Μία αριστερή ριζοσπαστική πολιτική ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας πρέπει να έχει πολύ καθαρό σχέδιο για το κανάλι μέσα από το οποίο θα επιδιώξει το μετασχηματισμό της: θα είναι μέσα από τις μεγάλες επιχειρηματικές επενδύσεις και τις εξαγωγές που εξυπηρετούν οι πολιτικές λιτότητας και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο, ή μέσα από την στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, της εργασίας και της πράσινης μετάβασης όπως την επιδιώκει το Σχέδιο Προγράμματος, αλλά με την έμφαση να δίνεται στην τόνωση των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας και της ζήτησης των χαμηλότερων εισοδηματικά τάξεων στα πλαίσια ενός οικοσοσιαλιστικού παραγωγικού μετασχηματισμού που δεν θα υπακούει στην χωρίς όρια ανάπτυξη για το κέρδος;
Ανεξάρτητα από το ποια οικονομική πολιτική (προοδευτικά σοσιαλδημοκρατική ή ριζοσπαστικά αριστερή) επιχειρήσει να εφαρμόσει μία μεθαυριανή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει να έχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δημοσιονομική ευχέρεια στη διάθεσή της. Κάτι καθόλου σίγουρο, καθότι από το 2023 πιθανότατα θα επιστρέψουμε σε κάποια αυστηρή μορφή Συμφώνου Σταθερότητας με το ελληνικό δημόσιο χρέος πάνω από 210% του ΑΕΠ.
Σύμφωνα, μάλιστα, με ευρωπαϊκές εκτιμήσεις, «η προσαρμογή μετά το 2022 φτάνει το 13% του ΑΕΠ για την Ελλάδα» και με τους υφιστάμενους δημοσιονομικούς κανόνες αποτελεί τη μεγαλύτερη στην ΕΕ.
Αυτό πρακτικά σημαίνει πως αν η ελάφρυνση του ιδιωτικού χρέους αποτελεί την ικανή συνθήκη ανάκαμψης της οικονομίας, η αποφυγή μίας νέας κρίσης δημοσίου χρέους αποτελεί την αναγκαία συνθήκη ή προϋπόθεση υλοποίησης της ανάκαμψης. Γι’ αυτό και θα απαιτηθεί μία διπλή προσπάθεια, πρώτο η πίεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την ουσιαστική αλλαγή και χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας και δεύτερο η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους ειδικότερα. Διαφορετικά, το σενάριο εγκλωβισμού της αριστερής διακυβέρνησης σε ένα νέο άτυπο μνημόνιο θα είναι ένα πολύ σοβαρό ενδεχόμενο που δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη του το παρόν Σχέδιο Προγράμματος.
Είναι αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός του τρόπου άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής. Η δημοσιονομική πολιτική δεν θα πρέπει να ενισχύει τον επιχειρηματικό τομέα υποθέτοντας την δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά να δημιουργεί κρατικά εγγυημένες μαζικές θέσεις εργασίας για όλους όσους επιθυμούν και είναι ικανοί να εργαστούν μέσω προγραμμάτων που θα αυξάνουν άμεσα την απασχόληση ιδίως όταν η ζήτηση του ιδιωτικού τομέα μειώνεται.
Ταυτόχρονα πρέπει να προχωρήσουμε σε μια σχεδιασμένη παραγωγική ανασυγκρότηση με ριζική πράσινη αλλαγή του ενεργειακού, βιομηχανικού, οικιστικού και καταναλωτικού πρότυπου στην οποία αδυνατούν να πρωτοστατήσουν οι ιδιωτικές επενδύσεις ελλείψει υψηλής κερδοφορίας.
Γι’ αυτό η λύση πρέπει να είναι: από τη μια κούρεμα και αναδιάρθρωση χρέους με παράλληλη ουσιαστική τόνωση των δημοσίων επενδύσεων, και από την άλλη ανάκτηση του δημοσίου ελέγχου της τραπεζικής χρηματοδότησης και αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων σε μαζικά προγράμματα εγγυημένης κοινωνικής εργασίας ικανά να δημιουργήσουν επαρκή ζήτηση και προσφορά.
