Το όνομα του Ιάσονα Αποστολόπουλου ήταν άγνωστο στο ευρύ κοινό. Τουλάχιστον μέχρι τις 24 Ιουλίου. Δεν ήταν πολλοί όσοι γνώριζαν αυτόν τον «διασώστη, συντονιστή επιχειρήσεων θαλάσσιας διάσωσης σε ανθρωπιστικές αποστολές» όπως περιγράφεται η ακριβής ιδιότητά του. Και δεν τον γνώριζαν γιατί το να σώζεις ανθρώπους –και δη πρόσφυγες και μετανάστες– δεν σε καθιστά ιδιαιτέρως… δημοφιλή. Ούτε ο ίδιος, άλλωστε, επεδίωξε ποτέ τη δημοσιότητα. Ένα τηλεφώνημα δέχθηκε από την Προεδρία της Δημοκρατίας, με το οποίο του ανακοίνωναν την πρόθεσή τους να τον βραβεύσουν. Το οποίο ακολούθησε ένα δεύτερο τηλεφώνημα, από το υπουργείο Εξωτερικών αυτή τη φορά, που αναιρούσε την αρχική πρόταση. Τόσο απλά, τόσο εξωφρενικά, τόσο ντροπιαστικά… [Είχαν μεσολαβήσει βέβαια αναρτήσεις του Κ.Μπογδάνου που προανήγγειλε(!) ουσιαστικά την εξέλιξη. Τέτοια κατάντια!]
Ακολούθησε ένα μπαράζ διαρροών «κύκλων». «Κύκλοι» της Προεδρίας έδειχναν το υπουργείο Εξωτερικών ως υπεύθυνο για το κόψιμο, με τον Νίκο Δένδια να απουσιάζει από τη δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο –αφού είχαν φροντίσει οι δικοί του «κύκλοι» να ρίξουν το φταίξιμο στην Προεδρία. [Είναι εντυπωσιακό ότι ως την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν έχει υπάρξει επίσημη ανακοίνωση –οι διαρροές δεν ενέχουν επ’ ουδενί τέτοιο ρόλο– ούτε από την Ηρώδου Αττικού ούτε από τη Βασ. Σοφίας, που να αποσαφηνίζει το τι ακριβώς συνέβη].
Από ένα σημείο και μετά, δεν έχει σημασία να επιμείνει κανείς στην αναζήτηση των αυτουργών. Μικρή σημασία έχει αν, διαδικαστικά μιλώντας, είναι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή ο υπουργός Εξωτερικών που το αποφάσισε. Θα είχε σημασία αν η Κατερίνα Σακελλαροπούλου –παρά τις περί του αντιθέτου προσδοκίες– δεν είχε επανειλημμένως δώσει δείγματα γραφής (η φωτογράφιση στο τείχος του Έβρου αλλά και η αρχική της «νομιμοποίηση» στο διαβόητο «Συνέδριο Γονιμότητας», είναι από τα πλέον κραυγαλέα) ή αν ο Νίκος Δένδιας, αλλά και η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός προσωπικά, δεν ήταν εκούσιοι όμηροι της ακροδεξιάς τους συνιστώσας στα νερά της οποίας ψαρεύουν συνειδητά. Το αποτέλεσμα μετράει. Και το αποτέλεσμα είναι ότι, δυστυχώς, ανήμερα της επετείου για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, σημειώθηκε μια –συμβολική μεν, ουσιαστική δε– νίκη της ακροδεξιάς. Φάνηκε ξεκάθαρα ότι και η Πρόεδρος –καλά, για την κυβέρνηση δεν το συζητώ– είτε από απειρία είτε προκειμένου (όπως γράφαμε στην «Εποχή» στις 23/5) να μη δυσαρεστήσει την κυβέρνηση της ΝΔ που την πρότεινε ή γιατί –πράγμα ακόμη πιο ανησυχητικό– μπροστά στη γοητεία του προεδρικού θώκου έχει πλήρως ενσωματώσει μια συγκεκριμένης απεύθυνσης ατζέντα, πέφτει σε τέτοια σοβαρά, ουσιαστικά και όχι επικοινωνιακά, λάθη. Γιατί ο αποκλεισμός του Ιάσονα Αποστολόπουλου επιχειρήθηκε να αιτιολογηθεί –από όσους, με τις γνωστές διαδικτυακές κραυγές, πρωτοστάτησαν σε αυτόν– εξαιτίας των θέσεων που ευθαρσώς καταθέτει στη δημόσια σφαίρα : κατακεραυνώνει την πρακτική των επαναπροωθήσεων (pushbacks), στηλιτεύει την πρωθυπουργική «ανεμελιά» εν μέσω καραντίνας, αρθρώνει ένα ξεκάθαρο αντικυβερνητικό αφήγημα. Και αυτό, όπως φαίνεται, δεν συγχωρείται.
