Μια τέχνη ταπεινή: αυτό είναι η ανάγνωση. Τέχνη καθιστική, παθητική, του πάσχοντος υπό την διαμεσολάβηση άλλου. Τέχνη όμως υψηλότατη, τέχνη της φαντασίας. Διότι ο αναγνώστης δημιουργεί τις μορφές των ηρώων. Ξανθοί ή μελαχρινοί, ωραίοι ή άσχημοι, μένουν στη διακριτική του ευχέρεια. Ξεφεύγουν από την εξουσία του συγγραφέα κι ερήμην του επαναπλάθονται. Όπως και τα τοπία, οι εικόνες, η αφήγηση ολόκληρη. Ένας μικρός σκηνοθέτης είναι ο αναγνώστης κάθε μυθοπλασίας.
Ο αναγνώστης είναι, επίσης, ο πιο φανατικός φετιχιστής. Αριστούργημα ή ανοσιούργημα, ό,τι και να ’ναι, θέλει να το κρατά στα χέρια του. Θέλει να το μυρίζει, να οσφραίνεται και να ευφραίνεται τη μελάνη. Και ν’ ακούει, επιπλέον, το θόρυβο από το γύρισμα των σελίδων, ν’ αγγίζει την απαλότητα ή τη σκληράδα του χαρτιού. Όραση, όσφρηση, αφή, ακοή, κι αν τρώει ή πίνει ταυτοχρόνως -πράγμα συνηθισμένο-, ιδού ο οργασμός των αισθήσεων. Προς τούτο, και παρά την ηλεκτρονική επικράτηση, το χαρτί ποτέ δεν πεθαίνει. Διότι, επιπροσθέτως, παραμένει στο συλλογικό ασυνείδητο ως ο κατεξοχήν φορέας ιδεών, η σημειολογική απεικόνιση εκείνου που αποκαλείται γνώση -ή μόρφωση ή καλλιέργεια-, εκείνου που, εν τέλει, αποκαλείται πολιτισμός.
Για όλους, λοιπόν, και για τους φετιχιστές του τυπωμένου χάρτου, τους φανατικούς της τέχνης της ανάγνωσης, αλλά και για τους άλλους, που επιλέγουν πλέον άλλους τρόπους να ακονίζουν το μυαλό τους, η είδηση είναι φρικιαστική, αδιανόητη: οι τράπεζες κατάσχεσαν τα βιβλία των εκδόσεων Γαβριηλίδη, τα οποία έπειτα τα πολτοποίησαν. Οι λοιπές εναλλακτικές, να τα δωρίσουν, να τα πωλήσουν, να τα χορηγήσουν στους συγγραφείς τους ή όπου αλλού, δεν πέρασαν απ’ το μυαλό τους ή δεν προκρίθηκαν. Πρυτάνευσε η λογική της πυράς, παραλλαγμένη.
Κάθε ολοκληρωτικό καθεστώς, ακόμα κι εκείνα που δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως τέτοιο, διασυνδέει την κυριαρχία του με τον έλεγχο της διάχυσης των ιδεών: οπότε λογοκρίνει. Εξ ου και η προσφιλής μέθοδος της δημόσιας καύσης των “επικίνδυνων” βιβλίων, πράξη με ιδιαίτερο περιεχόμενο, αφού το κοινωνούσαν στον λαό, να παραδειγματιστεί.
Στους καπιταλιστικούς, δημοκρατικούς καιρούς μας, η συνειδησιακή αλλοτρίωση έχει χίλιους δυο τρόπους να συντελεστεί, οπότε η πυρά εξέλιψε, αφού οι μέθοδοι εκσυγχρονίστηκαν. Η πολτοποίηση, ας πούμε, ταιριάζει μια χαρά στα ευαγή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία, επιπλέον, διαθέτουν “μορφωτικά” ιδρύματα, εκδόσεις κ.ο.κ. Οι τράπεζες, που διαφεντεύουν ως μηχανισμοί του κεφαλαίου την παγκόσμια κοινότητα, δεν είναι βέβαια μηχανισμοί λογοκρισίας -όχι τουλάχιστον ευθέως-, μπορούν όμως κάλλιστα, και για ένα σωρό λόγους, να θεωρηθούν μηχανισμοί εκπτώχευσης των λαών. Δεν έχουν, λοιπόν, κανένα λόγο να νοιάζονται για οτιδήποτε άλλο, πλην της αναπαραγωγής της κυριαρχίας τους. Οπότε θα ήταν αστειότητα να πίστευε κανείς πως οι πολιτιστικές τους δραστηριότητες αντιπροσωπεύουν κάτι άλλο πέραν της μόστρας και της επίδειξης της εξουσίας τους σε κάθε τομέα του κοινωνικού χώρου.
Δεν είναι που τα βιβλία του Γαβριηλίδη κρίθηκαν επικίνδυνα. Το πράγμα είναι πολύ χειρότερο: στον μεταδημοκρατικού τύπου ολοκληρωτισμό, όλα τα παραπάνω τα περί της ανάγνωσης, όλα τα περί των φετιχιστών με την οσμή του μελανιού, όλα τα περί της τέχνης ως κοινού αγαθού, είναι ψιλά, πολύ ψιλά γράμματα. Οι δε από κάτω είναι πιο πολύ κι από αθέατοι. Απλώς δεν υπάρχουν. Ανύπαρκτα τα σχολεία, επικίνδυνες οι φυλακές, αστειότητες οι δημόσιες βιβλιοθήκες. Δωρεά δίχως διάφορο δεν υφίσταται. Uber alles, η κουλτούρα του κέρδους. Οι ποιητικές συλλογές, τα μυθιστορήματα, ο δοκιμιακός λόγος των εκδόσεων Γαβριηλίδη δεν ήταν επικίνδυνα. Ήταν ένα τίποτα. Και ως τίποτα αντιμετωπίστηκαν. Πολτός, στον πολτό του νου των ιθυνόντων που λαμβάνουν τέτοιες αποφάσεις.
Κατέ Καζάντη
Πηγή: Independent News