Με βάση αυτή τη θεώρηση, προτείνουμε μία σειρά μέτρων πολιτικής εναλλακτικών ή συμπληρωματικών σε αυτά του Σχεδίου Προγράμματος:
→ Επαναδιαπραγμάτευση για τη ρύθμιση και το μερικό κούρεμα του δημοσίου χρέους με πιθανή αναστολή πληρωμής τόκων. Το δημόσιο χρέος αποτελεί μείζονα περιορισμό σε μια χώρα που έχει εκχωρήσει την νομισματική της πολιτική. Γι’ αυτό χρειάζεται και αμοιβαιοποίηση στην αναχρηματοδότηση (βλ ευρωπαϊκά και πράσινα ομόλογα) στα πλαίσια μιας συνολικής ευρωπαϊκής αναδιαπραγμάτευσης ιδίως για τις χώρες του Νότου.
→ Εξαίρεση των δημοσίων επενδύσεων από τον υπολογισμό του πρωτογενούς ισοζυγίου και διπλασιασμό τους εντός διετίας σαν ποσοστό του ΑΕΠ.
→ Ολική ή μερική διαγραφή των δανειακών υποχρεώσεων των υπερχρεωμένων νοικοκυριών, ανάλογα με την κατάσταση απασχόλησης (ανεργία) ή την μείωση του εισοδήματος που έχουν υποστεί από τη σύναψη του δανείου μέχρι σήμερα.
→ Δημόσιος έλεγχος με συμμετοχή των εργαζομένων στις τράπεζες. Επειδή η Αναπτυξιακή Τράπεζα και οι μικροπιστώσεις δεν επαρκούν για την άσκηση ενεργητικής χρηματοδοτικής πολιτικής προσανατολισμού των επενδύσεων σε επιλεγμένες δραστηριότητες και κλάδους του νέου πράσινου παραγωγικού υποδείγματος, προτείνεται η κρατικοποίηση τουλάχιστον μιας συστημικής και μιας συνεταιριστικής τράπεζας.
→ Απο-ιδιωτικοποιήσεις. Ανάκτηση από το Δημόσιο όσων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αφορούν δημόσια αγαθά (υγεία, νερό, ρεύμα, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες) και δεν το απαγορεύει ρητά η ευρωπαϊκή νομοθεσία, οπότε σε αντίθετη περίπτωση ο αγώνας μετατίθεται στην ευρωπαϊκή αρένα. Πρόκειται για πολύ βασικούς και νευραλγικούς για την οικονομία και κοινωνία τομείς, οι οποίοι στα χέρια του ιδιωτικού τομέα κατά κανόνα δεινοπαθούν, καθώς υπακούν στο νόμο του κέρδους και όχι στις κοινωνικές ανάγκες που άμεσα υποτίθεται πως εξυπηρετούν.
→ Αύξηση των δημοσίων δαπανών για την υγεία από 5,3% του ΑΕΠ που ήταν το 2019 σε 7% – όπως ορθά ζητά το Σχέδιο Προγράμματος – που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη (βάσει Eurostat κι ενώ βάσει Προϋπολογισμού το 2020 ήταν για την Ελλάδα 3%).
→ Παρομοίως αύξηση των δημοσίων δαπανών για την παιδεία από 4% του ΑΕΠ που ήταν το 2019 σε 4,5% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη (βάσει Eurostat κι ενώ βάσει Προϋπολογισμού το 2020 ήταν 3,4%). Για την κοινωνική προστασία οι κρατικές δαπάνες σε Ελλάδα και ΕΕ είναι στα ίδια σχεδόν επίπεδα (19,8% το 2019).
