«…Μία και μόνη σώτειρα οδός ανοίγεται εις πάσαν εφεξής Κυβέρνησιν, όπως μη εν ου μακρώ χρόνω ευρεθή προ ερειπίων, εξ ενός μεν να επιδιώξη την αύξησιν των δημοσίων προσόδων ουχί διά της επιβολής νέων φόρων (της ράχεως του λαού μη ούσης επιδεκτικής περαιτέρω επιβαρύνσεως), αλλά διά λελογισμένης και ευσυνειδήτου εισπράξεως των εν ισχύϊ και επιμελούς επιτηρήσεως και προλήψεως πάσης καταχρήσεως, εξ ετέρου δε να περιορίση τον εσμόν των αργομίσθων και εν γένει καταργήση πάσαν άγονον σπατάλην του δημοσίου χρήματος…»
Είναι ο γεννημένος στο Ναύπλιο νομικός, λόγιος, ιστορικός, και πολιτευτής με το τρικουπικό κόμμα, Μιχαήλ Λαμπρυνίδης (1851-1915), σε ένα από τα πύρινα άρθρα του ενάντια στην «υπεραφαίμαξιν του λαού» που ακολούθησε την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου μετά την ήττα της χώρας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Το δημοσιεύει με τίτλο «Εν Πρόγραμμα Οικονομιών» στην εφημερίδα Αθήναι της 17 Ιουλίου 1909, μόλις έχει παραιτηθεί ο πρωθυπουργός του τρικουπικού κόμματος Γεώργιος Θεοτόκης και έχει αναλάβει ο Δημήτριος Ράλλης. Υστερα από μερικές εβδομάδες θα ξεσπάσει το στρατιωτικό Κίνημα στο Γουδί. Η Ελλάδα έφθανε τότε μόλις μέχρι και τη Θεσσαλία και την Αρτα.
Μία δεκαετία νωρίτερα, το 1898, ο Μ. Λαμπρυνίδης είχε εκδώσει το πασίγνωστο βιβλίο του «Η Ναυπλία από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς» (Εν Αθήναις, Τύποις Εκδοτικής Εταιρείας), υπογραμμίζοντας, μέσα και από δυσεύρετες σήμερα πηγές, τον κομβικό ρόλο του Ναυπλίου, το οποίο «καίτοι επί εξακόσια όλα έτη απετέλεσεν εν τη κυρίως Ελλάδι το στρατιωτικόν και ναυτικόν κέντρον των ξένων δυναστών, Φράγκων, Ενετών και Τούρκων, κατά δε την Επανάστασιν διέσωσε την ανεξαρτησίαν του Εθνους».
Την περίοδο 1903-1909 έμελλαν να ακολουθήσουν έξι μονογραφίες του μεταξύ των οποίων: οι «Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον. Η Χερσόνησος του Αίμου και οι κάτοικοι αυτής 1320-1821», αγέραστο έργο αναφοράς για τη σύγχρονη έρευνα (1907), οι «Μελέτες και άρθρα περί της Κορινθιακής σταφίδος 1894-1905» (1905), και οι «Θεσμοί παρ’ Ελλησιν», με ολοζώντανη αποτύπωση του πολιτικοκοινωνικού κλίματος πριν από τη δολοφονία του Καποδίστρια (1903). Αλλά το έργο ζωής του θα είναι η δεύτερη γραφή της «Ναυπλίας», που θα καταλάβει 1.143 χειρόγραφες σελίδες, θα καλύψει την (ίδια) περίοδο από το 1500 π.Χ έως και το 1862 μ.Χ. – έως δηλαδή και τη Ναυπλιακή Επανάσταση και τα άλλα γεγονότα που οδήγησαν στην έξωση του Βαυαρού βασιλιά Οθωνα από την Ελλάδα – θα έχει εμπλουτίσει ιδιαίτερα την παρουσίαση και ανάλυση της καποδιστριακής και οθωνικής περιόδου και θα είναι έτοιμη για το τυπογραφείο στα τέλη του 1914.
