Το φαινόμενο της έμφυλης βίας είναι σε έξαρση ή αυξήθηκε η ορατότητά του, αναρωτιέται η κοινωνία. Η ΑΥΓΗ αναζήτησε απαντήσεις από δύο διαφορετικά επιστημονικά πεδία για την πληρέστερη προσέγγιση του φαινομένου και απευθύνθηκε στην αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ και μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης Ιφιγένεια Καμτσίδου και τον ψυχολόγο, ειδικό σε θέματα φύλου, υπεύθυνο επιστημονικού έργου της Συμμαχίας των Φύλων Βαγγέλη Κοσμάτο
Τα μίντια αντιμετωπίζουν το θέμα ως θέαμα, καμία συσχέτιση με την πρόληψή του. «Τελικά η ανάδειξη του θέματος από τα μίντια βοηθάει ή όχι;» επανέρχομαι. «Η ανάδειξη του θέματος είναι πολύτιμη», μου εξηγεί η Ιφ. Καμτσίδου, «γιατί μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε ότι ακόμα και στον 21ο αιώνα επιβιώνει η αντίληψη ότι η γυναίκα είναι αντικείμενο εξουσίασης του άντρα, υποχρεωμένη να συμμορφώνεται με τις επιθυμίες του, να εξυπηρετεί τις ανάγκες του και, αν δεν το πράττει, αξίζει να τιμωρηθεί. Έτσι γίνεται αντικείμενο βίαιης συμπεριφοράς, που μπορεί να φτάσει μέχρι την αφαίρεση της ζωής της. Αρνητικό είναι το γεγονός ότι τα κυρίαρχα ΜΜΕ διαχειρίζονται το θέμα με επικοινωνιακούς όρους. Είδατε όλο αυτό το διάστημα που προβάλλεται το δραματικό γεγονός της γυναικοκτονίας, συχνά μάλιστα θεατρικοποιημένο, να διενεργείται σοβαρή συζήτηση σχετικά με την πρόληψη του φαινομένου;
Υπάρχουν δομές, κρατικές και δημόσιες, στις οποίες οι γυναίκες – θύματα βίας μπορούν να απευθυνθούν. Σπάνια είναι η αναφορά στις δομές αυτές. Σπανιότατη η αναφορά στους μηχανισμούς πρόληψης. Καμία συζήτηση για το πώς το υπερδεκαετές κανονιστικό, νομοθετικό πλαίσιο για την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας έχει εφαρμοστεί και τι αποτελέσματα έχουν παραχθεί. Καμία συσχέτιση με τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας και με τις δυνατότητες που προβλέπει ο μηχανισμός επιτήρησης της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, η Grevio, για την πρόληψη της έμφυλης βίας.
Αντίθετα, τους τελευταίους μήνες έχει δοθεί από τους κυβερνώντες ένα πολύ αρνητικό μήνυμα στην κοινωνία. Η κυβερνητική δομή η οποία ήταν επιφορτισμένη με την προώθηση της ισότητας των φύλων και την καταπολέμηση των διακρίσεων και της βίας σε βάρος των γυναικών καταργήθηκε. Το μήνυμα που πέρασε η παρούσα κυβέρνηση με την αλλαγή της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων σε Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής και Ισότητας ήταν ότι η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι, πρωταρχικό της καθήκον είναι η τεκνοποίηση και η ανατροφή των παιδιών, καθώς και η υπόθαλψη της οικογένειας, η γυναίκα πρέπει να είναι η ‘τροφός του έθνους’. Είναι εύκολα αντιληπτό ότι τούτο ευνοεί τη νομιμοποίηση και την αναπαραγωγή των πατριαρχικών προτύπων».
