«Ανήκομεν εις την τάξιν του μόχθου και θα σταθώμεν εις το πλευρόν των πτωχών αδελφών μας» αναφέρει, στο παρθενικό του μήνυμα, ο πρώτος πρωθυπουργός της Χούντας Κων. Κόλλιας. Είκοσι ημέρες αργότερα, αποδεικνύεται το μέγεθος της «εθνοσωτηρίου» φροντίδας για μία μερίδα των -κατά Κόλλια- ανθρώπων «του μόχθου»: προς τα ίδια τα στελέχη της…
Στις 10.5.1967 ο Αναγκαστικός Νόμος 5 δημοσιεύεται σε ΦΕΚ. Με αυτόν η Χούντα εκτοξεύει σε δυσθεώρητα ύψη τις αποδοχές οι οποίες αντιστοιχούν στα αξιώματα που έχουν πλέον καταλάβει οι άνθρωποί της. Οι μηνιαίες αποδοχές του πρωθυπουργού από τις 23.600 ανεβαίνουν στις 45.000 δρχ. (μισθός 30.000 συν επίδομα «εξόδων παραστάσεως» 15.000 δρχ.). Των υπουργών και υφυπουργών αυξάνονται από τις 22.400 στις 35.000 δρχ. (μισθός 25.000 συν 10.000 «έξοδα παραστάσεως»). Θεσπίζονται επίσης ημερήσια «εκτός έδρας». Ένα χιλιάρικο για τον πρωθυπουργό, 833 δρχ. για υπουργούς – υφυπουργούς.
Αποτέλεσμα: Προ δικτατορίας οι πρωθυπουργικές και οι υπουργικές αποδοχές ήταν 5,2 φορές και 4,9 φορές, αντίστοιχα, υψηλότερες του μέσου μηνιαίου μισθού των υπαλλήλων βιομηχανίας – βιοτεχνίας (το 1967, 4.543 δρχ.). Με το «δώρο» της Χούντας στον εαυτό της, οι αντίστοιχες αναλογίες «πάνε» στο 9,9 και 7,7 παραπάνω. Τα… καλύτερα, όμως, δεν δημοσιεύονται σε ΦΕΚ. Αναφέρονται σε εμπιστευτικές εκθέσεις.
Αρχές Μαΐου 1973. Οι «εύκολες ημέρες» για το χουντικό καθεστώς έχουν παρέλθει. Από το δεύτερο μισό του ’72 η οικονομία ασθμαίνει. Τα γεγονότα στη Νομική Αθήνας έχουν ήδη δώσει το έναυσμα για κάποια ευρύτερη κοινωνική απείθεια. Η παραίτηση του υπουργού Εσωτερικών Αδ. Ανδρουτσόπουλου και, λίγες ημέρες αργότερα, του υπ. Δικαιοσύνης Άγγ. Τσουκαλά επιβεβαιώνουν τις «εσωτερικές» εντάσεις και διενέξεις. Αν το πράγμα «στραβώσει» κι άλλο, ίσως ο δικτάτορας Παπαδόπουλος χρειαστεί «εξιλαστήρια θύματα». Ο αρχηγός της ΚΥΠ Μιχάλης Ρουφογάλης το ξέρει και αποφασίζει να «προσφέρει» στον δικτάτορα Παπαδόπουλο άφθονες … αχίλλειες πτέρνες. Διά πάσαν χρήσιν…
Ο Ρουφογάλης συντάσσει δυο απόρρητες εκθέσεις για τον Παπαδόπουλο. Αμφότερες φέρουν την ίδια ημερομηνία (9.5.73) και αφορούν τα «χαριστικά και επισφαλή δάνεια». Δηλαδή τα θαλασσοδάνεια. Το ένα έγγραφο καταγράφει τα «υπό έγκρισιν» θαλασσοδάνεια, το άλλο τα «ήδη χορηγηθέντα».
Στις δυο αυτές εκθέσεις… παρελαύνει η «αφρόκρεμα» του καθεστώτος, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω συγγενών και στενών συνεργατών. Παρελαύνει με δυο ιδιότητες: Άλλοτε ως αποδέκτης των θαλασσοδανείων και άλλοτε ως μεσολαβητής για να… τραφούν -συνήθως μέσω της ΕΤΒΑ- φίλοι επιχειρηματίες. Οι εκθέσεις, παρουσιάζοντας οικονομικά στοιχεία των εταιρειών που εισπράττουν, πιστοποιούν ότι πρόκειται για «χαριστικά και επισφαλή» δάνεια.
«Χαριστικώς και επισφαλώς», το 1%… ετήσιου ΑΕΠ!
