Macro

Κύρκος Δοξιάδης: Η πολιτική του ψεύτη βοσκού

Σοφό το δίδαγμα του πασίγνωστου αισώπειου μύθου με τον ψεύτη βοσκό που φώναζε «Λύκος!». Αμα οι άλλοι αποκομίζουν την εντύπωση ότι γενικά λες ψέματα, κάποια φορά που λες αλήθεια δεν σε πιστεύουν. Με γλαφυρό τρόπο, ο μύθος επισημαίνει το ρεαλιστικό όφελος της ειλικρίνειας. Οτι δηλαδή η ειλικρίνεια δεν αποτελεί απλώς μια αφηρημένη ηθική αυταξία, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να θεωρούμαστε αξιόπιστοι.
Πώς μεταφέρεται το δίδαγμα του μύθου με τον ψεύτη βοσκό στη σφαίρα της πολιτικής; Ας μη βιαστούμε να πούμε ότι στην πολιτική εν γένει επικρατούν τα ψεύδη και η υποκρισία, άρα ότι δεν τίθεται στα σοβαρά ούτως ή άλλως το ζήτημα της ειλικρίνειας και της αλήθειας. Στην πολιτική υπάρχει ζήτημα αλήθειας. Ωστόσο τίθεται με άλλους όρους από εκείνους της απλής καθημερινότητας ή διαφορετικών τομέων της κοινωνικής ζωής.
Οσον αφορά τις ευρύτερες κοινωνικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, των οποίων η πολιτική διαμάχη αποτελεί συμπύκνωση, είναι εμφανές ότι υπάρχουν διαφορετικοί κανόνες με τους οποίους η κάθε πλευρά διακρίνει το αληθές από το ψευδές. Εύκολο παράδειγμα: αληθινά δημοκρατικό για τον νεοφιλελευθερισμό είναι ό,τι ενισχύει την «ελεύθερη αγορά», ενώ για την Αριστερά τούτη η έννοια της δημοκρατίας είναι απολύτως ψευδής. Σε καταστάσεις βαθιάς κοινωνικο-πολιτικής πόλωσης, το αληθές ακόμη και για απλούστατα πράγματα ορίζεται κατά τρόπο ριζικά διαφορετικό από κάθε πλευρά. Κατά τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, η θεωρία των δυο άκρων που προπαγάνδιζε η μνημονιακή πλευρά έκρινε ως αληθή την εξομοίωση του να πετάς μπινελίκια σ’ έναν πολιτικό με το να μαχαιρώνεις Πακιστανούς.
Υπάρχουν όμως στην πολιτική κάποιοι τομείς όπου, τουλάχιστον σε ένα πρώτο επίπεδο προσέγγισης, ισχύουν κάποιοι κοινά αποδεκτοί κανόνες αλήθειας, που δεν επηρεάζονται άμεσα από ταξικούς ή άλλους όρους κοινωνικής αντιπαράθεσης. Ιδίως την εποχή της κλιματικής κρίσης και των ακραίων καιρικών φαινομένων, αλλά ακόμη περισσότερο με την πανδημία και την αντιμετώπισή της, προκύπτουν επείγοντα ζητήματα μέριμνας για την προστασία της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, της περιουσίας και της ζωής του πληθυσμού, που απαιτούν σωστές επιλογές, αποφάσεις και ενέργειες από την πολιτική ηγεσία, επί τη βάσει μιας λίγο-πολύ επιστημονικά τεκμηριωμένης πρακτικής ορθολογικότητας.