Η αναθεωρημένη «Ναυπλία», το opus magnum του Λαμπρυνίδη, είναι ένα έργο ξεχωριστό στην ιστοριογραφική παραγωγή για την εμβέλειά του, για τον πλούτο των πηγών του και τον συνδυασμό των θεματικών του, για το στοχαστικό, άμεσο, ύφος του αλλά και για το ήθος του. Διότι με αυτό, ο πρώην βουλευτής (1899-1902) Λαμπρυνίδης, που μοίραζε πια τη ζωή του ανάμεσα στο Ναύπλιο και στην Αθήνα, διόρθωσε τον εαυτό του. Αναγνώρισε τις αδυναμίες και τις ελλείψεις της πρώτης γραφής της «Ναυπλίας» και, παρότι η κριτική εντός και εκτός των τειχών την είχε επαινέσει, αφοσιώθηκε για μια 15ετία στην αναβάθμισή της, χρησιμοποιώντας νέες βιβλιογραφικές και αρχειακές πηγές, κάτι που του το επέτρεψε η ευρυμάθεια και η γλωσσομάθειά του.
Ετσι προέκυψε μια υπερδιπλάσια σε έκταση μελέτη τοπικής ιστορίας, πολύτιμη για την εθνική ιστοριογραφία, αξιόπιστη, απαλλαγμένη από την πατριδολατρική τύφλωση, η οποία αναδεικνύει τη διαχρονικά εξέχουσα θέση του Ναυπλίου αλλιώς: με όρους πρώιμης διεπιστημονικής προσέγγισης που συνδυάζουν την ιστορική, πολιτική, κοινωνική, ανθρωπολογική και πολιτισμική διάστασή της και έτσι απαντούν στα ερευνητικά και αναγνωστικά ζητούμενα της δικής μας εποχής. Ομως αυτό το χειρόγραφο έργο βρίσκεται ακόμη στο συρτάρι. Εχουν περάσει 107 χρόνια χωρίς να έχει μεταγραφεί, ούτε και σχολιαστεί ως προς τις αλλαγές και τις προσθήκες του, οι οποίες ως ένα βαθμό ενέχουν και πολιτικο-ιδεολογική διάσταση. Αντ’ αυτού, στην αγορά εξακολουθεί να κυκλοφορεί η πρώτη γραφή της «Ναυπλίας»…
Η «Υπόθεση Λαμπρυνίδη» και ειδικά η περίπτωση της «Ναυπλίας», η οποία έχει ανατυπωθεί τέσσερις φορές στην πρώτη εκδοχή της παρά το γεγονός ότι ο ίδιος ο δημιουργός της την είχε ουσιαστικά ξαναγράψει, κινδυνεύει να καταλήξει ένα θλιβερό παράδειγμα προς αποφυγή.
Η διαχείριση του δίπτυχου «Ναυπλία»-Λαμπρυνίδης, όπως έχει εξελιχθεί και όπως φαίνεται να διαγράφεται για το μέλλον, δηλώνει υποτίμηση και παραγνώριση του ειδικού βάρους ενός αξιόλογου έργου στο επιστημονικό πεδίο, περιφρόνηση της πολύπλευρης σημασίας του για το ευρύτερο ανήσυχο κοινό, επίσης δηλώνει αδιαφορία για την κοινωνική προσφορά του δημιουργού του ως πολιτευτή (με μεγάλη πείρα μάλιστα σε διοικητικές δημόσιες θέσεις), και αποσιώπηση της επιδραστικότητάς του στη δημόσια σφαίρα ως γλαφυρού επιφυλλιδογράφου και μαχητικού αρθρογράφου σε ποικιλία θεμάτων λ.χ. για τη φορολογική πολιτική, για τον εισαγωγικό δασμό στα δημητριακά και τις αναπτυξιακές προοπτικές στην Ελλάδα (ο Μ.Λ. είχε θητεύσει και ως Γενικός Γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών), για την αντιπροσώπευση και τις εκλογικές περιφέρειες, για την εθνοτική σύνθεση της νεοελληνικής κοινωνίας, για τη γλώσσα, για τα πρώτα ξενοδοχεία από τα μέσα του 1820 στο Ναύπλιο πριν ακόμη η πόλη γίνει η πρώτη πρωτεύουσα (1827-1834) του νεοσύστατου νεοελληνικού κράτους (εξαιρετικό) κ.ά.
