Macro

Οικοφεμινισμός: Μια φεμινιστική οπτική για τη σχέση ανθρώπου και φύσης

Τα περιβαλλοντικά και οικολογικά κινήματα, και ο οικοσοσιαλισμός, συνήθως παραβλέπουν το γεγονός ότι η καπιταλιστική πατριαρχία, η ανδρική ηγεμονία και η καταπίεση των γυναικών συνδέονται με την οικολογική κρίση. Από την άλλη, το γυναικείο κίνημα και ο φεμινισμός συνήθως παραβλέπουν τα περιβαλλοντικά και τα οικολογικά προβλήματα. Χρειαζόμαστε έναν συνδυασμό οικολογίας και φεμινισμού. Ο οικοφεμινισμός συνιστά ταυτόχρονα και αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και ιδεολογική κριτική, που στηρίζεται στις ιστορικές εμπειρίες των γυναικών. Επιπλέον, συνιστά επιστημονικό πεδίο που συνδέεται με τη φεμινιστική οικονομία ή οικονομία της φροντίδας. Ο όρος οικοφεμινισμός οφείλεται στη γαλλίδα φεμινίστρια Φρανσουάζ Ντ’ Ομπόν (1920–2005), η οποία τον εισήγαγε το 1974.

Η αντίθεση με την ιδεολογία της ανάπτυξης

Ένας από τους πυλώνες του καπιταλισμού είναι η ιδέα της αέναης ανάπτυξης. Το σύνθημα των καιρών είναι: μεγαλύτερη ανάπτυξη, μεγαλύτερη παραγωγή και δημιουργία νέων αγορών. Η επίτευξη μεγαλύτερης ανάπτυξης είναι μια διαρκής πίεση, που προκαλεί μεγάλη ζημιά στο περιβάλλον και το κλίμα. Η νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς θεωρείται η μόνη δυνατή μορφή ανάπτυξης. Είναι, όμως, επιθυμητή μια οικονομία που επικεντρώνεται στην ανάπτυξη και την επιδίωξη του μέγιστου κέρδους; Μια οικονομία που καταστρέφει τις κοινωνικές σχέσεις, εκμεταλλεύεται και βλάπτει τη φύση; Είναι αυτό που η Μαρία Μάις και η Βαντάνα Σίβα αποκαλούν παγκόσμιο καπιταλιστικό πατριαρχικό σύστημα: ένα σύστημα που «θεμελιώθηκε και συντηρείται χάρη στην αποικιοποίηση των γυναικών, των “ξένων” και της γης τους. Και της φύσης, που σταδιακά καταστρέφεται».
Θεωρούμε ότι η φύση είναι μια ανεξάντλητη πηγή, την οποία μπορούμε να εκμεταλλευόμαστε. Ο συγκεκριμένος τρόπος σκέψης ανάγεται σε φιλοσόφους όπως ο Φράνσις Μπέικον (1561–1626) και ο Καρτέσιος (1596–1650). Η περίοδος που έζησαν αποκαλείται «επιστημονική επανάσταση», γιατί χαρακτηρίζεται από την αλλαγή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη φύση. Πριν, ο άνθρωπος αντιλαμβανόταν τη φύση σαν ένα ζωντανό οργανισμό, σαν «Μητέρα Γη». Την εποχή της επιστημονικής επανάστασης η πρόσληψη της φύσης άλλαξε, γιατί άρχισε να στηρίζεται στα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες. Όταν ο Μπέικον είπε ότι «η γλώσσα της Φύσης είναι τα μαθηματικά», εννοούσε ότι τα μαθηματικά είναι η μέθοδος που μας επιτρέπει να περιγράψουμε τους φυσικούς νόμους και θα μας οδηγήσει στην κατανόηση της φύσης και στην υποταγή της. Ο Καρτέσιος ακολούθησε την ίδια γραμμή. Ο Καρτέσιος ήταν δυιστής, κατά συνέπεια, υποστήριξε ότι ο κόσμος αποτελείται από δύο διακριτά μέρη: το res cogitans (νόηση) και το res extensa (υλικός κόσμος). Από τα δύο μέρη, μόνο το σκεπτόμενο, δηλαδή ο άνθρωπος που είναι προικισμένος με λογική, έχει αξία. Όλα τ’ άλλα είναι απλώς υλικός κόσμος, χωρίς σημασία ή λογική. Ο υλικός κόσμος περιλαμβάνει τη φύση, τα ζώα και το ανθρώπινο σώμα, που είναι διακριτό από την ψυχή. Σύμφωνα με τον Καρτέσιο, τα πάντα στη φύση υπακούουν στην αρχή της αιτιότητας. Επομένως, η φύση υποβαθμίζεται σε μηχανική οντότητα. Σε αντίθεση με την οργανική θεώρηση, σύμφωνα με την οποία η φύση είναι μητέρα–τροφός, η μηχανική θεώρηση είναι απαλλαγμένη από οποιοδήποτε βαθύτερο νόημα ή μυστικό, αφού η φύση υποβαθμίζεται σε κινούμενη νεκρή ύλη. Ο άνθρωπος, πάνω και πέρα από τη φύση, έχει δικαίωμα να κυριαρχεί πάνω της και να την εκμεταλλεύεται.

Κριτική της μηχανικής θεώρησης

Η έννοια του ανθρώπου δεν πρέπει, παρόλα αυτά, να γίνεται αντιληπτή ως το σύνολο των ανδρών και των γυναικών. Γιατί το κύριο χαρακτηριστικό των γυναικών είναι το συναίσθημα και όχι η λογική. Ως εκ τούτου, η κατάταξή τους στα έλλογα όντα αμφισβητείται. Οι γυναίκες εξαιρούνταν πάντα από τη φιλοσοφία, την οποία διέπει η λογική. Ιστορικά, η δυτική φιλοσοφία έχει γραφτεί από εύπορους λευκούς, μεσήλικες άνδρες. Οι γυναίκες και η φύση έπρεπε πάντα να υποτάσσονται και να ελέγχονται.
Η μηχανική θεώρηση της φύσης κέρδισε γρήγορα οπαδούς, εξυπηρέτησε την ανάδυση του καπιταλισμού και την έναρξη των διαδικασιών εξόρυξης ορυκτών. Εκείνη την εποχή, όμως, της ασκήθηκε κριτική. Μια γυναίκα, σύγχρονη του Καρτέσιου, μια σπάνια γυναίκα φιλόσοφος, η Αν Κόνγουεϊ (1632–1679), άσκησε δριμεία κριτική στη μηχανική θεώρηση του Καρτέσιου. Διατύπωσε μια βιταλιστική θεωρία της φύσης, όπου τα πάντα θεωρούνται μορφές ζωής. Μια θεώρηση πολύ πιο ολιστική και με σεβασμό για τη φύση. Η θεωρία της έχει σήμερα ξεχαστεί, ενώ ο Καρτέσιος θεωρείται ένας από τους «μεγάλους» φιλοσόφους. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε πώς θα έμοιαζε ο κόσμος, αν η βιταλιστική θεώρηση είχε επικρατήσει.
Ο σοσιαλιστικός οικοφεμινισμός επιχειρεί να θεραπεύσει τα τραύματα που προκαλούν ο σεξισμός, η ταξική καταστολή και η εκμετάλλευση της φύσης. Οι σοσιαλίστριες οικοφεμινίστριες θεωρούν ότι η καταπίεση και η εκμετάλλευση των ανθρώπων με βάση το φύλο, την τάξη ή τη φυλή τους, καθώς και των άλλων ειδών, είναι έκφραση ιδεολογικών δυισμών, όπου μόνο το ένα από τα δύο μέρη έχει αξία και προνόμια.
Η Άριελ Σάλεχ υποστηρίζει ότι οι δυισμοί αυτοί συντηρούνται χάρη στις ηγεμονικές πρακτικές της θρησκείας, της φιλοσοφίας, του Δικαίου, της επιστήμης και της οικονομίας, και επιτρέπουν στο παγκόσμιο πατριαρχικό καπιταλιστικό σύστημα να συνεχίζει να εκμεταλλεύεται τις γυναίκες και τη φύση.

