Macro

Squid Game: Η βαρβαρότητα του καπιταλισμού και η δυστοπία τού σήμερα

Η αθωότητα, υπό το πρίσμα της ακραίας, ωμής και αδικαιολόγητης βίας, όμορφες αναμνήσεις παιδικών χρόνων, συμπλέκονται με τον θάνατο στο «παιχνίδι του καλαμαριού», όπου βασιλεύει η ζούγκλα τού «ο θάνατός σου, η ζωή μου». Η σειρά Squid Game του Netflix καθηλώνει το κοινό και ταράζει τα νερά της δυστοπικής πραγματικότητας επειδή παρουσιάζει ακριβώς αυτή την πραγματικότητα, όπου το παράλογο της ωμής βίας εκλογικεύεται και γίνεται «επιλογή».
Ουσιαστικά, είναι μια σειρά απόλυτα εναρμονισμένη με τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών. – Γιατί σου άρεσε; ρώτησα μια φίλη. – Γιατί είναι αυτό που ζούμε σήμερα, όπως το ζούμε, μου απάντησε, και πραγματικά ακριβώς το ίδιο είχα νιώσει και εγώ όσο την παρακολουθούσα. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος της τεράστιας επιτυχίας της σειράς, που έχει καθηλώσει στις οθόνες εκατομμύρια θεατές.

Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση

Αποτελεί μια καταγραφή της βιαιότητας του ακραίου νεοφιλελευθερισμού που ζούμε, με τις αγεφύρωτες κοινωνικές ανισότητες. Το βαθύ χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων που διογκώνεται στις κοινωνίες του απόλυτου ανταγωνισμού. Δείχνει χωρίς ωραιοποιήσεις ή περιττές εξηγήσεις την καθημερινή κόλαση για τους πρώτους και έναν χώρο αδιέξοδης, ανερμάτιστης, επίπλαστης ευτυχίας, επιτυχίας και ευδαιμονίας για τους δεύτερους, όπου όλα μπορούν να συμβούν αρκεί να έχεις το ύψιστο και μοναδικό αγαθό, το χρήμα.
Η ανθρώπινη ζωή αποτιμάται σε χρήματα και γίνεται ένα προϊόν συναλλαγής, το οποίο αφαιρείται αν χάσεις στα παιχνίδια που οι πλούσιοι δημιουργοί του παιχνιδιού έχουν επιλέξει για τη διασκέδασή τους. Οι άνθρωποι, απλά πιόνια μιας σκακιέρας, καταδικάζονται εις θάνατον μόνο και μόνο γιατί δεν έφτιαξαν σωστά το σχήμα ενός αστεριού ή γιατί κουνήθηκαν στο «κόκκινο πράσινο φως». Κυρίαρχο ρόλο για να επιβιώσεις παίζει η τύχη και εκ των υστέρων η στρατηγική.
Μήπως δεν είναι κάπως έτσι οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, που καταδικάζουν στην ανέχεια εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο γιατί δεν είχαν την τύχη να σπουδάσουν (ειδικά με τα νέα τείχη και τους αποκλεισμούς που υψώνονται στην εκπαίδευση) ή να βρουν μια δουλειά ή χρεώθηκαν στις τράπεζες με βαρύτατα δάνεια, έχασαν τη δουλειά τους και δεν μπορούν να αποπληρώσουν;
Το χρήμα είναι τα βαριά δεσμά που αλυσοδένουν τους αδύναμους. Είναι το δέλεαρ για το οποίο δεν διστάζουν να προσφέρουν τη ζωή τους. Η σκηνή με την κρεατομηχανή από το The Wall είναι ίσως ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς τρόπους που μπορείς να περιγράψεις την απόγνωση και την παραίτηση, που κάνει τους παίκτες να συνεχίζουν να παίζουν ενώ τους δίνεται η επιλογή να μην το πράξουν.

