Macro

André Vitalis: Το πανταχού παρόν βλέμμα της βιντεοεπιτήρησης

Τα πρώτα συστήματα βιντεοεπιτήρησης εγκαταστάθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 για να βοηθήσουν στη ρύθμιση της οδικής κυκλοφορίας και για να συμβάλουν στην καταπολέμηση των κλοπών στις τράπεζες και τα καταστήματα πολυτελείας. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, τα συστήματα αυτά πολλαπλασιάστηκαν στις μαζικές μεταφορές, τα εμπορικά καταστήματα, τους χώρους εργασίας και αναψυχής και γύρω από τα δημόσια κτίρια. Ένα βήμα ακόμη για την τυποποίησή τους έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν τοποθετήθηκαν κάμερες στους δημόσιους δρόμους, τα στάδια και σε μικρότερες οδούς ορισμένων πόλεων.
Αυτή η νέα μορφή επιτήρησης προκάλεσε εξαρχής τη δυσπιστία. Στο τέλος της δεκαετίας του 1980 στη Γαλλία, η Εθνική Επιτροπή για την Πληροφορική και τις Ελευθερίες (CNIL) διατύπωσε τις πρώτες προστατευτικές διατάξεις. Tο κοινό όμως αποδέχθηκε αυτή την τεχνολογία επιτήρησης, θεωρώντας την ως μέσο στον αγώνα κατά της εγκληματικότητας. Ωστόσο, μια έρευνα που έγινε το 1996 αποκαλύπτει ότι η κοινωνική αποδοχή ποικίλλει ανάλογα με τις εφαρμογές. Μόνο το 9% θεωρεί τις κάμερες στους χώρους στάθμευσης και τα καταστήματα προσβολή στην ιδιωτική ζωή, ενώ αντίθετα το 51% πιστεύει ότι η μετάδοση εικόνας που έχει ληφθεί σε δημόσιο χώρο, εν αγνοία του ενδιαφερόμενου, αποτελεί «σοβαρή προσβολή».
Οι κάμερες τελειοποιούνται συνεχώς: ορισμένες μπορούν να επιτηρούν ένα οπτικό πεδίο 360ο. Άλλες είναι εφοδιασμένες με μεγεθυντικό φακό και μπορούν να διαβάσουν τις τιμές που πληκτρολογεί μια υπάλληλος στο ταμείο ή μια πινακίδα κυκλοφορίας σε απόσταση 300 μέτρων. Κάποιες άλλες, οι λεγόμενες «έξυπνες», διαθέτουν ανιχνευτές που σημαίνουν συναγερμό σε περίπτωση κάποιου συμβάντος. Η μετάδοση εικόνων με το ευρύτερο τηλεφωνικό δίκτυο θα επιτρέπει να βλέπει κανείς και να ακούει χωρίς σύνορα, σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Ο σκοπός της βιντεοεπιτήρησης έχει τέτοιο χαρακτήρα που της προσδίδει μια ισχυρή νομιμοποίηση. Η ασφάλεια είναι πράγματι από τα πρωταρχικά ανθρώπινα δικαιώματα. Και οι επιθέσεις σε περιουσίες και σε πρόσωπα αυξήθηκαν στην Ευρώπη, μολονότι τα εγκλήματα παραμένουν σπάνια. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, στο διάστημα 1963-1991, οι κλοπές με χρήση βίας πολλαπλασιάστηκαν επί 23 και οι διαρρήξεις επί 8. Ενώ η αστυνομία μπορούσε να εξιχνιάσει τις μισές από τις υποθέσεις κλοπής το 1950, ο αριθμός αυτός μειώθηκε στο 12,5% το 1993.
Γι’ αυτό το λόγο, στη δεκαετία του 1970 εμφανίστηκε το αίτημα της ασφάλειας εκ του σύνεγγυς, στην οποία η παραδοσιακή αστυνομία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Η λύση αναζητήθηκε αλλού, με την προσφυγή σε ιδιωτικές ή δημοτικές υπηρεσίες ασφαλείας και σε τεχνολογίες όπως η βιντεοεπιτήρηση.
