Αυτές τις μέρες σημειώθηκαν πλημμύρες σε διάφορες περιοχές της χώρας. Οι καταστροφές από την «Αθηνά» και τον «Μπάλλο» οφείλονται στη σφοδρότητα των φαινομένων ή και σε δομικά κ.ά. ζητήματα των περιοχών;
Και στα δύο. Είναι η ένταση των βροχοπτώσεων τα τελευταία χρόνια, που φαίνεται ότι οξύνεται λόγω κλιματικής κρίσης. Τεράστιες ποσότητες βροχής, πέφτουν σε μία περιοχή, μέσα σε πολύ λίγο χρόνο. Στη συνέχεια, τα φαινόμενα που ούτως ή άλλως θα προκαλούσαν πλημμύρες λόγω της φύσης τους, συνδυάζονται με ένα δυσμενές τοπίο λόγω των οικισμών, του μπαζώματος των ρεμάτων, των κατασκευών στις κοίτες κτλ, κάνοντας τα πράγματα πολύ χειρότερα. Αυτό έγινε στην περίπτωση της Μάνδρας με πολλά θύματά το 2017, αυτό επαναλαμβάνεται και σε άλλες περιοχές σε μικρογραφία. Κλειστές ή φραγμένες κοίτες ρεμάτων όπου σε μια μεγάλη βροχόπτωση δεν μπορεί να κυλήσει το νερό, ξεχειλίζει, τινάζει τις κατασκευές που το καλύπτουν, βγαίνει από τα γεφύρια και τα φρεάτια και πνίγει την πόλη. Ήδη αυτή τη στιγμή που μιλάμε, πλημμύρισε η Πειραιώς στην Αθήνα. Αυτό είναι απαράδεκτο. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα υπερχειλίσει και ο Κηφισός…
Τα δυσοίωνα αυτά δεδομένα για τα ρέματα είναι γνωστά χρόνια. Γιατί δεν έχει γίνει κάτι μέχρι τώρα για τον ανασχεδιασμό της διαχείρισής τους; Είναι ζήτημα κόστους;
Υπήρχε μια φιλοσοφία που κράτησε μισό αιώνα και παραπάνω, που θεωρούσε τα ρέματα ανθυγιεινούς τόπους, λόγω της ελονοσίας, των λιμναζόντων υδάτων το καλοκαίρι, επειδή μετατρέπονταν σε σκουπιδότοπους και οχετούς αποβλήτων. Άρχισε λοιπόν η πολιτεία, το ζητούσε και η κοινωνία, να τα μπαζώνει, να τα σκεπάζει ή να προσπαθεί να τα διευθετήσει με τρόπους που δεν ταιριάζουν στις σημερινές αντιλήψεις. Ακόμα και σήμερα η επίσημη τεχνολογία για τα ρέματα (τα σχέδια των δημοπρατήσεων) ανήκουν στον περασμένο αιώνα και πιο πίσω. Οι νέες αντιλήψεις τώρα αρχίζουν και μπαίνουν σιγά–σιγά στο παιχνίδι. Δεν είναι ζήτημα κόστους τόσο, όσο αντιλήψεων. Είναι πολύ δύσκολο οι τεχνικές υπηρεσίες να καταλάβουν ότι το ρέμα της Πικροδάφνης, για παράδειγμα, πρέπει να μείνει ανοιχτό, με συγκεκριμένο τρόπο, ή ότι πρέπει να ξανανοίξει ο Ιλισός, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος της πλημμύρας, αλλά και για να επαναφέρουμε το πράσινο-γαλάζιο νήμα μέσα στην πόλη της Αθήνας, όπως και σε άλλες πόλεις. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει, με αργό αλλά σταθερό ρυθμό, διεθνώς: επαναφέρουν ποτάμια στο κέντρο της Μαδρίτης, στο κέντρο της πόλης της Σεούλ, σε παλιά κανάλια των πόλεων Ολλανδία που είχαν κλείσει και τα ξανανοίγουν κ.ο.κ. Το ίδιο θα συμβεί και εδώ.