Χωρίς αυτό από μόνο του να σημαίνει ούτε στο ελάχιστο ότι παραμελούνται οι ταξικές διαμάχες και οι λοιπές καίριες κοινωνικο-πολιτικές αντιθέσεις (ρατσισμός/αντιρατσισμός, αυταρχισμός/δημοκρατία κοκ), υπάρχουν κατά συνέπεια περιπτώσεις όπου, «ιδανικά», θα μπορούσε να επιτευχθεί διαπαραταξιακή, ακόμη και διαταξική συμφωνία ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης κρίσιμων προβλημάτων. Περιπτώσεις δηλαδή όπου, «ιδανικά», η –επιστημονική και πρακτική– αλήθεια της Αριστεράς θα συνέπιπτε με εκείνην της Δεξιάς και αντιστρόφως.
«Ιδανικά». Μια τέτοια κατάσταση –απολύτως συγκυριακής και περιστασιακής, έστω– συναίνεσης, τουλάχιστον στην Ελλάδα, δεν ισχύει. Μια πρώτη απάντηση για τους λόγους που δεν ισχύει θα λάμβανε υπ’ όψη τις αναπόφευκτες συνέπειες μιας πολυετούς σκληρής κοινωνικο-πολιτικής διαμάχης, με ρίζες στον εμφύλιο και με ιδιαίτερη αναζωπύρωση κατά την τελευταία δεκαετία, που αναμενόμενο είναι να συμπαρασύρει αμφότερες τις πλευρές σε μια συνθήκη ανυπέρβλητης ασυνεννοησίας.
Ας γίνουμε όμως λίγο πιο συγκεκριμένοι. Δυστυχώς ή ευτυχώς –στην προκειμένη περίπτωση μάλλον δυστυχώς, θα έλεγα–, το οργανωτικό επίπεδο της πολιτικής, ήτοι τα πολιτικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές παρατάξεις, αλλά ιδίως τα πρώτα, έχουν τη δική τους αυτοτέλεια έναντι ιδεολογικών θέσεων και ταξικών τοποθετήσεων. Που σημαίνει ότι η εν λόγω ασυνεννοησία δεν προκύπτει από τις ευρύτερες συνθήκες της ταξικής διαμάχης και της ιδεολογικής αντιπαράθεσης Δεξιάς και Αριστεράς, αλλά από κάτι πιο «πεζό» και συγκεκριμένο.
Εντός του πλαισίου μιας λίγο-πολύ καθιερωμένης «πολιτικής κουλτούρας», θεωρείται ένδειξη αδυναμίας το να συμφωνείς με τον κομματικό σου αντίπαλο. Η κομματική ένταξη «αυτομάτως», ούτως ειπείν, συνεπάγεται πως έχεις απεμπολήσει τη δυνατότητα και το δικαίωμα να εκφράζεις την άποψή σου για οποιοδήποτε θέμα, αν αυτή συμπίπτει με εκείνην του αντιπάλου. Παράδειγμα από την τρέχουσα επικαιρότητα: η απροθυμία του ΣΥΡΙΖΑ να τοποθετείται ευθέως και χωρίς περιστολές υπέρ της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού σε ειδικές ομάδες πολιτών (όπως υγειονομικοί) –έστω εκφράζοντας αντιρρήσεις ως προς την αυστηρότητα των κυρώσεων.
Χειρότερες όμως είναι οι περαιτέρω επιπτώσεις τούτης της κατάστασης. Η κυβέρνηση, στη βιασύνη της, μεταξύ άλλων, να δημιουργήσει την εικόνα της «επιστροφής στην κανονικότητα», επιβάλλει στα εκπαιδευτικά ιδρύματα να επανέλθουν στη διά ζώσης διδασκαλία, χωρίς τήρηση υγειονομικών πρωτοκόλλων που ισχύουν –θεωρητικά τουλάχιστον– παντού (όπως απόσταση 1,5 μέτρου). Οσοι/ες από εμάς τολμάμε να αντισταθούμε σε τούτη την εγκληματική ανευθυνότητα, διατρέχουμε τον κίνδυνο να αντιμετωπιστούμε όπως ο ψεύτης βοσκός: «Αυτά τα λέτε επειδή είστε ΣΥΡΙΖΑ».

Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών