Η συγκρότηση της προανακριτικής επιτροπής για την υπόθεση Novartis και η παραπομπή του πρώην αρμόδιου για την πάταξη της διαφθοράς υπουργού σε ειδικό δικαστήριο, η διαρροή παρανόμως ηχογραφημένων συνομιλιών αλλά και η εκστρατεία λάσπης γύρω από την ενοικιαζόμενη κατοικία του Αλέξη Τσίπρα στο Σούνιο θυμίζουν δοκιμασμένες στην Λατινική Αμερική πρακτικές.
Εκεί, μετά τη ροζ παλίρροια ομοϊδεάτες της ελληνικής κυβέρνησης επένδυσαν στο αφήγημα της διεφθαρμένης αριστεράς, κατασκευάζοντας με τη σύμπραξη μεγάλου κεφαλαίου και παρακράτους νεφελώδεις υποθέσεις, με σκοπό να κρατήσουν την αριστερά μακριά από την κυβερνητική εξουσία.
Έχοντας επίγνωση του γεγονότος ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν τρέφει αυταπάτες για την πολιτική στόχευση της ΝΔ και την ηθική υπόσταση των στελεχών της, η κυβέρνηση δεν καταβάλλει σοβαρές προσπάθειες να πείσει τον κόσμο για την ακεραιότητα και ανιδιοτέλεια των μελών της. Αντιθέτως, επενδύει στην αποδόμηση του πολιτικού της αντιπάλου παρουσιάζοντάς τον ως εξίσου διεφθαρμένο με το παλιό πολιτικό κατεστημένο της χώρας και ως εκ τούτου, ως αναξιόπιστη για τα λαϊκά και μεσαία κοινωνικά στρώματα πολιτική δύναμη.
Στο δεύτερο χρόνο διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ ακόμα δεν διαθέτει συγκροτημένη αντιπολιτευτική στρατηγική και πολιτικό πρόγραμμα αντιμετώπισης του διαχρονικού εκφυλισμού της συνταγματικής τάξης από ελληνικό κεφάλαιο, πολιτικά τζάκια και συγκεκριμένους κύκλους της δημόσιας διοίκηση που λειτουργούν ως εγγυητές της διαιώνισης του προβλήματος.
Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ αδυνατεί να μεταφράσει τον εξόφθαλμο νεποτισμό της Ν.Δ. και την φεουδαρχική χρήση του κρατικού μηχανισμού σε πολιτικό πλήγμα για την κυβέρνηση, συνδέεται σε σημαντικό βαθμό με το γεγονός ότι η συζήτηση περί διαφθοράς παραμένει προσκολλημένη στο μοτίβο που είχε κυριαρχήσει κατά τα χρόνια της διακυβέρνησης. Τότε διαφθορά, οικονομικό έγκλημα και διαπλοκή, προσεγγίστηκαν κοντόφθαλμα ως ζητήματα ποινικής δικαιοσύνης, αντί να κατανοηθούν ως αυτό που είναι: δομικά προβλήματα της δημόσιας διοίκησης, τεχνικές άσκησης εξουσίας και μέθοδοι αναπαραγωγής της αστικής τάξης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.
Επικεντρώνοντας στην ανάδειξη σκανδάλων και την ηθική καταγγελία, η κάθαρση αφέθηκε στα χέρια της δικαιοσύνης και των ελεγκτικών μηχανισμών, ο ΣΥΡΙΖΑ αγνόησε τις στενές σχέσεις των εν λόγω θεσμών με το παλιό πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο. Η εκτίμηση ότι η αποκάλυψη του γεγονότος ότι πολιτικά στελέχη προηγούμενων κυβερνήσεων έχουν διαπράξει εγκλήματα και βρίσκονται αντιμέτωποι με τις συνέπειες του νόμου, συνιστά υλοποίηση της προεκλογικής δέσμευσης του ΣΥΡΙΖΑ για πάταξη της διαφθοράς, απεδείχθη λανθασμένη.
Το διάστημα που ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει προσκολλημένος στην εμφανώς αποτυχημένη μέθοδο της ηθικής καταγγελίας και καθυστερεί να συγκροτήσει πολιτικό λόγο και στρατηγική στον εν λόγω τομέα, δεν είναι πολιτικά ουδέτερος χρόνος, αλλά μετρά εναντίον του.
Η επικράτηση του «δόγματος Βορίδη» και εγκαθίδρυση ενός ιδιότυπου μεταδημοκρατικού αυταρχικού καθεστώτος στα πρότυπα του Ορμπανισμού, καθιστά την πολιτική ωρίμανση (και) στον τομέα της καταπολέμησης της διαφθοράς επιτακτική ανάγκη.
