Το πρόταγμα της “αριστείας” είναι μια όλως συστημική επιλογή. Η δε αφομοίωσή της από, πρώην ή νυν, ριζοσπαστικές δυνάμεις συμπυκνώνει την ηγεμονική θέση της ιδεολογίας της κυρίαρχης τάξης, η οποία και θέτει τους όρους του αριστεύειν: πτυχία και πάλι πτυχία, πρακτικού προσανατολισμού το συνηθέστερο, που επικυρώνονται από θέσεις σε οργανισμούς, πανεπιστήμια κ.λπ. Από τις ομάδες των «αρίστων» εκλείπουν παντελώς οι εκπρόσωποι των υποτελών τάξεων. Χειρώνακτες, αγρότες, τεχνίτες, άνθρωποι του μόχθου γενικώς, ή άλλοι, προερχόμενοι από τα μικροαστικά στρώματα, υπάλληλοι, μικροεπαγγελματίες κ.λπ. δεν έχουν θέση στα κυβερνητικά σχήματα ούτε σε διορισμένα ή όχι επίσημα όργανα. Κι αν αποκτήσουν μια κάποια θέση στη δημόσια διοίκηση, λοιδορούνται: από τον “ιδιοκτήτη βουλκανιζατέρ” διοικητή νοσοκομείου (κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ) έως την ιδιοκτήτρια ζαχαροπλαστείου επίσης διοικήτρια νοσοκομείου (κυβέρνηση Ν.Δ.) και τις αντίστοιχες αντιδράσεις, η εμπέδωση της κουλτούρας της αριστείας είναι καταφανής. Οι από κάτω δεν δικαιούνται να λαμβάνουν πολιτικές θέσεις, παρά μόνο “δεύτερες”, εκείνες που αρμόζουν στην ταξική τους θέση. Οι “ψυκτικοί από το Περιστέρι” δεν κάνουν για υψηλή πολιτική.
Η διάχυση προς τα κάτω αυτής ακριβώς της κουλτούρας δημιούργησε, και συντηρεί, την αντιδημοκρατική λογική της ανάθεσης, έγινε δε ένα από τα βασικά αίτια της αντιλαϊκής δομής των καπιταλιστικών κοινωνιών. Οι οποίες, δήθεν, διοικούνται από τους “αριστεύσαντες” και στους οποίους οι ταπεινοί προλετάριοι, εγκαταλείποντας τον ιστορικό τους ρόλο, αναθέτουν τις τύχες τους.
Οι «άριστοι» ως αυταξία
Έτσι, στον καπιταλιστικό μας κόσμο, το να διαθέτει ένας πολιτικός σχηματισμός “άριστους” θεωρείται αυταξία. Και να διαφημίζει εκείνους που έχει στρατεύσει στις γραμμές του, κανονικότητα. Ακόμα και στα πλέον αντισυστημικά σχήματα συχνάκις επαίρονται πως, ναι, και τούτοι δεν έμειναν πίσω σε επιστημοσύνη, πτυχία και περγαμηνές και πως, ναι, κι εκείνοι δύνανται να προσεγγίσουν τα ιδρύματα των «αρίστων». Παρά την κριτική που δημοσίως ασκούν, η πρακτική τους δηλώνει σαφώς ότι υπέκυψαν: αντί να αποδομούν τη φιλοσοφία της ανάθεσης, προωθώντας τους/τις μη συστημικά προσοντούχους/ες, την ενδυναμώνουν ρίχνοντας νερό στον μύλο της αντιδημοκρατικής κοινωνίας. Η κουλτούρα όμως της Αριστεράς θα έπρεπε να βρίσκεται στον αντίποδα της ανάθεσης της πολιτικής στους από πάνω.