Με δεδομένο ότι ένα από τα αιτήματα του φεμινιστικού κινήματος είναι η νομική κατοχύρωση του όρου γυναικοκτονία, ζητάω από την Ιφ. Καμτσίδου τη δική της άποψη. «Αυτό το αίτημα γεννά επιφυλάξεις» μου απαντά, υπογραμμίζοντας ότι «οι αγώνες του γυναικείου κινήματος ήταν και παραμένουν αγώνες χειραφέτησης και έχουν ως στόχο την αναγνώριση καθεμιάς γυναίκας ως εκπροσώπου του ανθρώπινου είδους χωρίς άλλους όρους και προϋποθέσεις. Παράλληλα, στο ποινικό μας σύστημα η δολοφονία, δηλαδή η με πρόθεση αφαίρεση ανθρώπινης ζωής, είναι ένα από τα σοβαρότερα εγκλήματα. Είναι κακούργημα και η αυστηρότητα της ποινικής μεταχείρισης της πράξης οφείλεται στη βαρύτητα της προσβολής και στη σπουδαιότητα του έννομου αγαθού που είναι η ζωή ενός ανθρώπου. Φοβούμαι λοιπόν ότι τυχόν διαφοροποίηση της δολοφονίας της γυναίκας από τη δολοφονία του άντρα είναι νομικά και πολιτικά άστοχη. Οι γυναίκες, με τον πιο επίσημο, με τον πιο πανηγυρικό τρόπο, θα αναγνωριστούν ως μια ιδιαίτερη κατηγορία ανθρώπων, που αξιώνει διαφορετική μεταχείριση, ενώ διεκδικούν χωρίς κανένα προαπαιτούμενο την ιδιότητα του ανθρώπου, την ‘ανθρωπικότητά τους’, ώστε με βάση αυτή να απολαμβάνουν ισότιμα όλα τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τους.
Θεωρώ πολύτιμη τη χρήση του όρου γυναικοκτονία στον δημόσιο λόγο, για να αναδεικνύονται τα αίτια, η επιβίωση και η αναπαραγωγή της πατριαρχικής ιδεολογίας και των δομών που παράγουν το αδίκημα, ενώ θεωρώ άστοχη τη νομική τυποποίησή του».
Η γυναικοκτονία ως “γυναικείο” πρόβλημα;
Την παρουσίαση της γυναικοκτονίας ως πρόβλημα της γυναικείας ευαλωτότητας στον δημόσιο διάλογο ζήτησα να μου εξηγήσει η συνταγματολόγος. «Πολύπλοκο ζήτημα», μου απαντά, «καθώς συνδέεται με την αναπαράσταση της γυναίκας ως υποκειμένου αδύναμου, είτε για φυσικούς είτε για κοινωνικούς λόγους. Η απάντηση στο ερώτημα συναρτάται με την ανατροπή των αντιλήψεων για την κοινωνική ισχύ και τα χαρακτηριστικά της. Όσο η δύναμη συνδέεται με την ικανότητα επιβολής μιας ομάδας στις υπόλοιπες κοινωνικές κατηγορίες, οι γυναίκες θα παραμένουν ευάλωτες. Ωστόσο, οι γυναίκες έχουν δύναμη που δεν σχετίζεται με τον καταναγκασμό.
Η οξυμένη ενσυναίσθηση, οι βιωμένες καταστάσεις υποταγής και η εμπειρία των διεκδικήσεων τους επιτρέπει να αντιμετωπίζουν διαφορετικά, με όρους αξιοπρέπειας, αλληλεγγύης και ισότητας τις ανθρώπινες σχέσεις. Αυτή η φεμινιστική προσέγγιση αλλάζει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο, αλλάζει ακόμη και την κατανόηση και εφαρμογή του Δικαίου. Προς το παρόν βέβαια η έννομη τάξη πρέπει να προστατεύσει τα θύματα της έμφυλης βίας και να συμβάλει στην πρόληψή της. Έχουν γίνει βήματα, αλλά το Δίκαιο δεν μπορεί να διαμορφώσει τις κοινωνικές σχέσεις. Χρειάζονται κοινωνικοί αγώνες για να αλλάξουν οι καταστάσεις που αποτελούν τα αίτια του φαινομένου».
Κατερίνα Μπρέγιαννη
Πηγή: Η Αυγή