Στη Βόρεια Εύβοια συγκεκριμένα, οι πλημμύρες ήταν αναμενόμενες, όπως έλεγαν όλοι οι ειδικοί, λόγω των πυρκαγιών του καλοκαιριού. Γιατί δεν υπήρξε η κατάλληλη προετοιμασία; Δεν υπήρχε όντως ο χρόνος υλοποίησης, όπως υποστηρίχθηκε από την κυβέρνηση;
Ήταν πράγματι αναμενόμενη η πλημμύρα εκεί. Δεν έχω γνώση του φυσικού ανάγλυφου της περιοχής, αλλά αυτό που ξέρουμε σίγουρα είναι ότι πρόκειται για ψηλά βουνά, με τους χειμάρρους να κατεβαίνουν μέσα στις παράκτιες πόλεις, που οι περισσότερες είναι χτισμένες στις εκβολές των χειμάρρων. Σε αυτή την περίπτωση, ο τρόπος που μπορείς να αντιμετωπίσεις τα πλημμυρικά φαινόμενα, είναι να βάλεις εκσκαφείς να ανοίξουν γρήγορα τις κοίτες, ώστε να απελευθερωθεί χώρος για το νερό και να μην καταστρέψει τα πάντα στο διάβα του. Όπως είδαμε από τις εικόνες στη Β. Εύβοια, το νερό έχει σπάσει την άσφαλτο, που σημαίνει ότι το εμπόδιζε να τρέξει άνετα. Άρα, κάπου εκεί λείπει μια κοίτη. Έχει σπάσει, επίσης, τσιμέντα, άρα κάποιο τοιχίο εμπόδιζε το νερό να περάσει. Αυτό που πρέπει να κάνουμε εμείς, είναι να του ανοίξουμε χώρο, ώστε να μην συμβαίνουν τέτοιες καταστροφές. Δεν συζητάω δε για τις κατασκευές μέσα στις κοίτες των ρεμάτων, αυτές πρέπει να φύγουν άμεσα. Στην επιστήμη της πολεοδομίας, των δασικών και υδάτινων πόρων, αυτό που ξέρουμε, είναι ότι ένα ρέμα πρέπει να μένει αδόμητο σε πλάτος 50 μέτρων, ώστε να υπάρχει η κοίτη υπερχείλισης, όχι μόνο η φυσιολογική συνηθισμένη κοίτη που μπορεί να έχει πλάτος λίγα μέτρα. Μόνο έτσι μπορεί να γλιτώσει μια πόλη. Να σημειώσουμε ότι στο Λεκανοπέδιο Αττικής δεν έχουμε πουθενά τέτοιες κοίτες υπερχείλισης, παρά μόνο στο νότιο κομμάτι του Θριασίου, στο ύψος της Χαλυβουργικής. Στην Εύβοια τώρα ποταμάκια ενός μέτρου έγιναν 10μετρα και 20μετρα. Το δεύτερο έργο που θα έπρεπε να είχε γίνει, είναι να φτιαχτούν μικρά φράγματα ανάσχεσης ψηλά στο ξεκίνημα της ροής, κατασκευασμένα με τους καμένους κορμούς στα δάση, δημιουργώντας αναβαθμούς, ώστε να κυλίσει το νερό με μικρότερη ταχύτητα προς τα κάτω. Αυτά τα κορμοδέματα δημιουργούν όρους ανάσχεσης του νερού και συγκρατούν τα εδάφη, στοιχείο πολύ σημαντικό για να μην δημιουργηθούν λασποχείμαρροι και κατολισθήσεις. Καθώς οι καμένες πλαγιές των βουνών «ξεπλένονται» με τις βροχές, τα χώματα δεν συγκρατούνται πλέον από τη βλάστηση, τους θάμνους, το χορτάρι, τα δένδρα, τις ρίζες. Αυτά πρέπει να φτιαχτούν και στην Πάρνηθα, κάτι που δυστυχώς δεν έχει συμβεί ακόμα.
