Macro

Αννέτα Καββαδία: Πολέμησε τον Δεκέμβρη…

Γράφτηκαν πολλά και θα γραφτούν ακόμα περισσότερα. Το εύρος του πένθους για τον θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη είναι κάτι που σίγουρα θα απασχολήσει τον ιστορικό του μέλλοντος αν και τα –αναμενόμενα– χαρακτηριστικά αυτού του πένθους είναι απολύτως συμβατά με τη σπουδαιότητα της απώλειας.

Αναμφίβολα, είναι από τις περιπτώσεις που το έργο ξεπερνά τον δημιουργό, γίνεται κτήμα όλων, ανοίγει δρόμους συνάντησης και συμπόρευσης. Ασχέτως, ωστόσο, της εμβέλειας και της απήχησης που μια καλλιτεχνική δημιουργία αποκτά στο πέρασμα των χρόνων, μπορεί να ιδωθεί αποκομμένη από τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες δημιουργήθηκε; Μπορεί να προσεγγιστεί έξω, μακριά από το γίγνεσθαι της συγκεκριμένης περιόδου γέννησής της; Και ακόμα κι αν μπορεί, επιτρέπεται να παραχαράσσεται, να αλλοιώνεται ή να αγνοείται η πηγή έμπνευσης του δημιουργού;

Αφορμή γι΄αυτές τις σκέψεις, έδωσε η –σωστή– απόφαση της κυβέρνησης για κήρυξη τριήμερου εθνικού πένθους αλλά και ο… υπερκομματικός θρήνος πάνω από τη σορό αυτού του οικουμενικού –εν πλήρει συνειδήσει η χρήση του όρου– μουσικοσυνθέτη. Μισό λεπτό όμως… Τι ακριβώς υμνούσε ο Μίκης; Τον πόνο και τις αγωνίες ποιων εξέφραζε; Τα ιδεώδη ποιων υπηρέτησε με το έργο του; Στο στόμα ποιων, σε καιρό παρανομίας, βρίσκονταν οι στίχοι που μελοποίησε; Ποιες ιδέες μετέτρεψε σε νότες που με τη σειρά τους –ως υλική δύναμη– κατέκτησαν συνειδήσεις ή έγιναν πολιτικό μέγεθος και οργή με αιτία που πλημμύριζε τους δρόμους τους δύσκολους καιρούς των πιο έντονων πολιτικών παθών;

Η Αριστερά γέννησε τα έργα του, τους φτωχούς λαϊκούς ανθρώπους είχε κατά νου όταν έβαλε τους μεγάλους ποιητές σε χαμηλοτάβανα σπίτια, αριστερό πρόσημο είχε ο διεθνισμός του. Από την Ελλάδα μέχρι την Κούβα και την Παλαιστίνη, από τη Σουηδία μέχρι τη Ρωσία, από τη Χιλή μέχρι την Αμερική, από την Ιρλανδία μέχρι τα βουνά του Αφγανιστάν και την Τουρκία, αριστερούς ανθρώπους κινητοποιούσε η μουσική του. Η εικόνα του Κώστα Γαβρά και του Βασίλη Βασιλικού πάνω από το κλειστό φέρετρο, υπενθυμίζει πως ήταν το (παρα)κράτος της Δεξιάς αυτό στο οποίο ύψωσε ανάστημα μια ολόκληρη γενιά Λαμπράκηδων, υπενθυμίζει πως οι φυλακές και οι εξορίες –αυτές που «γέννησαν» κάποια από τα αριστουργήματα του Μίκη– ήταν γεμάτες από κομμουνιστές, αριστερούς, δημοκρατικούς ανθρώπους που το κράτος της Δεξιάς τους κυνήγησε για τις ιδέες και τα φρονήματά τους. Και υπενθυμίζει –όσο κι αν αριστοτεχνικά αποκρύπτεται– πως είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης αυτός που αναρωτήθηκε, τρία μόλις χρόνια πριν, «και τι το νοιάζει το 17χρονο η δολοφονία Λαμπράκη». Ή πως είναι η υφυπουργός Εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου αυτή που χαρακτήριζε «ψυχικά νοσούντες» τους αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα. Θα είχε ενδιαφέρον να δούμε λοιπόν πώς… θρηνούν σήμερα κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης της ΝΔ όπως ο Μάκης Βορίδης, ο Θανάσης Πλεύρης, ο Άδωνις Γεωργιάδης. Ή ο Κυριάκος Βελόπουλος, ο οποίος μάλιστα εμφανίστηκε στην εξόδιο ακολουθία! Να ακούγαμε τη γνώμη τους για το «Άσμα Ασμάτων», τον «Επιτάφιο», τη «Ρωμιοσύνη», το «Σφαγείο», το «Γελαστό Παιδί». Αναγνωρίζουν άραγε κι αυτοί τη μεγαλοσύνη του έργου του και το τι αυτό νοηματοδοτεί;