→ Οι παραπάνω ενισχύσεις του κοινωνικού κράτους θα συνοδεύονται από ανάλογες προσαρμογές προς τα κάτω (σαν ποσοστό του ΑΕΠ το 2019) των δαπανών άμυνας (από 2% σε 1,2%), δημόσιας τάξης & ασφάλειας (από 2,1% σε 1,7%) και γενικών δημοσίων υπηρεσιών (από 7,9% σε 5,8%) ώστε να στοιχηθούν και αυτές με τους αντίστοιχους μέσους όρους στην Ευρωζώνη.
→ Δημιουργία 300.000 θέσεων εργασίας μέσω κρατικών προγραμμάτων εγγυημένης απασχόλησης μέσω προσέλκυσης νέων και ανακατανομής υφισταμένων κοινοτικών πόρων που όχι μόνο θα τονώσουν τη ζήτηση και την οικονομική ανάπτυξη, αλλά θα συγκρατήσουν εργασιακά ζωντανούς στη χώρα τους νέους που δεν βρίσκουν εργασία. Οι 150.000 νέες θέσεις εργασίας θα απορροφήσουν όλους τους νεολαίους άνεργους ηλικίας 20-30 ετών (18,5% της συνολικής ανεργίας), ενώ οι άλλες 150.000 θα αφορούν τους πιο φτωχούς και μακροχρόνια ανέργους ιδιαίτερα ηλικίας άνω των 55 ετών που δύσκολα βρίσκουν εργασία. Το μεγαλύτερο μέρος τους θα απασχοληθεί σε δραστηριότητες πράσινου ενεργειακού μετασχηματισμού και εξοικονόμησης, περιβαλλοντικής προστασίας στο δημόσιο, την ΤΑ και στον τομέα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, ώστε να εντάσσεται στα προγράμματα των 18 δις επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης.
→ Επίσης, σε μία περίοδο που για την καταπολέμηση της ανεργίας στην Ευρώπη συζητούν για μείωση/μοίρασμα του εργάσιμου χρόνου στις 32 ή και 30 ώρες εβδομαδιαίως, εμείς – αντί της πιλοτικής και με κρατική αποζημίωση στοχευμένης μείωσης του Σχεδίου Προγράμματος – μπορούμε και πρέπει να προχωρήσουμε στην μείωση των ωρών εργασίας χωρίς μείωση μισθών: (α) σε 35 ώρες στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες συγκεντρώνουν τo 38% των απασχολουμένων και (β) σε 38 ώρες αντίστοιχα στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις (με απασχόληση μικρότερη των 10 εργαζομένων) που συγκεντρώνουν το 62% του συνόλου των εργαζομένων. Πρόκειται για μία μεσοσταθμική μείωση 7,8% των ωρών εργασίας που μπορεί να γίνει σταδιακά μέσα στην τετραετία ώστε να απορροφήσουν οι επιχειρήσεις πιο ομαλά το κόστος με τη βοήθεια και της αύξησης της παραγωγικότητας. Η μείωση αυτή είναι ικανή να αυξήσει την μισθωτή εργασία κατά 8,5%, δηλαδή να προσθέσει άλλες 210.000 θέσεις εργασίας περίπου. Με τον τρόπο αυτό (προτάσεις 10 και 11) ο αριθμός των ανέργων είναι δυνατόν να μειωθεί κατά 50% ενόσω η μείωση των ωρών εργασίας θα συμβάλλει στην μείωση των εκπομπών CO
→ Η σημαντική αυτή αύξηση της απασχόλησης σε συνδυασμό με τη νέα πρόταση του Σχεδίου για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, δηλαδή σε αξιοπρεπή επίπεδα διαβίωσης, θα δώσει μία αναπτυξιακή ώθηση στην οικονομία αντισταθμίζοντας την συρρίκνωση και διευκολύνοντας τον μετασχηματισμό του παλιού παραγωγικού μοντέλου που στηρίζεται στους υδρογονάνθρακες.
→ Αντίστοιχη με τον κατώτατο μισθό πρέπει να είναι και η αύξηση του επιδόματος ανεργίας με παράλληλη επέκταση της διάρκειάς του στα δύο έτη.