Τα ποσά είναι συγκλονιστικά, οι… παρουσίες εντυπωσιακές. Δεν λείπουν και πρόσωπα της κορυφαίας χουντικής «τριανδρίας». Η εταιρεία «Τουριστικαί Επιχειρήσεις Νότου», στη διοίκηση της οποίας βρίσκονται ο συμπέθερος του Στ. Παττακού και ο σύζυγος της δεύτερης κόρης του (Γ. Παύλου και Π. Παύλου, αντίστοιχα), έχει λάβει θαλασσοδάνειο ύψους 151 εκατ. δρχ.. Κι επειδή «τρώγοντας έρχεται η όρεξη”, αξίωσε κι ένα συμπληρωματικό, 218,4 εκατ. δρχ.. Ο Γ. Παύλου, μάλιστα, ζήτησε να χρηματοδοτηθεί κατά 96% ένα κλωστήριο δικής του ιδιοκτησίας, συνολικού κόστους 300 εκατ. δραχμών.
Τα «χαριστικά και επισφαλή» που σίγουρα χορηγήθηκαν με παρεμβάσεις του Νικ. Μακαρέζου ή συγγενών ή συνεργατών του ανήλθαν σε 502 εκατομμύρια. Ο ίδιος ενδιαφέρθηκε να δοθούν τέσσερα δάνεια, συνολικού ύψους 151, 6 εκατ. δρχ.. Ένα ακόμη, πολύ «τροφαντό» (119 εκατ. δρχ.), δόθηκε κατόπιν παρέμβασης του συμβούλου του, Μιχ. Μπούζου.
Αβυσσαλέα ήταν η διαφορά ανάμεσα στα κεφάλαια που διέθεταν οι ευνοημένες εταιρείες και τα ποσά των δανεικών κι αγύριστων που εισέπρατταν. Μια από τις εταιρείες, για τις οποίες ενδιαφερόταν ο αδελφός του Νικ. Μακαρέζου, ο Τ. Μακαρέζος, ήταν η «Α.Ε. Βαμβακουργία Βόλου». Το 1972 διέθετε κεφάλαια 65 εκατ. δρχ.. Είχε λάβει δάνεια 257 εκατ. δρχ. και ο αδελφός Μακαρέζος απαίτησε άλλα 89 εκατ. δρχ.. Δηλαδή να γίνονταν τα «δάνεια» 5,3 φορές περισσότερα από τα ίδια κεφάλαια. Υπήρχαν όμως και… τρισχειρότερες αναλογίες στα «θαυμαστά» που γνωστοποιούσε ο Ρουφογάλης στον Παπαδόπουλο.
Στις τάξεις των αναμεμειγμένων προσώπων φιγουράριζαν τα γνωστά στελέχη της χούντας Ιω. Λαδάς και Μιχ. Μπαλόπουλος, ο κουνιάδος του Ν. Μακαρέζου Αλ. Ματθαίου, ο υφυπουργός Τύπου Βυρ. Σταματόπουλος και άλλοι «διάσημοι». Ιλιγγιώδες ήταν το συνολικό ποσό των θαλασσοδανείων, που προκύπτει από τα δύο έγγραφα του αρχηγού της ΚΥΠ: Τρία δισεκατομμύρια δραχμές, εκ των οποίων σίγουρα δόθηκαν πάνω από τα μισά. Τα 3 δισ. αντιστοιχούσαν στο 1,1% του συνολικού ελληνικού ΑΕΠ, για το 1971. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης: Το 1,1 % του ελληνικού ΑΕΠ για το 2020 ήταν 1,85 δισ. ευρώ…
Προσοχή, όμως: Τίποτε δεν βεβαιώνει ότι σε αυτά τα ποσά εξαντλήθηκε το συνολικό «πανηγύρι» των θαλασσοδανείων επί Χούντας. Αυτά είναι απλώς όσα επιβεβαίωσαν τα δύο έγγραφα της ΚΥΠ που -ευτυχώς- διασώθηκαν και αποκαλύφθηκαν στην πρώιμη Μεταπολίτευση (σχετικά ρεπορτάζ δημοσιεύτηκαν στον «Ταχυδρόμο», στις 29.8.1974 και 12.9.1974). Τι περισσότερο συνέβη σ’ αυτόν τον τομέα, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Αυτό που μάθαμε καλά, πάντως, είναι πόσο… ξετσίπωτο έγινε επί Χούντας το φαινόμενο των θαλασσοδανείων, που, φυσικά, αντιπροσώπευε -από τη δεκαετία του 1950- το «αναπτυξιακό μοντέλο», το στηριγμένο στον εύκολο δανεισμό, τις «παγωμένες πιστώσεις» κ.λπ.