Εργαλειακός θαυμασμός

Ναι, ήταν ηχηρές οι παρεμβάσεις του Μίκη Θεοδωράκη για την υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών. Όπως ήταν εμφανής η αγωνία του για αυτό που ο ίδιος προσδιόριζε ως «εθνική συμφιλίωση». Παρά, ωστόσο, τις πολιτικές του παλινωδίες, παρά την ένταση που προκάλεσαν συγκεκριμένες επιλογές του, από κανέναν δεν αμφισβητείται ότι ο λαός ήταν πάντα στο επίκεντρο της σκέψης και της δημιουργίας του. Γι’ αυτό και δεν προξενεί εντύπωση το πώς τεχνηέντως παρακάμπτει η Δεξιά –πίσω από την αποϊδεολογικοποιημένη προσέγγιση του έργου του– την ιδεολογική μήτρα της μουσικής του. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να αιτιολογηθεί, για παράδειγμα, ο θαυμασμός (😉 των κυβερνώντων για την «Δραπετσώνα» όταν περνούν νόμο που απαγορεύει και ποινικοποιεί τις διασώσεις των προσφύγων στη θάλασσα ή όταν συνεχίζουν την αντιπροσφυγική προπαγάνδα στα ΜΜΕ και ξυλοφορτώνουν τους αντιρατσιστές στην Αθήνα;

Γιατί πώς αλλιώς, παρά μόνο με την ιδεολογική απογύμνωση του έργου του, θα γίνονταν πιστευτοί ως λάτρεις και μεγάλοι θαυμαστές του –του δημιουργού που κατάφερε να εκφράσει τα όνειρα, τον αγώνα, τους πόθους του λαού, που κατάφερε να τον εισάγει στο κίνημα, σε έναν άλλο κόσμο που παλεύει για έναν άλλο κόσμο, που του έμαθε να σκέφτεται ποιητικά, πολιτικά, συλλογικά και να δρα έτσι, να ονειρεύεται αντί να ονειροπολεί, να διεκδικεί, να σηκώνει κεφάλι– οι εμπνευστές της απαγόρευσης των διαδηλώσεων, της «σφαγής» στα πανεπιστήμια, οι θιασώτες του άκρατου νεοφιλελευθερισμού;

Κυρίαρχη σύνδεση

«Είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς» τραγουδούσε ο Μίκης και μαζί του μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που του οφείλουν το ευ σκέπτεσθαι, τις αξίες και την πολιτικοποίησή τους. Και ήταν πραγματικά ανατριχιαστικό να βλέπει κανείς αυτό το ανομοιογενές πλήθος να κατακλύζει τον χώρο γύρω από τη Μητρόπολη προκειμένου να πει το τελευταίο αντίο, να τον αποχαιρετά τραγουδώντας «η ζωή τραβά την ανηφόρα».

Όχι, η μουσική του Μίκη δεν γράφτηκε εν κενώ. Έχει σαφές ιδεολογικοπολιτικό πρόσημο το οποίο δεν μπορεί να απαλειφθεί. Και ο ίδιος δεν ήταν «πολιτικά μόνος», ούτε «ανένταχτος». «Να αφήσω αυτόν τον κόσμο ως κομμουνιστής», ζήτησε με επιστολή του προς τον ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ ενώ για τον τάφο του θα επέλεγε τη φράση: «Πολέμησε τον Δεκέμβρη», όπως ο ίδιος είχε εκμυστηρευθεί. Αυτά δεν τον αφήνουν έξω από ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο καθιστώντας κυρίαρχη τη σύνδεσή του με την Αριστερά. Όσο κι αν η δεξιά παράταξη, με πρόσχημα την οικουμενικότητα του έργου του, επιχειρεί να εργαλειοποιήσει το εθνικό πένθος. Ναι, χωρίς το Μίκη θα ήμασταν αλλιώς…

Φωτογραφία:
Από την πρώτη εξόρμηση των Λαμπράκηδων στη Β. Ελλάδα,
Κατερίνη, Ιούνιος 1963.
Διακρίνεται ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Κίνησης Νέων «Γρηγόρης Λαμπράκης» (ΔΚΝΓΛ) Μίκης Θεοδωράκης.
ΕΜΙΑΝ, Φωτογραφικό Αρχείο, Συλλογή Β. Πολάτογλου.
Αννέτα Καββαδία
Πηγή:Η Εποχή