→ Απαγόρευση απολύσεων σε επιχειρήσεις που είναι κερδοφόρες και δεν αντιμετωπίζουν σοβαρά και άμεσα οικονομικά προβλήματα.
→ Κατάργηση της ενοικίασης εργαζοµένων και έλεγχος της μαύρης και αδήλωτης εργασίας. Υπολογίζεται ότι η μαύρη εργασία προσεγγίζει το 25% με 35%. Ο έλεγχός της μπορεί να αποφέρει μεγάλα έσοδα στα ασφαλιστικά ταμεία ώστε να μην αναζητείται η κάλυψη των ελλειμμάτων τους από τη μείωση των συντάξεων και την αύξηση των ορίων ηλικίας. Στα λοιπά ζητήματα των εργασιακών σχέσεων (πχ αποκατάσταση συλλογικών συμβάσεων, ακύρωση αντεργατικού νόμου ΝΔ, ενίσχυση ΣΕΠΕ κλπ) συμφωνούμε με τις προτάσεις του Σχεδίου Προγραμματικών Θέσεων.
→ Παράλληλα, απέναντι στο φαινόμενο των πτωχεύσεων να ζητήσουμε για όλες τις επιχειρήσεις που κλείνουν και προσπαθούν να ενταχθούν στο άρθρο 99, διαχειριστικό έλεγχο σε βάθος και ένα μέρος από αυτές οι οποίες υπό προϋποθέσεις κρίνονται βιώσιμες, να αποδοθούν στους εργαζόμενους για να τις επαναλειτουργήσουν.
→ Το Νέο Κοινωνικό Εισόδημα (ΝΚΕ) στο οποίο αναφέρεται το Σχέδιο Προγράμματος δεν προσδιορίζει ποιοι και πόσοι το δικαιούνται ή το ύψος της απολαβής. Λέει μόνο ότι θα αφορά τόσο τους μη έχοντες όσο και τα μεσαία στρώματα (δηλ την κοινωνική πλειοψηφία) και θα καλύπτει τις ανάγκες σε βασικά κοινά αγαθά (στέγη, ρεύμα, νερό, ίντερνετ). Φιλοδοξεί να καλύψει μάλλον 3.200.000 άτομα που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά με ένα επίδομα στο όριο της σχετικής φτώχειας (430 ευρώ περίπου) που είναι πολύ χαμηλότερο από αυτό που μπορεί να εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης (βλ παραπάνω για βασικό μισθό). Προτείνεται η αύξησή του κατά 50% στα 650 ευρώ περίπου και η μείωση των δικαιούχων αντίστοιχα ώστε να καλυφθεί η ακραία φτώχεια.
→ Η ανισότητα στην φορολογία είναι στην Ελλάδα 72% υψηλότερη απ’ ότι στην ΕΕ27, αφού ο λόγος έμμεσων προς άμεσους φόρους είναι στην Ελλάδα 1,77 έναντι μόλις 1,03 στην ΕΕ27. Για τη μείωσή της χρειάζεται συνεπώς σταδιακή μείωση των φόρων κατανάλωσης και ειδικότερα του ΦΠΑ, ιδιαίτερα σε βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης. Επίσης κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και του τεκμηρίου διαβίωσης για την 1η κατοικία.
→ Για τη μείωση της ανισότητας στα εισοδήματα θα μπορούσε να τεθεί ένα ανώτατο όριο στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, όπως ακριβώς με το ενιαίο μισθολόγιο υπάρχει και στους μισθούς του δημόσιου τομέα (αποδοχές γενικών γραμματέων που δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα 4.630 ευρώ μικτά). Το όριο αυτό στον ιδιωτικό τομέα όπου οι κίνδυνοι αλλά και οι ευκαιρίες είναι μεγαλύτερες θα μπορούσε να είναι περίπου το διπλάσιο (9-10.000 ευρώ), ώστε να αποφεύγονται οι μισθολογικές υπερβολές ιδιαίτερα σε μία χώρα της οποίας η οικονομία τελεί υπό συνθήκες άτυπης χρεοκοπίας και της οποίας το 1/3 της κοινωνίας είναι σε κατάσταση φτώχειας.