Διαφθορά – το αντίθετο της δημοκρατίας
Διαφθορά, οικονομικό έγκλημα και διαπλοκή αποτελούν πρακτικές εξαγοράς προνομίων, συνεπώς παραβιάζουν την βασική αρχή της δημοκρατίας για ισότιμη συμμετοχή των πολιτών, ασχέτως ταξικής προέλευσης και την ισότητά τους έναντι του νόμου. Ως εκ τούτου, απενεργοποιούνται βασικές λειτουργίες του κράτους, οι οποίες είναι θεμελιακής σημασίας για την δημιουργία κοινωνικής συναίνεσης, νομιμοποίησης της δημοκρατίας και των θεσμών της.
Για το λόγο αυτό, η προσέγγιση του φαινομένου της διαφθοράς από τις δυνάμεις της Αριστεράς και της προόδου πρέπει να υπερβαίνει τα δίπολα νόμιμο/παράνομο, ηθικό/ανήθικο. Τα στοιχεία του ειδικού ευρωβαρόμετρου για τη διαφθορά που δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο 2020, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά:
Στη χώρα μας, υπερβαίνοντας σημαντικά τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, το 95% των πολιτών θεωρεί πως η διαφθορά είναι ευρέως διαδεδομένη. Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα στις πέντε χώρες μέλη της ΕΕ, όπου η πλειοψηφία (57%) των πολιτών δηλώνει πως η διαφθορά επηρεάζει άμεσα την καθημερινότητά τους, καταγράφοντας αύξηση κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες το διάστημα 2017 – 2019. Με 93% των Ελλήνων να θεωρούν ότι υπάρχουν υπερβολικά στενές σχέσεις μεταξύ επιχειρηματικών συμφερόντων και πολιτικής, η χώρα μας καταγράφει το υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των εξεταζόμενων χωρών (ΕΕ 28: 76%).
Κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες αυξήθηκε το διάστημα 2017 – 2019 το ποσοστό όσων πιστεύουν πως ο μόνος τρόπος να είναι κανείς επιτυχημένος στη χώρα μας, είναι να έχει
πολιτικές διασυνδέσεις (76%). Στους παραπάνω δείκτες δεν αποτυπώνεται μόνο η ευρεία διάδοση του φαινομένου στη χώρα μας. Αναδεικνύεται και η έλλειψη εμπιστοσύνης των Ελλήνων προς τους θεσμούς και το πολιτικό προσωπικό της χώρας και αποτυπώνονται οι επισφαλείς όροι οικοδόμησης κοινωνικής συναίνεσης.
Η διαφθορά συνιστά ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του δημοκρατικού πολιτεύματος, την οποία, προκειμένου να αποτρέψει τον εκφασισμό της κοινωνίας και την διολίσθηση σε νέα αυταρχικά μονοπάτια, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ οφείλει να απενεργοποιήσει αναπτύσσοντας συγκεκριμένη και πολυδιάστατη στρατηγική.
Ο τεχνοκρατισμός κι εμείς
Από την δεκαετία του 1990 διαφθορά, οικονομικό έγκλημα και η καταπολέμησή τους, βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα θεσμών της παγκόσμιας οικονομίας και μη κυβερνητικών οργανώσεων και αποτελούν αντικείμενο σειράς διεθνών συμβάσεων που έχουν συναφθεί έκτοτε. Στη βάση τους έχουν συνταχθεί εκθέσεις συστάσεων και βέλτιστων πρακτικών για την ενίσχυση της διαφάνειας, της λογοδοσίας και της ακεραιότητας.
Η πλειοψηφία τους ενσωματώθηκε στο Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Κατά της Διαφθοράς (2018-2021), το οποίο αποτέλεσε προαπαιτούμενο για την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και η υλοποίησή τους παρακολουθείται στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας. Άρρηκτα συνδεδεμένη με το νεοφιλελεύθερο δόγμα, η ιδεολογία του τεχνοκρατισμού διαπερνά και τις συνταγές αντιμετώπισης διαφθοράς. Η διαφθορά παρουσιάζεται ως πολιτικά ουδέτερο φαινόμενο, το οποίο χρήζει τεχνικής αντιμετώπισης.