«Καλώς δεν τιμήθηκε, διότι υβρίζει τις ελληνικές αρχές», είναι το βασικό επιχείρημα, με το οποίο επιχειρείται η «δολοφονία» του χαρακτήρα του από γνωστές φιγούρες της νέας δεξιάς και της άκρας δεξιάς στην Ελλάδα. «Υβρίζει τις ελληνικές αρχές», όταν μια απλή αναζήτηση στο google, στις λέξεις “pushbacks” και “Greece”, αρκεί για να καταδείξει το βάσιμο των ισχυρισμών ενός ανθρώπου που γνωρίζει από πρώτο χέρι το τι συμβαίνει στα νερά του Αιγαίου και της Μεσογείου. Όταν υπάρχουν ακριβείς και αποδεδειγμένες καταγγελίες –που πολλές φορές συνοδεύονται και από άλλα εγκλήματα όπως πχ κλοπή χρημάτων και εγγράφων– οι οποίες αναδεικνύονται σε πλείστα όσα έγγραφα διεθνών οργανισμών αλλά και διασταυρωμένα ρεπορτάζ στο διεθνή Τύπο. «Υβρίζει τις ελληνικές αρχές», όταν υπάρχει πόρισμα-καταπέλτης του ευρωκοινοβουλίου για τις επαναπροωθήσεις, το οποίο η κυβέρνηση της ΝΔ δεν δέχεται καν να συζητήσει στη βουλή, έτσι ώστε να διερευνηθούν ευθύνες.
Ο Ιάσονας Αποστολόπουλος βρέθηκε στο στόχαστρο όχι για τις πράξεις του αλλά για τις απόψεις του. Κι αυτό είναι το επικίνδυνο. Η αναβίωση δηλαδή άλλων εποχών, όταν η ποινικοποίηση της γνώμης οδηγούσε σε επικίνδυνα μονοπάτια. Κι εδώ είναι η μεγάλη ευθύνη της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Η οποία, αντί να υπερασπιστεί την αρχική της απόφαση και να βραβεύσει τις πράξεις του διασώστη (που αυτές ήταν και το κίνητρο για να συμπεριληφθεί στην αρχική λίστα), αποδέχτηκε –εμμέσως πλην σαφώς– ότι οι δημόσια εκφρασμένες κριτικές απόψεις του αναιρούν τη σπουδαιότητα των πράξεών του οι οποίες παύουν αυτόματα να θεωρούνται άξιες για βράβευση! Τι μας λένε, δηλαδή; Ότι η πολιτεία δεν είναι δυνατόν να βραβεύσει κάποιον ο οποίος την έχει κριτικάρει; Ότι πρέπει να σιωπούμε για να μη θιγεί η εικόνα της χώρας ή ότι είναι λάθος να απαιτούμε να αλλάξει στάση η Ελλάδα και τα σώματα ασφαλείας να σέβονται τη νομιμότητα; Ότι η δημοκρατία που ευαγγελίζονται δεν είναι τόσο ανεκτική στην κριτική;
Λέει σε ένα σημείο συνέντευξής του στον ιστότοπο ieidiseis.gr, ο κοσμήτορας πολιτικών επιστημών του Παντείου, Δημήτρης Χριστόπουλος: «Θεωρώ ότι στην Ελλάδα σήμερα βιώνουμε μια στρατηγική ιδεολογική επίθεση ενός νεοσυντηρητικού αυταρχισμού που δεν κομίζει καλά νέα στην ποιότητα της δημοκρατίας μας. Σε αυτό πρωταγωνιστεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης με όλα τα πρωτοπαλίκαρα της μεταπολιτευτικής Άκρας Δεξιάς που έχει δίπλα του. Και αυτές οι πολιτικές επιλογές στο τέλος θα καταπιούν και τον ίδιο».
Η προσωπική τύχη του Κ. Μητσοτάκη μάς αφήνει παγερά αδιάφορους. Η ποιότητα της δημοκρατίας όμως, είναι υπόθεση όλων. Γι’ αυτό και οι ευθύνες της Προέδρου της Δημοκρατίας είναι αντιστρόφως ανάλογες με το ρόλο που της επιφυλάσσει το σύνταγμα. Από την ίδια εξαρτάται πώς θα διαχειριστεί το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα. Ο ευτελισμός του, πάντως, δεν θα έπρεπε να είναι στις επιλογές της.
Αννέτα Καββαδία
Πηγή: Η Εποχή