Σοσιαλιστικός οικοφεμινισμός

Σύμφωνα με τη λογική των δυισμών, υπάρχει αντίθεση μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Ο άνθρωπος, δηλαδή ο άνδρας, είναι έξω και πάνω από τη φύση. Ενώ η γυναίκα ταυτίζεται με αυτήν. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στις γυναίκες και τη φύση. Από την άλλη πλευρά, οι ίδιοι μηχανισμοί υποτάσσουν και εκμεταλλεύονται και τις δυο κατηγορίες. Η δωρεάν αναπαραγωγική εργασία των γυναικών κατανέμεται με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιείται η φύση για τη δημιουργία πρόσθετης αξίας, την οποία καρπώνεται η καπιταλιστική πατριαρχία. Οι σοσιαλίστριες οικοφεμινίστριες διεκδικούν μια διαφορετική ιεράρχηση της αναπαραγωγικής εργασίας, γιατί χωρίς την αναπαραγωγή δεν υπάρχει παραγωγή! Στην παγκοσμιοποιημένη νεοφιλελεύθερη οικονομία της αγοράς, η αναπαραγωγική εργασία των γυναικών δεν μετράει. Η γερμανίδα κοινωνιολόγος Κρίστα Βίχτεριχ υποστηρίζει ότι η καπιταλιστική αγορά λειτουργεί μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιεί τη μη αμειβόμενη αναπαραγωγική εργασία των γυναικών. Η ηγεμονική νεοφιλελεύθερη οικονομία εντατικοποιεί τη χρήση ανθρώπινων, κοινωνικών και φυσικών πόρων, παρά την αύξηση της αποδοτικότητας. Μια τέτοια οικονομία είναι μη βιώσιμη, γιατί αγνοεί τα κοινωνικά και τα οικολογικά όρια της ανάπτυξης.
Ο σοσιαλιστικός οικοφεμινισμός είναι σε διαρκή διάλογο με τον οικοσοσιαλισμό, τον οποίο προσπαθεί να επηρεάσει, προβάλλοντας την αναπαραγωγή στη θέση της παραγωγής, ως έννοια–κλειδί για έναν κόσμο κοινωνικά δίκαιο και βιώσιμο. Εκκινεί από το αξίωμα ότι η φύση αποτελεί την υλική βάση της ζωής και ότι η τροφή, η ένδυση, η στέγαση και η ενέργεια είναι θεμελιώδους σημασίας για τη διατήρηση της ζωής. Η φύση δεν είναι ένα παθητικό αντικείμενο που πρέπει να κυριαρχηθεί και να υποταχθεί, αλλά ένα ενεργό υποκείμενο με το οποίο ο άνθρωπος πρέπει να αναπτύξει βιώσιμη σχέση. Ο σοσιαλιστικός οικοφεμινισμός ασκεί κριτική στην καπιταλιστική πατριαρχία και επικεντρώνεται στη διαλεκτική σχέση μεταξύ παραγωγής και αναπαραγωγής και μεταξύ παραγωγής και οικολογίας. Παρέχει μια καλή αφετηρία για την ανάλυση των κοινωνικών και των οικολογικών αλλαγών και για τη δημιουργία κοινωνικών δράσεων που μπορούν να οδηγήσουν σε ένα βιώσιμο και πιο δίκαιο κόσμο.

Γκίτε Πέτερσεν

Σημείωση:Δημοσιεύτηκε στο ενημερωτικό δελτίο του transform! Europe. Μετάφραση: Πόπη Αλεξοπούλου.
Πηγή: Η Εποχή