Οι αριθμοί δείχνουν ότι η βιντεοεπιτήρηση βελτιώνει, ορισμένες φορές, την ασφάλεια. Έτσι, στις τράπεζες (το 90% των καταστημάτων διαθέτουν κάμερες) το 50% των ληστών πλέον αναγνωρίζονται και συλλαμβάνονται στα δύο χρόνια που ακολουθούν την επίθεση. Στο παρισινό μετρό, το 83% των περιστατικών ανιχνεύονται χάρη στο βίντεο και ο αριθμός των συλλήψεων αυξήθηκε κατά 36%. Οι υπεύθυνοι των μεγάλων καταστημάτων διαπιστώνουν επίσης ότι, χάρη σε αυτή την τεχνική, οι μικροκλοπές μειώθηκαν κατά τα δύο τρίτα.
Μερικές φορές, ωστόσο, η τεχνο-ασφάλεια μετατοπίζει απλώς την εγκληματικότητα, αφού οι κακοποιοί συνεχίζουν τη δραστηριότητά τους εκεί όπου δεν υπάρχουν κάμερες. Έτσι, στο Μονακό, μια πόλη που ελέγχεται από πάνω από εξήντα κάμερες εφοδιασμένες με μεγεθυντικό φακό, ο μέσος όρος εγκληματικότητας είναι μόλις 44 εγκλήματα και πλημμελήματα ανά 1.000 κατοίκους, αλλά στο γειτονικό νομό των Μεσογειακών Άλπεων ανεβαίνει στα 130 ανά 1.000 κατοίκους (ο μέσος όρος για τη Γαλλία είναι 90 ανά 1.000 κατοίκους).
Οι κάμερες δεν προσφέρουν πάντοτε την αναμενόμενη αποτελεσματικότητα. Το Λεβαλουά-Περέ, στα παρισινά προάστια, είναι από τις καλύτερα βιντεοεπιτηρούμενες πόλεις της Γαλλίας, με δρόμους που ελέγχονται από 86 κάμερες. Σ’ αυτή την πόλη η εγκληματικότητα αυξήθηκε το 1996 με έντονη αύξηση των κλοπών.
Από τη στιγμή που εγκαθίσταται, ένας μηχανισμός βιντεοεπιτήρησης αποτελεί πια έναν εξοπλισμό του οποίου ο σκοπός μπορεί να αλλάξει. Τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα αφορούν τον πολιτικό έλεγχο που εξασφάλισαν οι κάμερες που είχαν τοποθετηθεί στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου τον Ιούνιο του 1989, όταν χρησιμοποιήθηκαν για την αναγνώριση και τη σύλληψη πολλών διαδηλωτών.
Διαπιστώνουμε έτσι ότι οι κάμερες που έχουν τοποθετηθεί σε ένα μεγάλο εμπορικό χώρο, για να υπάρχει παρέμβαση σε περιπτώσεις κλοπής, χρησιμοποιούνται για την επιτήρηση του προσωπικού… Το όργανο μετατρέπεται σε εργαλείο ελέγχου της εργασίας και της παραγωγικότητας, όπως δείχνουν οι πολυάριθμες περιπτώσεις απολύσεων που φτάνουν στα δικαστήρια και στις οποίες το ηλεκτρονικό μάτι χρησιμοποιείται ως μάρτυρας κατηγορίας. Η κάμερα μπορεί ακόμη να χρησιμεύσει στη διερεύνηση της συμπεριφοράς των καταναλωτών. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την καλύτερη παρατήρηση της μιας ή της άλλης συμπεριφοράς του αγοραστή. Η ανάλυση των πιο ασήμαντων γεγονότων και χειρονομιών επιτρέπει να τελειοποιείται η σωστή τοποθέτηση των προϊόντων και να διαμορφώνεται η πιο αποτελεσματική «διαδρομή» του πελάτη για την αύξηση των αγορών.
Στην αντίθετη περίπτωση, η καταγραφή των ατόμων που διαπράττουν κλοπές μπορεί να τροφοδοτεί συνεχώς, μέσω φωτογραφιών, ένα αρχείο υπόπτων ή υποτρόπων. Σήμερα διεξάγονται έρευνες για να τελειοποιηθούν τα λογισμικά συστήματα των ηλεκτρονικών υπολογιστών για τον αυτόματο εντοπισμό του προσώπου ενός καταζητούμενου ατόμου στις ταινίες βίντεο, όπου έχουν καταγραφεί σκηνές με πολλά πρόσωπα.
Η τελειοποίηση του λογισμικού των συστημάτων επιτήρησης επιτρέπει μια κατά κάποιον τρόπο «αντικειμενική» παρακολούθηση, επικεντρωμένη στον εντοπισμό μιας μη ομαλής συμπεριφοράς, ενός ασυνήθιστου τρόπου ντυσίματος ή μιας ιδιαίτερης εθνικής καταγωγής. Αντίθετα από τον άνθρωπο εικονολήπτη, η μηχανή πραγματοποιεί μια αυτόματη καταγραφή στο πεδίο όπου λειτουργεί. Οι λαθεμένες ερμηνείες των εικόνων της μπορούν να έχουν φοβερές συνέπειες.
Μια σειρά έρευνες, που αφορούν πολλούς μηχανισμούς τοποθετημένους σε δημόσιους χώρους στη Γαλλία και οι οποίες δημοσιεύτηκαν το 1995, προτείνουν τη διάκριση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές μορφές βιντεοεπιτήρησης: η πρώτη, της πρόληψης, επιδιώκει να θεσπίσει μια σχέση που παροτρύνει το άτομο να υιοθετήσει την απαιτούμενη συμπεριφορά, η δεύτερη, της καταστολής, αρκείται να παρεμβαίνει σε περίπτωση ανεπιθύμητης συμπεριφοράς.
Η πρώτη προεκτείνει τις παλιές πειθαρχίες. Για περισσότερο από τρεις αιώνες, η αυτοκυριαρχία και η αυτοπειθαρχία συνέβαλαν στην εξημέρωση των ηθών και των συμπεριφορών. Ο Νόρμπερτ Ελίας έδειξε με ποιο τρόπο η διαμόρφωση μιας κοινωνίας της «Αυλής», κατά το 17ο και το 18ο αιώνα, απέκλεισε τις βίαιες συγκρούσεις και συνέβαλε στην εξάπλωση στο σύνολο της κοινωνίας νέων κανόνων συμπεριφοράς, βασισμένων στον αυτοέλεγχο και την αυτοσυγκράτηση.
Για τον Μισέλ Φουκό, οι πανοπτικοί και πειθαρχικοί μηχανισμοί δημιούργησαν από τα τέλη του 18ου αιώνα το προσαρμοσμένο άτομο. Αυτό το άτομο έγινε υπάκουο και χρήσιμο χάρη στον εγκλεισμό του σε κλειστούς χώρους (σχολείο, στρατόπεδο, εργοστάσιο, νοσοκομείο, φυλακή) και σε ένα «σημάδεμα» του σώματος. Έγκλειστο πια, το επιτηρούμενο άτομο κάνει δικούς του τους καταναγκασμούς της εξουσίας.
Στη δεκαετία του 1950, οι παλιές πειθαρχίες έχασαν την αποτελεσματικότητά τους. Η νεωτερικότητα δημιούργησε αυτό που ο ανθρωπολόγος Μαρκ Οζέ ονομάζει «μη χώρους», όπως τα αεροδρόμια ή τα μεγάλα εμπορικά κέντρα, όπου δεν εκφράζονται παρά αποσπασματικές και ανώνυμες ταυτότητες. Σε αυτό το πλαίσιο, το βίντεο επιχειρεί να εκσυγχρονίσει τους πανοπτικούς μηχανισμούς. Η γενική λειτουργία τού να είναι κανείς ορατός, χωρίς να βλέπει ποτέ, που ίσχυε μέχρι τώρα σε κλειστούς χώρους, θα εφαρμοστεί και σε ανοιχτούς όπου συχνάζουν συνεχώς κινούμενα άτομα.
«Όταν αισθάνεται κανείς επιτηρούμενος από κάμερες», παρατηρεί ο Πολ Βιρίλιο, «έστω κι αν δεν υπάρχει κανείς στο θάλαμο ελέγχου, είναι εξαρτημένος και υπάρχει ένα είδος διοίκησης. Η βιντεοεπιτήρηση είναι μια διοίκηση συμπεριφορών. Ενώ αποθαρρύνει τους κακοποιούς, ταυτόχρονα τροποποιεί τις συμπεριφορές όλων». Το σημαντικό είναι να γνωρίζει ο βιντεοεπιτηρούμενος ότι αποτελεί αντικείμενο επιτήρησης. Αυτή η γνώση παράγει την πειθαρχική σχέση και οδηγεί το άτομο να υιοθετήσει τη διαγωγή που περιμένουν από αυτό. Η αποτελεσματικότητα του πανοπτικού σχήματος προέρχεται από τη σχέση «να σε βλέπουν χωρίς ποτέ να βλέπεις».