Ρεαλιστική αποτύπωση

Γιατί η ζωή στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες είναι βίαιη. Δεν παρέχει άλλες διεξόδους εκτός από μια διαρκή μάχη με τους άλλους σε ένα απόλυτα πεδίο ανταγωνισμού μέχρι τελικής εξοντώσεως. Δεν υπάρχουν επιλογές ή εναλλακτικές λύσεις. Ο κυνικός τρόπος που παρουσιάζονται οι κοινωνικές αντιθέσεις γίνεται με τη «φυσικότητα» παιδικού ανταγωνισμού στο παιχνίδι, μόνο που στο παιχνίδι των ενηλίκων ο θάνατος είναι αληθινός. Ο εχθρός και ο φίλος είναι έννοιες που περιπλέκονται. Συνταυτίσεις κατά κόρον δεν υπάρχουν. Τα ονόματα χάνονται. Οι κοινωνικοί δεσμοί είναι ανύπαρκτοι. Οι προσωπικότητες συνθλίβονται. Σημασία έχει μόνο το τρόπαιο, η νίκη, το χρηματικό έπαθλο, που εν προκειμένω φαντάζει να είναι και ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης.
Ίσως το πιο σοκαριστικό στοιχείο της σειράς είναι ακριβώς αυτή η διάλυση των κοινωνικών δεσμών, η διάβρωση των κοινωνικών σχέσεων. Η αποσύνθεση. Νόμοι, κανόνες δεν υπάρχουν εκτός από τον ανταγωνισμό μέχρι τέλους, όπου τέλος είναι η θυσία όχι για κάποιες ηθικές αξίες, όχι για την ελευθερία, αλλά για το ευτελές και εφήμερο. Το χρήμα που παρέχει τη δύναμη, την εξουσία, αλλά και είναι η μόνη δυνατότητα να αλλάξει η ζωή προς το καλύτερο.
Το Squid Game είναι το απόλυτο αδιέξοδο που επιφυλάσσει ο καπιταλισμός σε καταχρεωμένους και εξαθλιωμένους πολίτες που ζουν από τύχη. Καμία διαφυγή, κανένα όραμα, καμία συλλογικότητα. Ακόμα και όταν συνεργάζονται οι άνθρωποι, στη σειρά, παραμένουν αντίπαλοι και απελπιστικά μόνοι. Η μοναξιά είναι το άλλο στοιχείο που κατακλύζει τη σειρά. Η μονάδα και όχι το σύνολο. Θα μπορούσε να εκληφθεί και ως μια βίαιη, συχνά σπλάτερ παρωδία ευτελών παιχνιδιών ριάλιτι, όπου οι παίκτες επιλέγουν να συνθλίβουν την προσωπικότητά τους και συχνά να υπόκεινται σε αναξιοπρεπείς δοκιμασίες έναντι ενός χρηματικού επάθλου.

Το πρωτογενές μήνυμα

Μόνο που εδώ ο ενορχηστρωτής, ο δημιουργός, είναι ο πλούσιος και ο μόνιμα διαγωνιζόμενος ο φτωχός. Υπό την οπτική αυτή των κοινωνικών αντιθέσεων, στο V for Vendetta υπήρχε η εξέγερση. Στο Joker η συντριβή του ανθρώπου που εναντιώνεται σε ένα ανθρωποφάγο σύστημα. Στο Squid Game δεν υπάρχει καν η εναντίωση, τουλάχιστον στο πρώτο μέρος της σειράς. Υπάρχει εθελούσια συμμετοχή και θυσία στον βωμό του χρήματος. Κοινωνίες που αυτοκτονούν μπροστά στα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα. Άνθρωποι που θυσιάζονται για «πλάκα», για τη διασκέδαση των λίγων και εκλεκτών που απολαμβάνουν.

Το «Παιχνίδι του καλαμαριού» και η φρενίτιδα που δημιούργησε

Το διαδεδομένο νοτιοκορεάτικο παιδικό παιχνίδι που κατέκτησε την κορυφή του Netflix

Με 144 εκατομμύρια θεάσεις μέσα σε σχεδόν έναν μήνα στο Netflix, τo Squid Game έγινε η δημοφιλέστερη σειρά στην ιστορία του Netflix και κατάφερε να ξεπεράσει τη σειρά εποχής Bridgerton, που μέχρι πρότινος είχε τα σκήπτρα με 82 εκατομμύρια θεατές τον πρώτο μήνα. Το Squid Game καταλαμβάνει την πρώτη θέση στις 10 πρώτες λίστες της πλατφόρμας σε 94 χώρες σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με το The Independent, ενώ είναι η πρώτη κορεατική σειρά του Netflix που έγινε η πιο δημοφιλής στις ΗΠΑ.