Από το μαρξικό της -πολύπαθης λόγω των ερμηνειών του μέλλοντος- δικτατορίας του προλεταριάτου, που συντέλεσε στην πολιτική ανατροφή γενιών και γενιών συμβάλλοντας στη δημιουργία υπερηφάνειας για την εργατική καταγωγή οι σύγχρονες κοινωνίες φετιχοποιούν το ανάποδο: η ικανότητα του εργάτη εξαρτάται από τις ευκαιρίες για κοινωνική κινητικότητα, από τη δυνατότητά του να εκφύγει της εργατικής του ιδιότητας. Ο ίδιος ο εργάτης δεν μπορεί να γίνει βουλευτής, υπουργός κ.λπ. ούτε καν στην Αριστερά. Μπορεί ο γιατρός, δικηγόρος, καθηγητής κ.λπ. γιος του εργάτη να χρησιμοποιεί ως πανωπροίκι την ταξική καταγωγή του, αλλά ο καθαυτό εργάτης αποκλείεται από την κυριλέ διοίκηση. Να γίνει ο σιδεράς βουλευτής, να γίνει η μανάβισσα υπουργός, αν επιτρέπεται, επιτρέπεται μοναχά ως εξαίρεση. Η εμπράγματη πολιτική ασκείται, αντιδημοκρατικά, από τα πάνω.
Κι αν στην περίπτωση των δεξιών σχηματισμών θεωρείται αντιπροσόν να έχουν οι “άριστοι” ριζοσπαστικά αντανακλαστικά, στην περίπτωση της Αριστεράς το πράγμα διαφέρει. Για τον/την αριστερό/η, ο τρόπος που νοείται η αριστεία έχει να κάνει μοναχά με τη ριζοσπαστική ταξική μεροληψία και την πολιτική βούληση νσ αλλάξεις τον κόσμο. Οπότε, να στρατεύεις, να διαφημίζεις και να προωθείς “προσοντούχους”, ανθρώπους/στελέχη δηλαδή με βάση το βιογραφικό τους, ωσάν τις πολυεθνικές, δεν αρμόζει στην Αριστερά. Η αστική αντίληψη να προτάσσεις ειδικούς, εμπειρογνώμονες κ.λπ., όταν μάλιστα αυτοί μοιάζουν να υποκαθιστούν, “αριστίνδην”, τα -μάλλον εκ προθέσεως ανενεργά και δίχως ρόλο- τμήματα του κόμματος αντιβαίνει δεδομένων αρχών.
Έργαλειοποίηση της αριστείας
Βρισκόμαστε έτσι μπροστά σε μια διακομματική εργαλειοποίηση της αριστείας κατά την οποία δεν ενδιαφέρουν οι “άριστοι” αυτοί καθαυτοί, αλλά η χρήση τους: πλασάρονται ως το καλύτερο προϊόν, ως οι κατεξοχήν ικανοί, πωλούνται κι αγοράζονται και, το κυριότερο, χρησιμοποιούνται ως αποτρεπτικός μηχανισμός ενασχόλησης με τα κοινά για όποιον/α δεν διαθέτει τα βιογραφικά τους.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατη δημιουργία από τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. ενός “think tank ” από “διαπρέψαντες” μπορεί να λειτουργήσει βαθμιαία επικίνδυνα. Διότι έρχεται να διαβρώσει από τα πάνω την κουλτούρα της λαϊκής συμμετοχής πριμοδοτώντας την κουλτούρα της ανάθεσης. Έρχεται, μαζί με τα πάσης φύσεως “αριστίνδην”, στο συνέδριο και αλλού, να συμπληρώσει μια εικόνα υποτιθέμενου εκσυγχρονισμού στο πλαίσιο του “μεγάλου κόμματος”. Τον οποίο εκσυγχρονισμό, όμως, παραμένει ζητούμενο αν τον έχεις -ή αν τον είχες ποτέ- ανάγκη. Και τον οποίο όσα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα επιχείρησαν, από το πάλαι ποτέ κραταιό ΠΑΣΟΚ έως τους Εργατικούς του Τρίτου Δρόμου κ.λπ., έχουν ήδη κριθεί από την Ιστορία.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: Η Αυγή