Θεσμικό αποτύπωμα του εν λόγω μυθεύματος στη χώρα μας είναι η Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ΕΑΔ). Το επιτελικό δημιούργημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη συγκεντρώνει πληθώρα ελεγκτικών αρμοδιοτήτων και το δικαίωμα να γνωμοδοτεί κατά την νομοπαρασκευαστική διαδικασία για ζητήματα ακεραιότητας, διαφάνειας, λογοδοσίας, ελέγχων και καταπολέμησης της διαφθοράς. Πριν το ξέσπασμα της πανδημίας η ΕΑΔ είχε επικεντρωθεί κυρίως στην διεξαγωγή ελέγχων τήρησης του αντικαπνιστικού νόμου, ενώ στα αιτήματα της ΜΚΟ «Vouli Watch» να τοποθετηθεί σχετικά με τις αδιαφανείς διαδικασίες χρηματοδότησης μέσων μαζικής ενημέρωσης της Λίστας Πέτσα η ΕΑΔ δήλωσε αναρμόδια.
Προκειμένου να δημιουργήσει ρωγμές στο αντίπαλο στρατόπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ οφείλει να εξαντλήσει όλα τα διαθέσιμα περιθώρια άσκησης πολιτικής. Αυτό προϋποθέτει πέρα από την αναφορά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις διασπάθισης δημοσίου χρήματος και νομοθετικών στηριγμάτων της διαφθοράς εκ μέρους της κυβέρνησης, την βαθιά γνώση του εγχώριου και διεθνούς θεσμικού τοπίου.
Ως πολιτική δύναμη, η οποία αντιτίθεται στρατηγικά στον νεοφιλελευθερισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, οφείλει μελετήσει εκτενώς τα τεχνοκρατικά εγχειρίδια αντι-διαφθοράς. Καθώς, παρότι κινητήρια δύναμη για την συγκρότηση και εφαρμογή τους είναι η δημιουργία θεσμικών εγγυήσεων για την προστασία του ανόθευτου ανταγωνισμού των κεφαλαίων, πληθώρα συστάσεων προσφέρεται για την θωράκιση του κράτους δικαίου και την διακοπή του ομφάλιου λώρου που συνδέει την εκτελεστική εξουσία με τις δυνάμεις του κεφαλαίου στη χώρα μας.
Για να κατανοήσουμε την πολιτική σημασία της εν λόγω διευκρίνησης, αρκεί να δούμε την περίπτωση Novartis. Όταν η κυβέρνηση μέσω της προανακριτικής επιτροπής, παρενέβη σε εν εξελίξει εισαγγελική έρευνα, επιχειρώντας να αποκαλύψει την ταυτότητα των μαρτύρων, ο ΣΥΡΙΖΑ άφησε σημαντικά πολιτικά εργαλεία αναξιοποίητα. Συγκεκριμένα, η προστασία μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος αποτελεί σύσταση του ΟΟΣΑ, του Συμβουλίου της Ευρώπης και των Ηνωμένων Εθνών.
Η ΕΕ, τον Οκτώβριο 2019, εξέδωσε οδηγία για την προστασία των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος. Επιπλέον, η ενίσχυση του νομικού πλαισίου για την προστασία των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος συνιστά δεσμευτική υποχρέωση της χώρας και παρακολουθείται από τους θεσμούς, αλλά και στο πλαίσιο παρακολούθησης του κράτους δικαίου στις χώρες μέλη από την Κομισιόν. Ενώ οι πρακτικές της ελληνικής κυβέρνησης βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση και με τη σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Προκειμένου ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ να θωρακίσει τους θεσμούς, να αποκρούσει την επίθεση που δέχεται και να επιφέρει ουσιαστικά πλήγματα στην κυβέρνηση, οφείλει να υπερβεί την προσκόλληση στην εμφανώς αποτυχημένη στρατηγική της ηθικής καταγγελίας και να συγκροτήσει πολυεπίπεδη στρατηγική, η οποία θα εμπλέξει διεθνείς φορείς, Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Κομισιόν, προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις άλλων χωρών και τον διεθνή τύπο. Ενώ στη Βουλή, αντί να επιδίδεται σε περιπτωσιολογία, οφείλει συστηματικά να αναδεικύει τις ευθύνες της ΕΑΔ.
Διαφθορά, διαπλοκή και οικονομικό έγκλημα αδιαμφισβήτητα έχουν και ηθικές και νομικές προεκτάσεις. Στο σύνολό τους ωστόσο, προφυλάσσουν την εξουσία αδιαφανών κύκλων και την θωρακίζουν ενάντια σε νόμιμες και δημοκρατικά εκλεγμένες μορφές εξουσίας. Ως εκ τούτου, πρόκειται για πολιτικό πρόβλημα, το οποίο χρήζει πολιτικής αντιμετώπισης.
Χάρις Τριανταφυλλίδου
Πηγή: Η Αυγή