Ένα πραγματικό παιχνίδι

Το «Παιχνίδι του καλαμαριού» ήταν ένα διαδεδομένο ομαδικό παιχνίδι που έπαιζε ως παιδί ο σκηνοθέτης και αποτελείται από δύο ομάδες. Η ομάδα που επιτίθεται προσπαθεί να καταλάβει μια περιοχή σε σχήμα καλαμαριού, ενώ η αμυνόμενη ομάδα προσπαθεί να τους σταματήσει. “Ήταν πολύ απαιτητικό σωματικά και έτσι κάθε φορά που παίζαμε κάποιος τραυματιζόταν, σκίζονταν τα ρούχα του ή έκλαιγε” εξήγησε ο Ηwang. “Ήταν πάντα το τελευταίο παιχνίδι της ημέρας”. Η ιδέα της σειράς προέκυψε όταν αναρωτήθηκε πώς θα ήταν αν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω και να ξαναπαίξουμε τα παιχνίδια που παίζαμε παιδιά.
Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί μια σειρά με τεράστια απήχηση και φανατικό κοινό. Δεκάδες video κυκλοφορούν στα σόσιαλ μίντια, πολλαπλά δημοσιεύματα στα διεθνή μέσα, ενώ παράλληλα κυκλοφορούν πολλές θεωρίες για διάφορα στοιχεία της πλοκής του παιχνιδιού που τρέφουν την περιέργεια του κοινού, όπως γιατί ο πρωταγωνιστής στο τέλος βάφει τα μαλλιά του ροζ ή πώς αποφασίζεται η συμμετοχή στο παιχνίδι και τι ρόλο παίζουν οι πράσινες και κόκκινες κάρτες, ποιες είναι οι επιρροές του δημιουργού. Ο ίδιος ο δημιουργός της σειράς διαψεύδει όλες αυτές τις θεωρίες.

Ένα κομμένο σενάριο

Έμπνευσή του ήταν οι προσωπικές εμπειρίες του καθώς και τα ιαπωνικά κόμικς (manga) όπως το Battle Royale, το Liar Game: Reborn και το Gambling Apocalypse: Kaiji και εκνευρίζεται με τις κατηγορίες ότι έχει αντιγράψει το Black Mirror ή το Hunger Games, γιατί, όπως αποκαλύπτει ο Ηwang, το σενάριο είχε απορριφθεί από τις εταιρείες παραγωγής δέκα χρόνια πριν το πάρει το Netflix.
Η πραγματικότητα τους διέψευσε, αφού το κοινό αδημονεί για τη συνέχεια της σειράς και, παρότι ο σκηνοθέτης δηλώνει ταλαιπωρημένος από τη μεγάλη ένταση που υπήρξε στα γυρίσματα (έχασε έξι δόντια κατά τη διάρκειά τους), αν υπάρξει συνέχεια, αυτή θα διερευνά τον ρόλο της κορεάτικης αστυνομίας, καθώς, όπως είπε, είναι ένα θέμα που αφορά όλο τον κόσμο και θα ήθελε να το αναδείξει με αφετηρία τον χαρακτήρα του «αστυνομικού» που υπάρχει στη σειρά.
Ωστόσο δεν λείπουν και οι ανησυχίες εξαιτίας της μεγάλης διάδοσης της σειράς σε νεαρές ηλικίες, παρ’ όλο που απαγορεύεται για άτομα κάτω των 16 ετών. Γονείς ανησυχούν για τη μεγάλη απήχηση της σειράς στη νεολαία, με μητέρες στο Παρίσι να διαμαρτύρονται γιατί παιδιά προεφηβικής ηλικίας παίζουν το παιχνίδι στις παιδικές χαρές.
Επιπλέον επιτήδειοι σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τη δημοφιλία της σειράς και διαφημίζουν μέσω των σόσιαλ μίντια ότι έχουν στήσει παρόμοιες δοκιμασίες σε κρυφές τοποθεσίες στην Αττική, ζητώντας από εφήβους να συμμετάσχουν έναντι υψηλού αντιτίμου. Τέλος, κάποιοι επέλεξαν πιο νόμιμους και γευστικούς τρόπους για να κερδίσουν από τη νέα μόδα. Ζαχαροπλαστείο στη Θεσσαλονίκη φτιάχνει μπισκοτάκια εμπνευσμένα από τη σειρά και δεν προλαβαίνει να ξεφουρνίζει…