Το δίπτυχο «Ναυπλία»-Λαμπρυνίδης θα μπορούσε να τροφοδοτήσει ουσιαστικά τόσο την έρευνα, ελληνική και διεθνή, όσο και ένα αφήγημα αυτογνωσίας με πανελλαδικό ενδιαφέρον. Αντ’ αυτού κινδυνεύει ενδεχομένως να λειτουργήσει ως πρόσχημα για την προώθηση μικροπολιτικών φιλοδοξιών και τοπικιστικών αντιλήψεων, εάν και εφόσον παρακάμπτει τις προκλήσεις της ιστορικής επιστήμης και κολακεύει έναν ρηχό ερασιτεχνισμό που καταλήγει γραφικός.
Νέες πηγές, μόνιμες αγκυλώσεις
Η «δεύτερη γραφή» της «Ναυπλίας» (έτσι είναι γνωστή στην επιστημονική κοινότητα) παραμένει αδημοσίευτη, ανέκδοτη, αναξιοποίητη στα χέρια ενός τοπικού πολιτιστικού Συλλόγου.
Η μοναδική φορά που το χειρόγραφο αυτό βρήκε την αναγνώριση που του άξιζε ήταν όταν μελετήθηκε από την ιστορικό Ευτυχία Λιάτα, η οποία το παρουσίασε το 1981 στο Δ′ Διεθνές Συνέδριο Πελοποννησιακών Σπουδών υπογραμμίζοντας, από τότε, τη σκοπιμότητα της έκδοσης τόσο της αναθεωρημένης «Ναυπλίας» όσο και του υπόλοιπου συγγραφικού έργου του Λαμπρυνίδη, διάσπαρτου στον Τύπο της εποχής και σε αυτοτελείς μελέτες. Η Λιάτα, κατοπινή διευθύντρια Ερευνών στον Τομέα Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ), είναι η μόνη που βούτηξε βαθιά και στο αρχείο του, το οποίο μάλιστα ταξινόμησε το 1981 σε 11 ντοσιέ, τα οποία φυλάσσονται (;) στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπλίου. Αλλά ούτε έπειτα από αυτά υπήρξε μακρόπνοη κινητοποίηση των τοπικών πολιτιστικών ή δημοτικών φορέων.
Κι όμως όλα είχαν ξεκινήσει με τους καλύτερους οιωνούς στις 11 Σεπτεμβρίου 1949. Τότε η κόρη και μοναδική κληρονόμος του Λαμπρυνίδη, Χαρίκλεια Χαρτουλάρη, δραστήρια Ναυπλιώτισσα που κατοικούσε στην Αθήνα και είχε πρόσφατα χηρέψει, παρέδωσε τα χειρόγραφα της 2ης γραφής της «Ναυπλίας» (μαζί και ένα μεγάλο μέρος των καταλοίπων του Λαμπρυνίδη) στον ναυπλιώτικο σύλλογο «Ο Παλαμήδης».
Και του εκχώρησε τα πνευματικά δικαιώματά της σε όσα έργα του πατέρα της αναφέρονται στο Ναύπλιο, προκειμένου ο συγκεκριμένος σύλλογος να εκδώσει το βιβλίο σε εύλογο χρόνο, και σε αντάλλαγμα να της δώσει δωρεάν 150 αντίτυπα. Μέχρι σήμερα ο «Προοδευτικός Σύλλογος “Ο Παλαμήδης”» επικαλούμενος οικονομική στενότητα δεν έκανε κανένα από τα αναγκαία βήματα παραπέρα. Μονάχα ορισμένοι πρόεδροί του, όταν έβρισκαν κονδύλια υποστήριζαν, και πέτυχαν στο διάστημα 1950-2001, την επανέκδοση της αρχικής εκδοχής της «Ναυπλίας» με το επιχείρημα να κυκλοφορεί τουλάχιστον αυτή.