Ετούτα έπρεπε να έχουν γίνει άμεσα μετά τις πυρκαγιές. Και παρά τα λεγόμενα της κυβέρνησης, σε ενάμιση μήνα θα μπορούσαν να είχαν γίνει πάρα πολλά, αν όχι όλα. Είναι αρκετός χρόνος για να καθαριστούν τα ρέματα και να διευρυνθεί η κοίτη τους και είναι αρκετός, ώστε να φτιαχτούν χιλιόμετρα φραγμάτων με κορμοδέματα. Υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα προσλάβει η κυβέρνηση εκατοντάδες υλοτόμους, δασικούς εργάτες για τα δάση, εκσκαπτικά μηχανήματα και εργάτες για τις πόλεις για να υλοποιηθούν τα έργα. Αν εκτιμά πως είμαστε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, έπρεπε να το είχε κάνει. Το ξέραμε από τον Αύγουστο αυτό. Φωνάζαμε όλοι, και επιστήμονες και τοπική αυτοδιοίκηση. Από τότε έχουν γίνει πόσες αμφιβόλου αναθέσεις για άλλα θέματα, αλλά τίποτα για την υλοποίηση αυτών των έργων. Είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης, λοιπόν, να υπάρχει πρόληψη των καταστροφών. Αυτή θα έπρεπε να είναι η στρατηγική της πολιτείας. Στρατηγική δεν είναι να χτυπάει απλά το 112, όταν θα γίνεται η καταστροφή.
Το νέο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, που δημιουργήθηκε το καλοκαίρι, προσέθεσε τελικά κάτι διαφορετικό στην αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων ή ήταν περισσότερο ένα επικοινωνιακό μέτρο πάλι;
Να σας δώσω μια εικόνα από τον Πειραιά, όπου όλοι, και οι δήμαρχοι της περιοχής και οι βουλευτές της αντιπολίτευσης, έχουν σημάνει από τις αρχές Σεπτεμβρίου συναγερμό, ζητώντας μέτρα, γιατί κινδυνεύουν με πλημμύρες. Από την αλληλογραφία τους φάνηκε η ανυπαρξία υπεύθυνων οργάνων και σχεδίου. Οι υπηρεσίες απαντούν ότι δεν έχουν ευθύνη ή ότι «σχεδιάζουν», γενικά και αόριστα. Το να ανοίξεις κοίτες και να φτιάξεις κορμοδέματα, όπως είπαμε πριν για παράδειγμα, δεν θέλει σχεδιασμό. Θέλει πρόσληψη έμπειρων μηχανικών και δασολόγων, να δώσουν οδηγίες, εργάτες και μηχανήματα και να γίνουν τα έργα επιτόπου. Χρειάζεται ένα επιτελικό όργανο που να κοιτάξει τι πρέπει να γίνει σε κάθε περιοχή. Γνωρίζουμε τα σημεία στη χώρα που βρίσκονται σε κίνδυνο. Το υπουργείο θα έπρεπε να είχε φροντίσει να έχουμε εκεί μια στρατιά ανθρώπων να δουλεύει. Ακόμα και εάν δεν γίνουν αυτές οι καταστροφές αύριο, θα γίνουν τον Νοέμβρη ή τον Φλεβάρη.
Η επόμενη μέρα τώρα αφορά και τα έργα αποκατάστασης των ζημιών της καταστροφής που δεν φροντίσαμε να αποφύγουμε. Θα γίνουν, όμως, σε μια διαφορετική κατεύθυνση, ώστε να μην ξαναμπαζωθούν τα ρέματα και έχουμε συνεχώς την ίδια κατάσταση;
Εδώ θα διαφωνήσω με την κριτική που δέχτηκε ο Σταύρος Μπένος, ως επικεφαλής της Επιτροπής Αποκατάστασης της Εύβοιας, για την πρότασή του για την ανάγκη ενός ολιστικού σχεδίου. Συμφωνώ μαζί του ότι αυτό είναι που χρειάζεται. Ένα σχέδιο, δηλαδή, που θα λάβει υπόψιν ότι έχουμε μια κλιματική κρίση, ένα σπουδαίο φυσικό, αγροτικό τοπίο που πρέπει να το αναβιώσουμε, ένα σχέδιο που δεν θα καταστρέψει τα δάση, που δεν θα τσιμεντώσει κι άλλες κοίτες και περάσματα του νερού, που θα μπορέσει να δημιουργήσει όρους ανάπτυξης της τοπικής οικονομίας φιλικούς προς το περιβάλλον. Γι’ αυτό ας κάνουμε προσεχτική αντιπολίτευση, ας μην καταδικάζουμε ιδέες που ανήκουν στην αντίληψή μας. Παράλληλα, εκτός από το μακροπρόθεσμο σχέδιο, απαιτείται και ένα άμεσο, τώρα τι κάνουμε, και είναι όσα είπαμε πιο πάνω.
Τζέλα Αλιπράντη