Μια ιστορία για τους χαμένους

“Ήθελα να γράψω μια ιστορία που να είναι μια αλληγορία ή ένας μύθος για τη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, κάτι που να απεικονίζει έναν ακραίο ανταγωνισμό, κάπως σαν τον ακραίο ανταγωνισμό της ζωής» θα πει ο σκηνοθέτης, Hwang Dong-hyuk Hwang στο Variety, ενώ σε δηλώσεις του εξηγεί ότι πρόκειται για «μια ιστορία για τους χαμένους», αυτούς που αγωνίζονται μέσα από τις προκλήσεις της καθημερινής ζωής και μένουν πίσω, ενώ οι “νικητές ανεβαίνουν επίπεδο” (CNN).
Παράλληλα, συμπληρώνει, είναι και μια προσωπική ιστορία, γιατί οι δύο βασικοί χαρακτήρες, ο Seong Gi-hun και ο Cho Sang-woo, έχουν πάρει τα ονόματά τους από παλιούς του φίλους, που ο ίδιος τους αποκαλεί “εσωτερικούς του κλώνους”. “Αντιπροσωπεύουν τις δύο πλευρές του εαυτού μου”, αναφέρει χαρακτηριστικά. “Όπως και ο Gi-hun, μεγάλωσα με μια ανύπαντρη μητέρα σε ένα οικονομικά προβληματικό περιβάλλον στο Ssangmun-dong” και, όπως ο συμπρωταγωνιστής Sang-woo, πήγε στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σεούλ, με ολόκληρη τη γειτονιά του να τον επαινεί γι’ αυτό έχοντας υψηλές προσδοκίες.
Το Squid game είναι μία από τις πολλές νοτιοκορεατικές σειρές που εμπνέονται από την οικονομική δυσπραγία, ενώ πολλοί παραλληλίζουν τον τρόπο που προσεγγίζει την κοινωνική ανισότητα και τις κοινωνικές τάξεις με τη βραβευμένη με Όσκαρ ταινία Παράσιτα του Bong Joon-ho, όπου και εκεί παρουσιάζεται η σκοτεινή πλευρά της οικονομικής επιτυχίας της Νότιας Κορέας.
Ωστόσο, η σειρά, πέρα από τη γοητεία που ασκεί στο παγκόσμιο κοινό, έχει χτυπήσει ευαίσθητα νεύρα στην ίδια τη Ν. Κορέα, όπου υπάρχει αυξανόμενη δυσαρέσκεια για την εκτίναξη του προσωπικού χρέους, την παρακμή της αγοράς εργασίας και τις έντονες εισοδηματικές ανισότητες, που επιδεινώθηκαν από τις οικονομικές κρίσεις των δύο τελευταίων δεκαετιών.

Αντανάκλαση των ταξικών αντιθέσεων

Στη δυστοπική φρίκη τού Squid game, ο πρωταγωνιστής Seong Gi-hun είναι ένας απολυμένος εργάτης αυτοκινητοβιομηχανίας που η οικογένειά του διαλύθηκε και αγωνίζεται να επιβιώσει ύστερα από διαρκείς επαγγελματικές αποτυχίες και προβλήματα τζόγου. Η σειρά αντανακλά τα σοβαρά προβλήματα που παρουσιάζονται σε μία από τις πλουσιότερες οικονομίες της Ασίας, όπως η Ν. Κορέα.
Χιλιάδες άνθρωποι, όπως ο πρωταγωνιστής τού Squid game, έχασαν τη δουλειά τους σε μία μέρα όταν, το 2009, η αυτοκινητοβιομηχανία Ssangyong κήρυξε πτώχευση και απέλυσε τους υπαλλήλους της οδηγώντας τους στην ανέχεια. Αντίστοιχα, στο Squid game οι “παίκτες” προσπαθούν να επιβιώσουν μετά την απόλυσή τους κάνοντας δουλειές του ποδαριού, αντιμετωπίζοντας προβλήματα εξάρτησης από το αλκοόλ ή τον τζόγο, με ένα σύστημα Υγείας που απευθύνεται σε ευκατάστατους πολίτες…
Εκατοντάδες απολυμένοι εργαζόμενοι είχαν καταλάβει για εβδομάδες εργοστάσιο της Ssangyong θέλοντας να διαμαρτυρηθούν για τις απολύσεις που ακολούθησαν την πτώχευση της αυτοκινητοβιομηχανίας. Τα ΜΑΤ επιτέθηκαν βίαια στους εργαζόμενους και διέλυσαν την κατάληψη με κλομπ, ασπίδες, κανόνια νερού, ενώ πετούσαν και υγροποιημένα δακρυγόνα από ελικόπτερο. Αυτή η βίαιη αντιπαράθεση αποτυπώνεται και στο “Παιχνίδι του καλαμαριού”.

Η σκοτεινή πλευρά της Ν. Κορέας

Η ταχεία ανοικοδόμηση της Νότιας Κορέας από την καταστροφή του Κορεατικού Πολέμου το 1950-1953 ήταν θεαματική – από την ανάδειξη της Samsung σε παγκόσμιο τεχνολογικό γίγαντα μέχρι την τεράστια δημοτικότητα της K-pop και του κινηματογράφου, που επεκτείνεται πέρα από την Ασία. Ωστόσο, εκατομμύρια Νοτιοκορεάτες παλεύουν τώρα με τη σκοτεινή πλευρά αυτής της οικονομικής ανόδου και τις έντονες ταξικές ανισότητες που έχουν δημιουργηθεί.
Μια έκθεση του 2016 από ιατρικούς ερευνητές του Πανεπιστημίου της Κορέας αναφέρει ότι τουλάχιστον 28 απολυμένοι εργαζόμενοι της συγκεκριμένης αυτοκινητοβιομηχανίας ή συγγενείς τους βρήκαν τον θάνατο από αυτοκτονία ή σοβαρά προβλήματα υγείας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με διαταραχή μετατραυματικού στρες (AP).

Κατερίνα Μπρέγιαννη

Πηγή: Η Αυγή