Στη διαδικτυακή συζήτηση που οργάνωσε την Τετάρτη 17 Μαρτίου το Ινστιτούτο Πουλαντζάς, σχετικά με την προσφορά του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ στον ευρωκομμουνισμό, αναφέρθηκε ένας ομιλητής στο “κόμμα οργανικό διανοούμενο”. Η χρησιμοποίηση από τον Γκράμσι του όρου “οργανικός διανοούμενος”, εισήγαγε έναν ουσιαστικό προβληματισμό σχετικά με την ικανότητα των μελών και στελεχών όχι αποκλειστικά του κόμματος, αλλά του εργατικού κινήματος ευρύτερα, να αναλάβουν τη διοίκηση και οργάνωση των θεσμών του νέου καθεστώτος που αναμένεται να εκφράσει την πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία του κόσμου της εργασίας και των λαϊκών τάξεων. Η ευκολία με την οποία στη σημερινή Αριστερά αποδίδεται ο τίτλος αυτός σε οργανώσεις ή άτομα, δείχνει ότι το θέμα που ανέδειξε ο Γκράμσι δεν απασχολεί πραγματικά, ενώ θα έπρεπε να αποτελεί μια επιλογή με στρατηγική αλλά και άμεση σημασία, καθώς είναι μια προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση ενός αποτελεσματικού μετακαπιταλιστικού δημοκρατικού καθεστώτος.
Ο Γκράμσι ξεκίνησε αυτή τη συζήτηση σε μια εποχή κατά την οποία ο καπιταλισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη συνέχεια στην Ευρώπη υιοθετούσε την “επιστημονική οργάνωση της εργασίας”, δηλαδή τον τεϋλορισμό, δηλαδή όχι μόνο το διαχωρισμό διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, αλλά κυρίως τη συστηματική οργάνωση και διοίκηση (το μάναντζμεντ) από μια ξεχωριστή κατηγορία μισθωτών της εργασιακής πρακτικής. Ο καπιταλισμός χρειαζόταν πλέον οργανικούς διανοούμενους, και όχι απλά ιδιοκτήτες και εργάτες-τεχνίτες. Παράλληλα, η ταχεία εκβιομηχάνιση στην Σοβιετική Ένωση έθετε εκ των πραγμάτων ερωτήματα σχετικά με τις μεθόδους διοίκησης της εργασίας επί σταλινισμού, ενώ ξέρουμε ότι ακόμα και την εποχή του Λένιν είχε γοητεύσει την ηγεσία του κόμματος ο τεϋλορισμός.
Σύμφωνα με τον Γκράμσι, οι οργανικοί διανοούμενοι του νέου καθεστώτος θα προέρχονταν από την ίδια την εργατική τάξη κατά κύριο λόγο, και θα βασίζονταν σε σημαντικό βαθμό στην εμπειρία των χώρων εργασίας. Αλλά η κυριαρχία του σταλινισμού και η παντοδυναμία της κομματικής γραμμής, καθιέρωσαν ένα μοντέλο (που εφαρμόστηκε σ’ όλη την Ανατολική Ευρώπη μεταπολεμικά) όπου η κατάληψη της κεντρικής εξουσίας και ο άμεσος έλεγχος όλων των θεσμικών λειτουργιών, οδηγούσαν σε αποτυχημένη διοίκηση, στην πλειοψηφία των δραστηριοτήτων, και σε εξάρτηση από τον αυταρχισμό και την καταστολή και στους χώρους εργασίας, ακόμα και σε αυτούς με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και προνόμια.
Μπορεί να κατανοήσει κανείς πώς η προβληματική περί των οργανικών διανοουμένων γοήτευσε στελέχη και μέλη των κομμουνιστικών κομμάτων, τουλάχιστον αυτούς που είχαν εμπλοκή σε θέματα διοίκησης στην παραγωγή ή στους δήμους και τις περιφέρειες, ή ήταν τεχνίτες σε εργοστασιακούς χώρους και είχαν τη γνώση και την εμπειρία που τους προετοίμαζαν σε μεγάλο βαθμό για ένα τέτοιο ρόλο. Ειδικά το ιταλικό ΚΚ (που ήταν σαφώς πιο μπροστά) δεν μπόρεσε ή δεν πρόλαβε κατά την περίοδο που οδηγούσε στη νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση, να εντάξει αυτό το κεφάλαιο γνώσεων και ικανοτήτων σε ένα ευρύτερο σχέδιο ξεπεράσματος του καπιταλισμού, και αξιοποίησης ή προετοιμασίας του ανθρώπινου δυναμικού που θα ήταν ικανό να υπηρετήσει αυτό το σχέδιο.
Η επίθεση του νεοφιλελευθερισμού βασίστηκε σε καθοριστικό βαθμό στο διαχωρισμό της τύχης των μισθωτών της διοίκησης και οργάνωσης (του μάνατζμεντ) από τις άλλες κατηγορίες των μισθωτών. Η κατηγορία των προνομιούχων μισθωτών αντιμετωπίστηκε από το κεφάλαιο ως μια δεξαμενή συμμάχων απέναντι στη μεγάλη μάζα του κόσμου της εργασίας. Και αυτή η ανατροπή παρέσυρε και τους εν δυνάμει οργανικούς διανοούμενους μια αντικαπιταλιστικής προοπτικής και οδήγησε στη σταδιακή πλήρη απόσπαση του κόσμου του ΚΚ από τις ιστορικές ταξικές του ρίζες. Ο ευρωκομμουνισμός δεν είχε προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει μια τέτοια εξέλιξη, για λόγους που δεν έχουν αναδειχθεί με πειστικό τρόπο. Ένας από τους λόγους είναι, πάντως, ότι δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει την τόσο ουσιαστική διορατικότητα του Γκράμσι σχετικά με τις προϋποθέσεις της μετάβασης σε μια μετακαπιταλιστική δημοκρατική κοινωνία, χάρη στην οργανική εμπλοκή των καθημερινών ανθρώπων που συγκροτούν, διοικούν και αναπαράγουν μια τέτοια κοινωνία.
Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν
Πηγή: Η Εποχή