Σήμερα όμως η «υπόθεση Λαμπρυνίδη» επιστρέφει στο προσκήνιο επειδή ήρθε στο φως ένας νέος όγκος με κατάλοιπά του: μια συγκροτημένη ιδιωτική βιβλιοθήκη που λειτούργησε ως άμεση αναφορά του και πηγή για τη 2η γραφή της «Ναυπλίας», με δεμένους τόμους που φέρουν χειρόγραφες σημειώσεις του, κι από κοντά μια επαγγελματική αλληλογραφία του και οικογενειακές φωτογραφίες, όλα στα κατάλοιπα του εγγονού του και πατέρα μου Νικόλαου Χαρτουλάρη (1909-1973).
Αυτό το άγνωστο έως τώρα υλικό βρίσκεται πλέον στην κατοχή μου και επιβεβαιώνει ότι ο Μιχαήλ Λαμπρυνίδης υπήρξε ένας ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος με πολλές ιδιότητες και με ανησυχίες για θέματα κρίσιμα και στις μέρες μας. Η στιγμή είναι λοιπόν ώριμη τόσο για την έκδοση (επιτέλους) της αναθεωρημένης «Ναυπλίας» με επιστημονικούς όρους, όσο και για την ανάδειξη της πολυσχιδούς προσωπικότητας του συγγραφέα της, ο οποίος με το σύνολο του έργου του φωτίζει την εποχή της διαμόρφωσης του νεοελληνικού κράτους από μια γωνία ανεξερεύνητη.
Τα νέα ευρήματα σχετικά με τον Λαμπρυνίδη τα συζητήσαμε με έναν κύκλο έγκριτων ιστορικών, και μεταξύ τους πρώτη την Ευτυχία Λιάτα. Το γεγονός τέθηκε σε γνώση του Δ.Σ. του συλλόγου «Ο Παλαμήδης» με επιστολή μου της 15/2/2021 (που πρωτοκολλήθηκε) μέσω της οποίας απευθυνόταν πρόσκληση προς τον «Παλαμήδη» σε μια «δυναμική συνεργασία για την ολιστική αξιοποίηση της β’ γραφής της “Ναυπλίας” ως δημόσιου αγαθού».
Η εισήγηση πρότεινε ένα εκδοτικό πλάνο ακαδημαϊκών απαιτήσεων με τρεις τόμους για τη «Ναυπλία» και για το υπόλοιπο συγγραφικό έργο του Λαμπρυνίδη, το οποίο μπορεί πλέον να μελετηθεί σε βάθος και υπό το φως των καταλοίπων του, γνωστών και άγνωστων ώς τώρα. Ειδικότερα υπογραμμιζόταν ότι είναι κρίσιμο η μεταγραφή να γίνει από εξειδικευμένο/η πτυχιούχο Ιστορίας ή Κοινωνικής Ιστορίας ή Κοινωνιολογίας, να υπάρχει επιστημονικός υπεύθυνος/η του όλου εγχειρήματος και να συνεργάζονται μεταξύ τους. Επίσης προτάθηκε η δημιουργία ενός σχετικού ντοκιμαντέρ. Παράλληλα, δραστήριοι Ναυπλιώτες κινητοποιήθηκαν ώστε να εξασφαλιστεί από εκλεκτό πολιτιστικό ίδρυμα η απαραίτητη χορηγία γι’ αυτό το απαιτητικό έργο, ενημέρωσαν μάλιστα σχετικά την πρόεδρο του Πολιτιστικού Οργανισμού του Δήμου Ναυπλίου (ΔΟΠΠΑΤ).