→ Παρομοίως, για τη μείωση των ανισοτήτων στον πλούτο, να θεσπιστεί ένας ανώτατος φορολογικός συντελεστής για το υψηλότερο 10% των εισοδημάτων, όπως και ειδικός φόρος για τη μεγάλη ακίνητη περιουσία. Επίσης, όπως φορολογείται η ακίνητη περιουσία (ΕΝΦΙΑ), έτσι μπορεί και πρέπει να φορολογηθεί η κινητή περιουσία των Ελλήνων (γύρω στα 320 δις δολ σύμφωνα με την Credit Suisse το 2020) και ειδικότερα το χρηματιστηριακό – κερδοσκοπικό σκέλος της (βλ μετοχές, ομόλογα, παράγωγα, αμοιβαία κεφάλαια κλπ που αντιστοιχούν στο 1/3 του συνόλου και με ένα φορολογικό συντελεστή 1% μπορεί να αποδώσει έσοδα 1 δις περίπου). Επίσης, ο φόρος στα μερίσματα που μειώθηκε από τη ΝΔ το 2019 από το 10% στο 5% να αυξηθεί στα επίπεδα του 15% όπως ήταν παλιά ώστε τα κέρδη να επενδύονται εκ νέου στις επιχειρήσεις.
→ Ακόμη να συνδράμουμε τη συζήτηση που διεξάγεται σήμερα μεταξύ 10 χωρών-μελών της ΕΕ για την επιβολή ενιαίου φορολογικού συντελεστή στις χρηματιστηριακές συναλλαγές (μετοχές, παράγωγα, δομημένα προϊόντα) η οποία θα μπορούσε να συμβάλλει στον περιορισμό της κερδοσκοπίας, των ανισοτήτων και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος.
→ Θέσπιση φορολογικού συντελεστή 25% για τις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις όπως ήταν η αρχική πρόταση Μπάϊντεν (αντί του 15% που συμφωνήθηκε στο G7 αφήνοντας αδιάφορη την αγορά), με παράλληλη δημιουργία διαδικασιών δημόσιου και κοινωνικού ελέγχου. Ένας τέτοιος φόρος θα μπορούσε να βοηθήσει στη χρηματοδότηση υψηλότερων δαπανών υποδομής.
→ Επίσης, να απαιτήσουμε να επιστραφούν τα χρήματα τα οποία δόθηκαν ως δάνεια, επιχορηγήσεις, χρηματοδοτήσεις κτλ. σε μεγάλες επιχειρήσεις και τα οποία ποτέ δεν έγιναν επενδύσεις και απασχόληση. Επανεξέταση των συμβάσεων αποφυγής διπλής φορολογίας. Το μεγάλο διεθνές σκάνδαλο στις μέρες μας δεν είναι η διπλή φορολόγηση των κερδών, αλλά η διπλή αποφυγή φορολόγησης κερδών (η μη φορολόγηση κερδών δηλαδή σε καμία χώρα) και η φορολόγηση των κερδών που αποδίδονται στις μητρικές εταιρίες με πολύ χαμηλούς συντελεστές. Δραστική αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου και του ελεγκτικού έργου στο πεδίο των ενδοομιλικών συναλλαγών των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Κατάργηση των περιορισμένης απόδοσης ειδικών φορολογικών καθεστώτων (Ειδικές Οικονομικές Ζώνες, επενδύσεις μέσω Fast Track, κίνητρα επενδύσεων των αναπτυξιακών νόμων) και των προκλητικών φοροαπαλλαγών. Ειδικοί, αυξημένοι φορολογικοί συντελεστές για τις Τράπεζες. Ειδική φορολογία σε επιχειρήσεις εκμετάλλευσης εμπορικών κέντρων και πολυχώρων διασκέδασης, τα έσοδα της οποίας θα οδηγηθούν σε προγράμματα δανειοδότησης βιώσιμων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
→ Παρά τις εξαγγελίες, δεν έχουμε προχωρήσει ουσιαστικά στον εντοπισμό των παράνομων κερδών λαθρεμπορίου, καυσίμων και τσιγάρων, που υπολογίζονται ετησίως σε 1-1,7 δισ., με πλήρη εφαρμογή των συστημάτων εισροών-εκροών στη διακίνηση καυσίμων, τοποθέτηση scanners στα τελωνεία και επιβολή βαρύτατων προστίμων και ποινών στους παραβάτες φοροκλέπτες.