Γι’ αυτό η μορφή αυτή της τεχνο-ασφαλείας είναι εξαιρετικά εμφανής και παρουσιάζεται με απόλυτη σαφήνεια με μια πληροφορία του τύπου: «Χαμογελάστε, σας κινηματογραφούν». Ορισμένες μέθοδοι επιτρέπουν μερικές φορές στο άτομο να παίξει το διπλό ρόλο του επιτηρούμενου και του επιτηρούντος.
Για παράδειγμα, ορισμένα συστήματα που δοκιμάζονται τώρα σε συγκροτήματα πολυκατοικιών δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε κάτοικο να παρακολουθεί, στον δέκτη του, το πηγαινέλα των προσώπων που βρίσκονται στους κοινόχρηστους χώρους.
Η δεύτερη μορφή βιντεοεπιτήρησης εισάγει ένα νέο τύπο ελέγχου. Μέσω ενός μηχανισμού αφηρημένου, απόμακρου, αποπροσωποποιημένου, αυτόματου, γραφειοκρατικού και σε μεγάλο βαθμό αθέατου και ακατανόητου, η μηχανή δημιουργεί πληροφορίες και μπορεί εξίσου να προκαλέσει πράξεις…
Ο έλεγχος εκφράζεται μάλλον από τη χειραγώγηση παρά από τον καταναγκασμό, από αθέατα νήματα που τα χειρίζονται από μακριά. Το επιτηρούμενο υποκείμενο περιορίζεται να είναι απλώς ένα αντικείμενο πληροφοριών. Μετά τα πολυάριθμα στοιχεία αρχείου που έχουν συγκεντρωθεί για το άτομο και τα ηλεκτρονικά ίχνη που αφήνει, οι βιντεοκάμερες έρχονται να εμπλουτίσουν τη διαφάνεια αυτού του ατόμου με ένα ιστορικό, με βάση την εικόνα του. Το επιτηρούμενο πρόσωπο αγνοεί τις διαδικασίες και τους χειρισμούς που πραγματοποιούνται πίσω από την πλάτη του.
Με δεδομένη την απουσία αρχών που να διέπουν τη βιντεοεπιτήρηση, οι παρεκκλίσεις που πλήττουν τις ελευθερίες πολλαπλασιάστηκαν. Η φροντίδα για την ασφάλεια δεν υπολογίζει και πολύ μια ουσιαστική ελευθερία: του να πηγαίνει και να έρχεται κάποιος ελεύθερα σε έναν δημόσιο χώρο χωρίς να τον παρακολουθούν. Το 1990, ένας Γάλλος διοικητικός δικαστής ακύρωσε την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου μιας πόλης που είχε εγκρίνει τη δημιουργία ενός συστήματος βιντεοεπιτήρησης. Ο δικαστής έκρινε ότι η γενικευμένη εγκατάσταση και η συνεχής λειτουργία μηχανισμών βιντεοεπιτήρησης προσβάλλουν σοβαρά τις ατομικές ελευθερίες, και προπαντός το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και στην εικόνα του ατόμου, και η προσβολή αυτή δεν δικαιολογείται από κάποια δικαστική απόφαση ούτε από τις ανάγκες της δημόσιας τάξης ή την επακριβή διαπίστωση παραβιάσεων του κώδικα οδικής κυκλοφορίας ή της βλάβης σε αγαθά ή πρόσωπα.
Καθώς οι ελευθερίες είναι δεδομένες σε μια δημοκρατία, η προσβολή αυτών των ελευθεριών που συνιστά η λήψη εικόνων πρέπει να είναι ανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Αν η προσβολή δικαιολογείται σε ορισμένους ανασφαλείς χώρους, δεν δικαιολογείται σε όλες τις περιπτώσεις. Σε ένα τεχνικό κολέγιο στο Βέλγιο, κυνηγούν τους καπνιστές μέχρι τις τουαλέτες, τοποθετώντας εκεί κάμερες για να τους ελέγχουν καλύτερα. Σε ορισμένα μεγάλα καταστήματα επιτηρούν τα δοκιμαστήρια με κρυμμένες κάμερες για να μειώσουν τις κλοπές των ειδών ένδυσης. Παρατηρήθηκε ακόμη ότι κάμερες που έχουν τοποθετηθεί σε δημόσιους δρόμους, ή γύρω από ένα μεγάλο κατάστημα για να επιτηρούνται οι προσβάσεις του, μπορούν να καταγράψουν εικόνες του εσωτερικού των γειτονικών κατοικιών.