Ναός του Σωτήρος: Πού… ανελήφθησαν τα 406 εκατομμύρια;
Εν αντιθέσει προς τις εκθέσεις Ρουφογάλη, δυο οικονομικά σκάνδαλα της Χούντας αποκαλύφθηκαν -και μάλιστα ηχηρότατα- προτού καταφτάσει η Μεταπολίτευση. «Βγήκαν στη φόρα» επί των ημερών της κυριαρχίας του «αόρατου δικτάτορα» Δημ. Ιωαννίδη, που προφανώς ήθελε να δείξει ότι η δική του «βερσιόν» της Χούντας θα ήταν απαλλαγμένη από τη διαφθορά των «προηγούμενων». Το ένα ήταν το διαβόητο Ταμείο του «Τάματος του Έθνους». Το άλλο, η υπόθεση των «μαύρων κρεάτων».
Η αλήθεια είναι ότι το πρώτο δεν θα μπορούσε να μείνει εύκολα κρυφό, διότι πλανιόταν ένα εύλογο ερώτημα πάνω από την Ελλάδα των «Ελλήνων Χριστιανών»: Γιατί, έπειτα από τόσα χρόνια, όχι μόνο δεν έχει αρχίσει να κτίζεται στα Τουρκοβούνια το πολυδιαφημισμένο «Τάμα του Έθνους», δηλαδή ο κολοσσιαίος «Ναός του Σωτήρος», αλλά δεν είχαν καν εκπονηθεί τα σχέδια;
Η κατασκευή του ναού εξαγγέλθηκε στα μέσα Δεκεμβρίου του 1968. Τον Μάιο του ’69 συγκροτήθηκε ειδική ανώτατη επιτροπή, με πρόεδρο τον ίδιο τον Παπαδόπουλο και μέλη τέσσερις υπουργούς, έναν υφυπουργό και τον αρχιεπίσκοπο. Συστάθηκε και «Ειδικόν Ταμείον της Ανεγέρσεως», στο οποίο συνέρρεαν ασταμάτητα ποσά που προέρχονταν από δωρεές (ιδιωτών και επιχειρηματιών), δάνεια, κρατικό χρήμα. Εξυπακούεται ότι πολλές από τις δωρεές δεν ήταν καθόλου οικειοθελείς: Φορείς και επαγγελματικές ενώσεις πιέζονταν, ωμά ή διακριτικά, να συνεισφέρουν. Τυχόν αρνητική απάντηση εκλαμβανόταν ως «θέσις κατά της εθνικής επαναστάσεως», με όλα όσα θα μπορούσε να επιφέρει ένας τέτοιος στιγματισμός. Στην ουσία, μια τιτάνια επιχείρηση επιβολής έμμεσης φορολόγησης «έστελνε» χρήμα στο Ταμείο.
Από το 1970 έως το 1973 διενεργήθηκαν τρεις διαγωνισμοί. Έγιναν συνολικά 73 προτάσεις αρχιτεκτόνων, αλλά καμία δεν κρίθηκε ικανοποιητική. Έφταιγε κάποια καθεστωτική τελειομανία; Όχι, απλώς η… αρπακτική μανία. Τον Ιανουάριο του ’74 ο «φρέσκος» -τότε- πρόεδρος του Ταμείου, ο δήμαρχος Πειραιά Αρ. Σκυλίτσης, έσπευσε να ανακοινώσει ποια κατάσταση βρήκε – κάτι που ασφαλώς επιθυμούσε το καθεστώς Ιωαννίδη: Από τα 453,3 εκατ. δρχ. που είχαν εισρεύσει στο Ταμείο είχαν γίνει άφαντα τα 406 εκατομμύρια. Σχεδόν το 90%, για «μελέτες», «έξοδα διοίκησης και λειτουργίας», «προπαρασκευαστικές μελέτες»…
Εκ των 453,3, τα 45,5 προέρχονταν από τον κρατικό προϋπολογισμό και τα 230 από δάνεια. Τα εξαφανισμένα 406 εκατομμύρια ισοδυναμούσαν με το 44,4% των άμεσων φόρων που εισπράχθηκαν απ’ όλες τις Ανώνυμες Εταιρείες της χώρας, κατά το 1969.
