Macro

Βασίλης Ρόγγας-Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Η ευτυχία του Μητσοτάκη, δυστυχία όλου του κόσμου

«Ποιο, άραγε, είναι το διακύβευμα για τα επόμενα 100 χρόνια; Όταν, λοιπόν, ρώτησα τον Στάθη Καλύβα, μου απάντησε “Η ευτυχία”. Συμφωνώ».

Κυριάκος Μητσοτάκης, 21 Μαρτίου 2021, συνέντευξη στην εφημερίδα «Το Βήμα»

 

Είναι λογικό να του φαίνεται καλή ιδέα του πρωθυπουργού το όχι και τόσο καινούργιο διακύβευμα της ευτυχίας. Άλλωστε, η ατομική εκπλήρωση που προπαγανδίζεται από τη «θετική ψυχολογία» είναι πλέον το μάντρα των απανταχού νεοφιλελεύθερων. Σύμφωνα με την ανάλυση των Ilouz και Cabanas στο βιβλίο τους «Ευτυχιοκρατία», επιχειρήσεις, πανεπιστήμια, κυβερνήσεις, υπερεθνικοί οργανισμοί, οικονομολόγοι και ψυχολόγοι, μια ολόκληρη νεοφιλελεύθερη διεθνής, προσπαθούν να μας πείσουν πως η ευτυχία είναι επιτεύξιμη ανεξάρτητα από τις υλικές συνθήκες και πως, αν αυτό δε συμβαίνει, η ευθύνη είναι μόνο δική μας. Τσαρλατάνοι, αδρά χρηματοδοτούμενοι από το κεφάλαιο, στήνουν «επιστημονικά» τμήματα, προγράμματα και περιοδικά ψυχολογίας, για να επαναλαμβάνουν με επιστημονικοφανές ύφος αφόρητες ιδεολογικές κοινοτοπίες. Ένας ολόκληρος εσμός από συμβούλους και προσωπικούς «κόουτς» συμβουλεύουν στρατιώτες, εργαζομένους και ανέργους πώς να αντέχουν αδιαμαρτύρητα τον πόλεμο, τα πιεστικά εργασιακά περιβάλλοντα και τις δυσκολίες της ζωής, αντίστοιχα. Στα αφηγήματά τους η προσωπική ευτυχία δεν αφορά συλλογικές ή μακροπρόθεσμες επιθυμίες, αλλά μικρά πράγματα που κάνουν την ατομική καθημερινότητά μας καλύτερη. Επίσης, η ευτυχία προηγείται της επιτυχίας, δεν έπεται. Αν δεν είμαστε ευτυχισμένοι, δεν θα απολαύσουμε τίποτα. Δηλαδή, για τις αποτυχίες μας φταίει το γεγονός ότι δεν είμαστε ευτυχισμένοι, και όχι το αντίστροφο. Έτσι, η ευτυχία από δικαίωμα γίνεται υποχρέωση επί ποινή κοινωνικού αποκλεισμού. Γίνεται το αντίθετο της χαλάρωσης και της αμεριμνησίας, μια προτεσταντική ευτυχία, μια οικειοθελής προσχώρηση στην ενοχή και την αέναη ψυχαναγκαστική προσπάθεια. Με άλλα λόγια, διαδικασίες που στηρίζουν οικονομικά, θεωρητικά και πολιτισμικά τον ύστερο καπιταλισμό πλαισιώνονται όλο και περισσότερο από το ιδεολόγημα της ευτυχίας.

