Μας περιγράφετε το ιστορικό αυτής της προσφυγής και τους στόχους της;
Το 2014, σε συνεργασία με την Σοφία Καζάκου, συντάξαμε μια προσφυγή, για λογαριασμό της ΓΣΕΕ, κατά της ελληνικής δημοκρατίας, την οποία απευθύναμε στην Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Με την προσφυγή αυτή αναφερόμαστε στα νομοθετικά μέτρα, που πήρε η χώρα, καθ’ υπαγόρευση των δανειστών και αφορούν την αποδιάρθρωση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την κατάργηση μονομερούς δικαιώματος στη διαιτησία και τον περιορισμό της εξουσίας του διαιτητή να ρυθμίζει μόνο κατώτατους μισθούς και όχι το σύνολο των όρων εργασίας, την εξαίρεση από το νόμο για τις απολύσεις όλων των εργαζομένων που δεν έχουν συμπληρώσει μέχρι την απόλυση δώδεκα μήνες, τη μείωση του κατώτατου μισθού της εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας κατά 22% και κατά 32% για τους νέους εργαζόμενους έως 25 ετών. Αφορά, δηλαδή ένα σύνολο μέτρων, με τα οποία επλήγησαν τα κοινωνικά δικαιώματα, που προστατεύει ο ευρωπαϊκός χάρτης κοινωνικών δικαιωμάτων. Η προσφυγή συζητήθηκε στην αρμόδια επιτροπή την προηγούμενη βδομάδα, με την κυβέρνηση να εκπροσωπείται από τον Γ. Κατρούγκαλο, όπου σημειώθηκε το σχεδόν μοναδικό φαινόμενο, το ελληνικό κράτος να υποστηρίζει τη ΓΣΕΕ έναντι της ελληνικής δημοκρατίας και να ζητά την καταδίκη του για τα μέτρα αυτά. Αυτό που θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς, ότι δηλαδή αποτελεί ένα λόγο απαλλαγής από την ευθύνη το γεγονός ότι εκβιάζεται μια κυβέρνηση από τους δανειστές, δεν ισχύει στην περίπτωσή μας. Η Επιτροπή Κοινωνικών Δικαιωμάτων έχει αποφανθεί σε προηγούμενες αποφάσεις της ότι αυτό δεν αποτελεί λόγο απαλλαγής και ότι η προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν υποχωρεί, ούτε όταν έχουμε μια τόσο μεγάλη και βαθιά οικονομική και δημοσιονομική κρίση.
Τι εξελίξεις αναμένετε να πυροδοτήσει μια καταδικαστική απόφαση;
Μια τέτοια απόφαση, που αναμένεται να εκδοθεί τον Ιανουάριο του 2017, θα αποτελέσει ένα όπλο στη φαρέτρα μας κατά τις διαπραγματεύσεις, διότι θα ενισχύει τις νομικές μας θέσεις, πάνω στις οποίες στηρίζονται οι διεκδικήσεις των συνδικάτων και της κοινωνίας. Βεβαίως, θα έχει και μια ακόμα λειτουργία, που δεν πρέπει να την υποτιμήσουμε: Οι άνθρωποι αντλούν δύναμη από το δίκιο τους σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
Πηγή: Η Εποχή