→ Πάταξη της διαφθοράς από την οποία, με δεδομένο ότι οι μίζες εκτιμώνται μεταξύ 10% (Παπανδρόπουλος) και 30% (Τούντας), είναι λογικό να αναμένεται σοβαρή εξοικονόμηση. Το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας εκτιμά πως η διαφθορά κοστίζει 14 δισ. ετησίως στην Ελλάδα (βλ. προμήθειες νοσοκομείων, ΤΑ, εξοπλιστικών δαπανών, υπερτιμολογήσεις μεγάλων έργων κτλ.). Σχετικά μέσα καταπολέμησής της έχουν προταθεί επανειλημμένα κι είναι απολύτως εφικτά και εφαρμόσιμα (π.χ. καθιέρωση εσωτερικών ελέγχων σε δημόσιους οργανισμούς, επιβολή ανάρτησης «πόθεν έσχες» στο διαδίκτυο δημοσίων υπαλλήλων και στελεχών τοπικής αυτοδιοίκησης και τακτικός έλεγχος έως β’ βαθμού συγγενικών τους προσώπων, υιοθέτηση διπλογραφικού λογιστικού συστήματος στην οικονομική διαχείριση, εκτεταμένη χρήση ηλεκτρονικών συναλλαγών, κατάσχεση περιουσιών σε παραβάτες ανάπτυξη μορφών κοινωνικού και εργατικού έλεγχου κ.ά.).
→ Στα παραπάνω ζητήματα εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής εξυγίανσης, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προσθέσει την υλοποίηση κρίσιμων μεταρρυθμίσεων στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και των δομών της οικονομίας προκειμένου να φορολογηθούν τα 40 δισ. της παραοικονομίας (24% του συνολικού ΑΕΠ) και να συλληφθούν ετησίως διαφεύγοντες φόροι 12-15 δισ.
→ Λήψη μέτρων προκειμένου να βεβαιωθούν και να εισπραχθούν οι αναλογούντες φόροι ακίνητης περιουσίας επί της αξίας των ακινήτων που βρίσκονται στην Ελλάδα και που ανήκουν σε αλλοδαπές εταιρείες οι οποίες δεν έχουν καμία δραστηριότητα στη χώρα της έδρας τους (off-shore). Τα διαθέσιμα στοιχεία είναι αμείλικτα: από τις 6.500 εξωχώριες εταιρείες στην Ελλάδα που έχουν επιβεβαιώσει οι αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΟΙΚ ότι έχουν στην κατοχή τους ακίνητα μεγάλης αξίας, οι 5.000 δεν καταβάλλουν στην Εφορία τον ειδικό φόρο επί των ακινήτων.
→ Να προχωρήσουμε άμεσα στην φορολογία της Εκκλησίας και στο διαχωρισμό της από το Κράτος, με παράλληλη διανομή για εκμετάλλευση των αγροτικών εκτάσεων που ανήκουν στην εκκλησία σε άκληρους ή με μικρές καλλιεργήσιμες εκτάσεις αγρότες.
→ Νόμος για την υπαγωγή των επιχειρήσεων (βλ τομείς εξόρυξης, παραγωγής και υπηρεσιών) στους περιορισμούς και την εναρμόνιση με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού. Διακοπή των άμεσων ή έμμεσων κρατικών ενισχύσεων σε επιχειρήσεις που επιβαρύνουν το περιβάλλον.