Ωστόσο προς το παρόν τα νέα ευρήματα-κατάλοιπα του Λαμπρυνίδη δεν φαίνεται να έχουν συγκινήσει ούτε στο ελάχιστο τον «Παλαμήδη». Είναι θετικό το ότι ο Πολιτιστικός Οργανισμός του δήμου δέσμευσε κονδύλια και ότι μαζί ο δήμαρχος, ο ΔΟΠΠΑΤ και ο «Παλαμήδης» ανακοίνωσαν επίσημα ότι θα προχωρήσει η έκδοση της β’ γραφής της «Ναυπλίας» και του υπόλοιπου έργου του Λαμπρυνίδη. Παρά όλα αυτά δεν έχει παρέλθει ο κίνδυνος αυτή η υπόθεση να μείνει φυλακισμένη στον τοπικό ορίζοντα, όπως συμβαίνει εδώ και έναν αιώνα, και, το χειρότερο, να προχωρήσει χωρίς την εγγύηση ενός ιστορικού της νεοελληνικής Ιστορίας.
Στο σάιτ του «Παλαμήδη» γίνεται λόγος μόνο για «διάσωση» (ψηφιοποίηση) του χειρογράφου, «δακτυλογράφηση και απόδοση της αρχικής μορφής του κειμένου» της 2ης γραφής «Ναυπλίας», χωρίς καμία νύξη για την ιστορικο-κοινωνική μελέτη ούτε για κάποια εμπλοκή ειδικευμένων ιστορικών επιστημόνων, προσεγγίσεις που θα επέτρεπαν να αναδειχθεί αυτό το έργο σε εθνικό πλαίσιο (εδώ θα βοηθούσε και μια χορηγία) και να ταράξει τα επιστημονικά νερά.
Ούτε καν για τον αναγκαίο υπομνηματισμό γίνεται λόγος (ακόμα και η κόρη του αναφέρεται ως εγγονή του…), άλλωστε η μεταγραφή ανατέθηκε ήδη σε εκπαιδευτικό με ειδίκευση και μεταπτυχιακές σπουδές στη γλωσσολογία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
Ενισχύεται έτσι η αίσθηση ότι η αναβαθμισμένη αξιοποίηση του έργου του Μιχαήλ Λαμπρυνίδη έχει παραπεμφθεί και πάλι στις ελληνικές καλένδες. Κι όμως δεν πρόκειται για το σκαλοπάτι σε κάποιες καριέρες αλλά για το πολιτισμικό κεφάλαιο της χώρας…
Δύο ιστορικοί σχολιάζουν την κρισιμότητα μιας εξειδικευμένης ιστορικής μελέτης του έργου του Μ. Λαμπρυνίδη
«Συνειδητός πολιτικός και λειτουργικός λόγιος»
«Η ανάσυρση σήμερα από την αφάνεια του χειρογράφου της βελτιωμένης, συμπληρωμένης, αναθεωρημένης “Ναυπλίας” και η επιστημονική έκδοσή του θεωρώ ότι θα ήταν κέρδος για την ιστορική επιστήμη, καθώς η ενασχόληση με ζητήματα τοπικής ιστορίας όχι μόνο δεν σταμάτησε στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, αλλά συνεχίζεται ώς τις μέρες μας», εξηγεί στην «Εφ.Συν.» η ιστορικός και «ειδικός» στον Λαμπρυνίδη, Ευτυχία Λιάτα. «Μόνο που η σύγχρονη οπτική είναι διαφορετική, και ως προς την κατεύθυνση αυτή το έργο του Λαμπρυνίδη θα μπορούσε να συμβάλει στην κατανόηση της εξέλιξης της τοπικής ιστοριογραφίας με στόχο την “εθνική απογραφή” των μικρών πατρίδων, όπως την είχε προτείνει ο Κ. Θ. Δημαράς.