Γιατί όμως η επιλογή της ευτυχίας να μην αποτελέσει εθνικό στόχο, έστω και με άλλο περιεχόμενο; Η ευτυχία είναι υποκειμενική, ενώ η ελευθερία, η δημοκρατία και η υλική ευημερία, κριτήρια με τα οποία κρίνουμε μέχρι σήμερα την επιτυχία των πολιτικών και τη νομιμοποίηση των καθεστώτων, προσφέρονται πιο πολύ για μετρήσεις και συγκρίσεις. Αντιθέτως, η ευτυχία ως έννοια είναι εύκολα χειραγωγήσιμη. Τι ακριβώς θα μετράμε και ποιους πολιτικούς στόχους θα βάζουμε (ειδικά αν η ευτυχία συνδεθεί με τις ατομικές επιλογές); Αν μετράγαμε, θα μας έλεγε η κυβέρνηση τι μας κάνει ευτυχισμένους; Οι μετρήσεις της θα αποφάσιζαν αν είμαστε ευτυχισμένοι; Αν δεν ήμασταν, ποιος θα έφταιγε; Αν από την άλλη δηλώναμε ευτυχισμένοι, η κυβέρνηση δεν θα χρειαζόταν να κάνει τίποτα πλέον; Και θα χρειαζόταν ή όχι να ανησυχούμε για τους άλλους που θα δήλωναν δυστυχισμένοι; Θα ασχολούμασταν με τα κοινά, αν στόχος ήταν η υποκειμενική ευτυχία; Κι έπειτα, με αυτές τις μετρήσεις, δεν θα περιοριζόταν το κοινωνικό φαντασιακό σχετικά με το ευ ζην; Δεν χρειάζεται πάντως να πολλαπλασιάζουμε τα ερωτήματα για να γίνει κατανοητό ότι η ευτυχία δεν μπορεί να αποτελέσει στόχο εθνικής πολιτικής, όχι μόνο γιατί πάντα θα είναι σε κρίσιμο βαθμό ατομική υπόθεση, αλλά γιατί αναπόφευκτα οδηγεί στην άρση των υποχρεώσεων της Πολιτείας ως προς την ανθρώπινη ευτυχία, δηλαδή την εξασφάλιση όλων των προϋποθέσεων ώστε όλοι οι άνθρωποι να έχουν τη δυνατότητα να ευτυχήσουν. Αυτό ακριβώς επιδιώκει η Δεξιά άλλωστε: να νομιμοποιηθεί η απουσία δημόσιας αρωγής στους πολίτες και να ενοχοποιηθούν όσοι και όσες τη ζητούν ως αποτυχημένοι και δυστυχείς.

Δεν είναι, όμως, το μόνο που μας επιφυλάσσει η Δεξιά, μιλώντας μας για ευτυχία. Αν παρατηρήσει προσεκτικά κανείς μια συνέντευξη του Καλύβα στην «Athens Voice» (27.01.2021), θα δει ότι αναφέρεται στην ευτυχία που εμείς μπορούμε να εξασφαλίσουμε στις νέες μεσαίες τάξεις που θα θελήσουν να ζήσουν στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Η χώρα είναι ωραία και ο καιρός αίθριος, οι σχέσεις πιο εύκολες και ζεστές, και εμείς θα γίνουμε υπηρέτες όσων τα ζητούν αυτά. Αυτοί λοιπόν οι ενδιαφέροντες, μορφωμένοι και καλά πληρωμένοι εργαζόμενοι θα αυξήσουν το ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας, θα δώσουν αναπτυξιακή ώθηση στη χώρα τα επόμενα χρόνια. Πρόκειται φυσικά για τις ιδέες μιας Δεξιάς που βλέπει τους «ξένους» ως φορείς αξίας και εμάς ως ετερόφωτους και υποδεέστερους που θα επωφεληθούν από εκείνους. Μιας Δεξιάς που γενικά δεν μπορεί η ίδια να αναπτύξει μια οραματική πολιτική και αντιγράφει ό,τι είναι κυρίαρχο στη Δύση: μια εταιρική κουλτούρα σύμφωνα με την οποία οι υπάλληλοι οφείλουν να χαμογελούν στα αφεντικά και τους πελάτες κάνοντας τους ευτυχισμένους, αλλά και κάνοντάς τους ευτυχισμένους.

Ωστόσο, πού πρέπει να βρίσκεται η χώρα τα επόμενα 20-50 χρόνια είναι ερώτηση που οι πολιτικές παρατάξεις και τα κόμματα δεν πρέπει καθόλου να αποφεύγουν. Η Αριστερά διαχρονικά ευαγγελιζόταν το πέρασμα από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας. Κάποτε, η σχετική της τοποθέτηση (πέρα από ντετερμινιστική) ήταν πολύ στέρεη και πολύ επιθετική. Τώρα φαίνεται πως ενεργεί μόνο για να διασώσει ό,τι απομένει, χωρίς να στοχάζεται τον ιστορικό προσανατολισμό που πρέπει να έχει η χώρα, η Ευρώπη, ο κόσμος. Οι συλλογικές επιθυμίες βρίσκονται εγκλωβισμένες στο ασφυκτικό πλαίσιο της μεταδημοκρατικής συνθήκης και η ευτυχία κατάντησε μια μετωνυμία του μεταμοντέρνου ατομισμού. Τούτων δοθέντων, τι θα μπορούσαμε να αντιπαραθέσουμε στην ευτυχία του νεοφιλελεύθερου φαντασιακού; Η δημιουργία εκείνων των προϋποθέσεων (η άρση ή έστω μείωση των ανισοτήτων και των προνομίων, ο περαιτέρω εκδημοκρατισμός, κ.ο.κ.), ώστε όλες και όλοι να μπορούν να εφευρίσκουν θεσμούς, να φαντάζονται και να δημιουργούν στην προοπτική της συλλογικής αυτονομίας, θα μπορούσε να είναι το πρόταγμα για το μέλλον.

Βασίλης Ρόγγας-Δημήτρης Παπανικολόπουλος
Πηγή: Η Εποχή