→ Η προστασία της βιοποικιλότητας, εκτός από την επιτάχυνση όλων των διαδικασιών για τη σωστή χωροθέτηση των ΑΠΕ με διαφανή και ουσιαστική διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες, σημαίνει τη δημιουργία περισσότερων προστατευμένων περιοχών – ιδιαίτερα στη θάλασσα -, τη σύνδεση του αγροδιατροφικού τομέα με την υγεία και το κλίμα, αλλά κυρίως την ακύρωση όλων των σχεδίων για εξορύξεις.
→ Αξιοποίηση της διεθνούς εμπειρίας και παροχή χρηματοοικονομικών κινήτρων για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας, των συνεταιριστικών επιχειρήσεων, των ΑΠΕ και των ενεργειακών κοινοτήτων. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν είμαστε σύμφωνοι με τα φαραωνικά μεγέθη και την τρέχουσα χωροθέτηση των ΑΠΕ (κυριολεκτικά όπου νάναι). Επίσης πρέπει να διευκρινίσουμε τι διαφορετικό θα κάνουμε αυτή τη φορά με τις Ενεργειακές Κοινότητες και την Κοινωνικά Αλληλέγγυα Οικονομία (ΚΑΛΟ) σε σχέση με ότι κάναμε στην πρώτη διακυβέρνηση.
Το κείμενο υπογράφουν οι:
Αβραμίδης Αντρέας
Αυγουστάκη Ελένη
Βαμβουκάκης Φίλιππος
Βελισσάριος Αλέξανδρος
Γερούκη Έλενα
Γεωργαντά Κατερίνα
Γεωργίου Ζωή
Γκινοσάτης Γιώργος
Γκοράνης Πολύδωρος
Δαβάκη Κωνσταντίνα
Δοξιάδης Κύρκος
Εικοσιπεντάρχου Κωνσταντίνα
Θαλασσινού Αλεξάνδρα
Ιακωβίδου Ελένη
Καββαδία Αννέτα
Καλλωνιάτης Κώστας
Καλογιαννάκος Σωτήρης
Καμπυλαυκάς Δημήτρης
Κανελλοπούλου Μαρία
Καραμπούλας Βλάσσης
Καρέλλας Δημήτρης
Καρίγιαννης Λεωνίδας
Καρυωτάκης Δαυίδ
Κατσαρός Τάκης
Κλαυδιανού Άση
Κλαυδιανός Παύλος
Κοιλάκος Σταμάτης
Κότσαλης Γιώργος
Κριωνάς Σωτήρης
Λαμπράκης Φώτης
Λαμπρόπουλος Παναγιώτης
Μανουσάκη Ελέγκω
Μανωλιτσάκης Ιδομενέας
Μαριόλη Ελένη
Μαστρογιαννόπουλος Τάκης
Ματσούκα Χαρά
Μαχαίρα Χριστίνα
Μουσουλίδης Γιάννης
Μπαλαούρας Μάκης
Μπουγελέκας Γιώργος
Μπούκας Δημήτρης
Μπράτσε Δημήτρης
Νιάκας Σπύρος
Οικονόμου Μίλτος
Παντελάκης Νίκος
Παπαδόπουλος Χριστόφορος
Παπαδοπούλου Δέσποινα
Παπαθανασίου Πόπη
Πετράκη Γεωργία
Πιλάλης Χρήστος
Πολυδώρου Δώρος
Σαπουνά Αγγέλικα
Σαρρής Γιάννης
Σερβετάς Νίκος
Σκούντζου Μάγδα
Σπαθής Μάκης
Σπουρδαλάκης Μιχάλης
Σταματάκη Ελένη
Σταυροπούλου Καλλιόπη
Σταυρουλάκη Αλκμήνη
Τάσσης Χρύσανθος
Τζίκας Θράσσος
Τζώγα Μαρία
Τσαλουχίδου Θάλεια
Φανουράκης Σήφης
Φράγκος Αντώνης
Φραγκούλης Διονύσης
Χριστούλη Έλενα
Ψαλιδάκος Πούλος
Ψαρρά Στέλλα