Αναγκαία η προστασία των δεδομένων

Η Εθνική Επιτροπή για την Πληροφορική και τις Ελευθερίες (CNIL) έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στην αντιμετώπιση των κινδύνων για τις ατομικές ελευθερίες. Έχοντας συνείδηση των κινδύνων που προκαλεί αυτή η κατάσταση, έκανε μια προσπάθεια προσαρμογής των κανόνων για την προστασία των προσωπικών δεδομένων που περιλαμβάνονται στη Σύμβαση του 1981 του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αυτή η προσπάθεια αφορούσε τα συστήματα που έχουν τοποθετηθεί σε δημόσιους χώρους ή σε χώρους ανοιχτούς στο κοινό. Η ευρωπαϊκή οδηγία για την προστασία των δεδομένων, που υιοθετήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 1995, θεωρεί ότι η εικόνα και ο ήχος των ατόμων αποτελούν στο εξής προσωπικά δεδομένα ισότιμα με τα γραπτά δεδομένα.
Η Εθνική Επιτροπή (CNIL) δημοσίευσε, τον Ιούνιο του 1994, μια σύσταση με την οποία ζητάει να ενημερώνεται το κοινό για την ύπαρξη συστημάτων, το οπτικό πεδίο των μηχανών λήψης να μην υπερβαίνει τον επιτηρούμενο χώρο, να καταστρέφονται οι εικόνες σε σχετικά σύντομο διάστημα (εκτός αν υπάρχει δικαστική διαδικασία) και να ενημερώνονται τα άτομα για τους όρους του δικαιώματος πρόσβασης στα νέα αυτά δεδομένα.
Ορισμένοι κανόνες εφαρμόζονται με δυσκολία. Η άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης συγκρούεται με την ανάγκη για προστασία της εικόνας των τρίτων, όταν η εικόνα του προσώπου που θέλει να ασκήσει το δικαίωμα αυτό έχει ληφθεί μέσα σε μια ομάδα προσώπων. Κατά τον ίδιο τρόπο, η άσκηση του δικαιώματος άρνησης είναι αδύνατη μπροστά σε μια μηχανή που δεν ζητάει ποτέ την άδεια να κινηματογραφήσει.
Η ευρωπαϊκή οδηγία του Οκτωβρίου 1995 εκτιμά ότι τα προσωπικά δεδομένα πρέπει να καλύπτονται από τις ίδιες εγγυήσεις. Προβλέπει ότι οι αρχές της εκ των προτέρων ενημέρωσης των προσώπων, της ασφαλείας των δεδομένων, της ισότιμης μεταχείρισης ή του περιορισμού της διάρκειας διατήρησης των δεδομένων, εφαρμόζονται σε όλες τις διαφορετικές μορφές που μπορεί να πάρει η πληροφορία που αναφέρεται σ’ ένα άτομο.
Στη Γαλλία, ένας νόμος του Ιανουαρίου 1995 σχετικός με την ασφάλεια ρυθμίζει την τοποθέτηση της βιντεοεπιτήρησης σε δημόσιους χώρους ή χώρους ανοιχτούς στο κοινό. Η εγκατάσταση συστημάτων πρέπει να εφαρμόζεται σε χώρους «ιδιαίτερα εκτεθειμένους σε επιθέσεις και κλοπές». Η εγκατάσταση υπόκειται στην έγκριση του νομάρχη, μετά από γνωμοδότηση νομαρχιακής επιτροπής στην οποία προεδρεύει δικαστής. Πολλές κλασικές αρχές προστασίας των δεδομένων επαναλαμβάνονται στο νόμο, όπως η ανάγκη για μια «καθαρή και διαρκή» πληροφόρηση του κοινού, ο περιορισμός σε έναν μήνα της διατήρησης των εγγραφών (εκτός αν γίνεται δικαστική έρευνα) και η αναγνώριση του δικαιώματος πρόσβασης για τα πρόσωπα που έχουν κινηματογραφηθεί.
Στο συμβιβασμό που θα γίνει ανάμεσα στην ασφάλεια και τις ελευθερίες, ο σεβασμός των ελευθεριών του βιντεοεπιτηρούμενου ατόμου πρέπει να διασφαλίζεται απόλυτα.

Ο André Vitalis είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Michel de Montaigne (Bordeaux-III). Από το 1996 ως το 2005 διετέλεσε διευθυντής του Κέντρου Σπουδών των ΜΜΕ.