Και με έγγραφο του Παττακού…
Τα «μαύρα κρέατα» ήταν ένα τεράστιο οικονομικό και διατροφικό σκάνδαλο, που άρχισε το ’72 και διήρκεσε έως το ’74. Κρέατα από τη Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε) και την Αργεντινή, ενίοτε ακατάλληλα, έβρισκαν προνομιακή θέση στην ελληνική αγορά, καθώς οι ενδιαφερόμενοι μεγαλέμποροι «λάδωναν» αρμόδιους και εξασφάλιζαν άδειες εισαγωγής, κατ’ ουσίαν μονοπωλιακές. Φυσικά, για να εξασφαλιστεί το μονοπωλιακό του όλου πράγματος χρειάζονταν ειδικές μεθοδεύσεις, σε κατάλληλα χρονικά διαστήματα. Αυτές γίνονταν ακόμη κι όταν κινούνταν στο όριο της… παραφροσύνης! Χαρακτηριστική ήταν π.χ. η «ιδέα» του υφυπουργού Εμπορίου Μιχ. Μπαλόπουλου να απαγορεύσει τις σφαγές ζώων στην περιοχή της Αθήνας, αλλά και εισαγωγές κρέατος από άλλες πόλεις της χώρας. Σε ρεπορτάζ του Τύπου αλλά και στη δίκη που έγινε για το σκάνδαλο αυτό, αποκαλύφθηκαν άφθονοι εκβιασμοί σε βάρος εμπόρων στην Κεντρική Αγορά: «Αν δεν παίρναμε να πουλήσουμε κι από αυτά, δεν μας σφράγιζε ο ΟΚΛΑ (σ.σ.: Οργανισμός Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών) τα τιμολόγια και δεν μπορούσαμε να πουλήσουμε κι από τα άλλα. Θα έπρεπε να αλλάξουμε επάγγελμα…».
Έτσι, τα «μαύρα κρέατα» δέσποζαν στην αγορά. Ειδικά δε εκείνα της Ροδεσίας προσέφεραν τρομακτικά περιθώρια κέρδους, επειδή το ρατσιστικό καθεστώς της χώρας, πιεσμένο από το εμπάργκο που του είχε επιβάλει ο ΟΗΕ, πουλούσε μισοτιμής.
Η δίκη άρχισε στο Στρατοδικείο του Ρουφ στις 5 Ιουνίου 1974 και ολοκληρώθηκε στις 27 του μήνα. Καταδικάστηκαν: Ο Μπαλόπουλος σε φυλάκιση 3,5 ετών, ο Ζαφ. Παπαμιχαλόπουλος, άλλοτε γενικός διευθυντής του υπ. Εμπορίου, σε 10 έτη και ο έμπορος Τσώνης σε 13 έτη. Οι ένοχοι ήταν απείρως περισσότεροι, αλλά ο Ιωαννίδης δεν θα άφηνε να διασυρθεί σύμπασα η εθνικόφρων στρατοκρατία… Πιεσμένος από εμπόρους που είχαν εξοργιστεί με το σκάνδαλο -διότι ζημιώνονταν- και αποφασισμένος να δείξει την «ανωτερότητα» της «δικής του» Χούντας, ο «αόρατος δικτάτορας» φρόντισε να γίνει δίκη, αλλά και να τηρηθεί ο αναγκαίος… μινιμαλισμός στην απόδοση ευθυνών.
Η υπεράσπιση του Μπαλόπουλου είχε ζητήσει με επιμονή να κληθεί και ο Παττακός, του οποίου μάλιστα έγγραφη διαταγή, με ημερομηνία 21.9.1972, παρουσιάστηκε στο στρατοδικείο. Ο Παττακός έδινε εντολή «όπως διατεθούν το ταχύτερον εις την αγοράν» τα… επιθυμητά κρέατα. Αλλά το στρατοδικείο το προσπέρασε αυτό. Ο Ιωαννίδης δεν επιθυμούσε να ανοίξει κι ο ασκός του Αιόλου…
Τα προαναφερθέντα ήταν μερικά από τα αναρίθμητα σκάνδαλα της χουντικής περιόδου. Αντί επιλόγου: Μια ξεχωριστή κατηγορία συνέθεσαν οι σκανδαλώδεις, επαχθέστατες για το ελληνικό Δημόσιο, συμβάσεις με ξένες εταιρείες. Υποτίθεται ότι έτσι η δικτατορία θα προσέλκυε ξένα κεφάλαια. Ο Μακαρέζος για την πενταετία 1968-1972 υπολόγιζε «αύξησιν της μέσης ετήσιας ακαθαρίστου εισροής ξένου κεφαλαίου» κατά 67%, σε σχέση με την περίοδο 1962-66. Τι κατάφερε τελικά η Χούντα, από το 1967 έως το 1973; Να «φέρει» -σε ετήσιο μέσο όρο- τα ίδια χρήματα σε τρέχουσες τιμές, που σε πραγματικές, σταθερές, ήταν κατά 30% λιγότερα, δοθείσης της πτώσης του δολαρίου από το ’65 έως το ’72.
Από τα μεγάλα της «κατορθώματα» κι αυτό…
Διονύσης Ελευθεράτος
Πηγή: Η Αυγή