»Ως προς το υπόλοιπο συγγραφικό έργο του Λαμπρυνίδη, η συστηματική συναγωγή, καταγραφή και μελέτη του θα είχε να αναδείξει έναν περιφερειακό λόγιο με ευρύτητα ιστορικών ενδιαφερόντων, αλλά και θεμάτων οικονομικών, νομικών, πολιτικών και κοινωνικών, όπως αποτυπώνονται στα πλέον των 140 δημοσιευμάτων του (αυτοτελείς μελέτες και δημοσιεύσεις στον Τύπο). Εξάλλου, σημαντικό μερίδιο κατέχουν τα ευθυμογραφήματά του και τα ιστορικά χρονογραφήματα, που με το γλαφυρό τους ύφος θυμίζουν αντίστοιχες σελίδες του Βλαχογιάννη.
»Ο Λαμπρυνίδης είναι ένα αδευτέρωτο πρότυπο Ναυπλιώτη λόγιου που ασχολήθηκε με το παρελθόν της Ναυπλίας και με ερευνητική και συγγραφική ένταση πύργωσε ένα τόσο σπουδαίο συγγραφικό έργο όπως η “Ναυπλία”. Οι παρεμβάσεις του στον Τύπο για θέματα της πάτριας ιστορίας αλλά και προβλημάτων της εποχής του με θέσεις και υποδείξεις για τη λύση τους τον ανέδειξαν συνειδητό πολιτικό και λειτουργικό λόγιο, συγκροτημένο και παραγωγικό υποκείμενο της κοινωνίας του».
Από την πλευρά του ο οθωμανολόγος ιστορικός Μαρίνος Σαρηγιάννης, (Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών ΙΤΕ του Πανεπιστημίου Κρήτης) ο οποίος συνυπέγραψε με την οθωμανολόγο Σοφία Λαΐου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, τη μελέτη και τη μετάφραση της πρωτοπρόσωπης αφήγησης του Οθωμανού αξιωματούχου Γιουσούφ Μπέη από την άλωση του Ναυπλίου το 1822 (εκδ. Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών 2019) συμπληρώνει:
«Η ολοκληρωμένη έκδοση αυτής της απείρως πλουσιότερης δεύτερης γραφής της “Ναυπλίας” είναι κεφαλαιώδους σημασίας για κάθε μελετητή της περιοχής και ιδιαίτερα για την προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο. Προκειμένου να αξιοποιηθεί πλήρως το υλικό και να μεγιστοποιηθεί το όφελος τόσο της ιστορικής κοινότητας όσο και οποιουδήποτε πολίτη ενδιαφέρεται για το παρελθόν της περιοχής του Ναυπλίου, καλό θα είναι μια τέτοια έκδοση να γίνει με την επιμέλεια ιστορικών επιστημόνων ειδικευμένων κυρίως στην ιστορία της Πελοποννήσου τον 18ο και 19ο αιώνα: θα είναι κρίμα να αναληφθεί τέτοιο έργο χωρίς να γίνει κάποιου είδους υπομνηματισμός στο φως των εκατό χρόνων ιστορικής έρευνας που έχουν μεσολαβήσει από τότε.
»Επιπλέον, μια τέτοια έκδοση επιβάλλεται να αξιοποιήσει το προσωπικό αρχείο του Λαμπρυνίδη, με την εμπειρία των σύγχρονων μεθόδων κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας, ούτως ώστε να αναδείξει την περίπτωσή του ως ιστοριοδίφη, πολιτικού, νομικού και δημοσιογράφου στο πλαίσιο μιας εποχής ιδιαίτερα κρίσιμης για τη διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους. Φωτίζοντας τις νοοτροπίες, την ιστορική μνήμη και συνείδηση, τους συσχετισμούς με την πολιτική και κοινωνική συγκυρία αλλά και τις ενδεχόμενες σιωπές του Λαμπρυνίδη, μια τέτοια εξειδικευμένη ιστορική μελέτη θα ήταν εξαιρετικά ωφέλιμη για τη γνώση μας σχετικά με τη νεοελληνική πραγματικότητα του ύστερου 19ου και του πρώιμου 20ού αιώνα».
Μικέλα Χαρτουλάρη
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών