Στο επίπεδο του δικαίου της ιθαγένειας ισχύει το γνωστό πια «δίκαιο του αίματος», δηλαδή αποκτά την ελληνική ιθαγένεια οποιοσδήποτε κατάγεται – απεριόριστα – από Έλληνα ή Ελληνίδα πολίτη, χωρίς να χρειάζεται να έχει οποιαδήποτε άλλη, έστω και ελάχιστη σχέση με τη χώρα (διαβίωση σε αυτή, γνώση της ελληνικής γλώσσας, περιουσία ή οτιδήποτε άλλο).
Μια συζήτηση για κάτι τόσο σοβαρό, όπως η διαμόρφωση του εκλογικού σώματος της χώρας – του «κυρίαρχου λαού» – δεν μπορεί να γίνεται ούτε με βάση υπολογισμούς και κινήσεις τακτικής, ούτε επιστρατεύοντας μύθους και καλλιεργώντας παρανοήσεις, ούτε φυσικά με όρους γηπέδου.
Αρχίζοντας από αυτό το τελευταίο. Η συζήτηση για την διευκόλυνση των Ελλήνων και Ελληνίδων που ζουν στο εξωτερικό να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, δεν μπορεί να γίνεται με μια αντίληψη «δικών μας» και «δικών σας». Εξάλλου, εκτός από ηθικά προβληματική, μια τέτοια προσέγγιση είναι και αφελής. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες του εξωτερικού δεν είναι συλλήβδην αριστεροί ούτε συλλήβδην δεξιοί. Επίσης, δεν μπορεί να συζητάμε με στερεότυπα, σαν να είναι όλοι και όλες σαν τον συμπαθή ήρωα της κωμωδίας «Γάμος αλά Ελληνικά». Δεν προέρχονται όλοι από τα βάθη της δεκαετίας του 1930 ή του 1960 – αν και υπάρχουν και αυτοί.
Η σημερινή διασπορά παρουσιάζει μια τεράστια ποικιλία και περιλαμβάνει διανοούμενους και φοιτητές, επιχειρηματίες, υπαλλήλους, επιστήμονες και εργάτες, προοδευτικούς και συντηρητικούς, πλούσιους και φτωχούς. Περιλαμβάνει ανθρώπους που λείπουν δεκαετίες από την Ελλάδα ή και γεννήθηκαν μακριά από αυτή, αλλά και ανθρώπους που έφυγαν τους τελευταίους μήνες, κάποιους που σκέφτονται να επιστρέψουν και άλλους που νιώθουν ήδη πατρίδα τους (και) τη χώρα που τους φιλοξενεί. Ούτε η αντιπολίτευση, λοιπόν, έχει λόγους να φοβάται την ψήφο τους ούτε η κυβέρνηση έχει λόγους να ελπίζει σε αυτή.
Η συζήτηση επομένως (πρέπει να) γίνεται από θέσεις αρχής. Δεν αφορά το αποτέλεσμα των επόμενων ή των μεθεπόμενων εκλογών, αλλά το πώς η χώρα αντιλαμβάνεται και διαμορφώνει τις σχέσεις της με τους πολίτες της.
Και για να γίνει η συζήτηση αυτή, είναι σημαντικό να διαλυθούν ορισμένοι μύθοι και παρανοήσεις.
Πρώτον, η συζήτηση αφορά την άσκηση και όχι την κτήση του δικαιώματος εκλέγειν. Οι Έλληνες και Ελληνίδες πολίτες (δηλαδή όσοι/ες έχουν ιθαγένεια και όχι απλώς καταγωγή), ανεξαρτήτως τόπου κατοικίας τους, έχουν ήδη δικαίωμα ψήφου, εφ’ όσον έρθουν στην Ελλάδα για να το ασκήσουν. Το θέμα είναι αν θα διευκολυνθούν ή όχι να το πράξουν από εκεί όπου βρίσκονται.
Δεύτερον, η Ελλάδα αποτελεί χώρα με μεγάλη διασπορά σε σύγκριση με τον πληθυσμό της και – όπως όλες οι παρόμοιες χώρες διεθνώς – έχει να διαχειριστεί με τον βέλτιστο τρόπο την ισορροπία μεταξύ της διατήρησης των δεσμών της με αυτή τη διασπορά (και ειδικά την πιο πρόσφατη μετανάστευση της περιόδου της κρίσης, αλλά όχι μόνο) αφ’ ενός και του σεβασμού της δημοκρατικής βούλησης που εκφράζεται από τους πολίτες που ζουν μέσα στη χώρα αφ’ ετέρου.
Αυτό δεν είναι μια «παραξενιά» ενός ή περισσότερων κομμάτων της αντιπολίτευσης, βάσει εκλογικών υπολογισμών. Αποτελεί ουσιώδες πολιτικό, συνταγματικό και συμβολικό ζήτημα, που απασχολεί τους επιστήμονες και τους νομοθέτες διεθνώς, γι’ αυτό και έχουν διατυπωθεί συστάσεις και καλές πρακτικές από διεθνείς και εθνικούς φορείς, όπως το Συμβούλιο της Ευρώπης (Επιτροπή της Βενετίας) και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (και μάλιστα με εισηγητή, ως συνταγματολόγο τότε, τον νυν υπουργό Επικρατείας, κ. Γ. Γεραπετρίτη).
Ο προβληματισμός δεν είναι αβάσιμος. Αφ’ ενός μεν οι πολίτες που ζουν εκτός συνόρων διαμορφώνουν την άποψή τους για τα πολιτικά πράγματα της χώρας εμμέσως, ζώντας μια άλλη καθημερινότητα και πραγματικότητα. Γι’ αυτό και συχνά έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο να ψηφίζουν κατά τρόπο αντίθετο από τους εντός συνόρων εκλογείς. Αφ’ ετέρου δε – ειδικά όσοι έχουν χαλαρούς ή μηδενικούς βιοτικούς δεσμούς με τη χώρα – επηρεάζονται ελάχιστα ή καθόλου από τις πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται στη χώρα. Ενόψει αυτών, θεωρείται εύλογο το να αναζητηθεί ένας τρόπος συμμετοχής τους στα πολιτικά πράγματα της χώρας καταγωγής τους, που να μη φτάνει μέχρι του σημείου, λόγω αριθμητικών μεγεθών, να ανατρέπουν την πλειοψηφία των εντός επικράτειας, που τελικά υφίστανται τις συνέπειες της όποιας πολιτικής απόφασης.
Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα έχει επιπλέον δύο σημαντικές ιδιαιτερότητες. Στο επίπεδο του δικαίου της ιθαγένειας ισχύει το γνωστό πια «δίκαιο του αίματος», δηλαδή αποκτά την ελληνική ιθαγένεια οποιοσδήποτε κατάγεται – απεριόριστα – από Έλληνα ή Ελληνίδα πολίτη, χωρίς να χρειάζεται να έχει οποιαδήποτε άλλη, έστω και ελάχιστη σχέση με τη χώρα (διαβίωση σε αυτή, γνώση της ελληνικής γλώσσας, περιουσία ή οτιδήποτε άλλο). Εξαιτίας αυτού η ελληνική διασπορά είναι ευρεία και διαρκώς μεγαλώνει. Αντίθετα, η χώρα μας παραμένει αρκετά φειδωλή θεσμικά στην πολιτογράφηση αλλογενών αλλοδαπών, κυρίως πρώτης γενιάς, ανεξαρτήτως του πόσα χρόνια ζουν και εργάζονται εδώ.
Στο επίπεδο του εκλογικού δικαίου, δεν υπάρχει διαδικασία εγγραφής στον εκλογικό κατάλογο (λ.χ. αντίστοιχη με αυτή που γνωρίζουμε από χώρες όπως οι ΗΠΑ) ούτε προϋποθέσεις γι’ αυτό πέραν της συμπλήρωσης της νόμιμης ηλικίας, αφού κάθε Έλληνας/Ελληνίδα πολίτης είναι αυτοδίκαια δημότης κάποιου Δήμου της χώρας και, κατ’ επέκταση, εκλογέας. Επομένως, το να επικαλείται κάποιος ως δήθεν «ασφαλιστική δικλείδα» την προϋπόθεση εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους, είναι παραπλανητικό.
Ενόψει των παραπάνω και ακολουθώντας τη διεθνή συζήτηση, στην Ελλάδα έχουν εξεταστεί και κατά καιρούς προταθεί δύο κατηγορίες περιορισμών, ως το βέλτιστο σημείο ισορροπίας. Η πρώτη κατηγορία περιορισμών αφορά στο πρόσωπο του/της εκλογέα, το ποιος δηλαδή θα διευκολύνεται να ψηφίζει. Πρόκειται για διάφορες προϋποθέσεις άσκησης του εκλογικού δικαιώματος από μακριά, όπως ιδίως η ύπαρξη περιουσίας ή οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα, η παραμονή για κάποιο χρονικό διάστημα στη χώρα κ.ο.κ. Οι προϋποθέσεις αυτές αποτελούν ενδείξεις της ύπαρξης ουσιαστικού (και όχι απλώς συναισθηματικού) δεσμού με τη χώρα καταγωγής.
Η δεύτερη κατηγορία περιορισμών αφορά στο περιεχόμενο της ψήφου των εκλογέων του εξωτερικού, το για τι ακριβώς δηλαδή θα ψηφίζουν. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ανεξάρτητα από το σε ποιον αναγνωρίζεται το σχετικό δικαίωμα, οι ψήφοι όσων ζουν στο εξωτερικό και ψηφίζουν από εκεί μπορεί να μην προσμετρώνται για την εξαγωγή του γενικού αποτελέσματος της Επικράτειας (άρα να μην ορίζουν τελικά τη δύναμη των κομμάτων στη Βουλή και, κατ’ επέκταση, την κυβέρνηση), αλλά αποκλειστικά και μόνο για την εκλογή ορισμένου – σχετικά μικρού – αριθμού βουλευτών που θα εκπροσωπούν τους απόδημους.
Διαφορετικές εκδοχές των παραπάνω κατηγοριών αποτυπώνονται σε όλες τις προτάσεις που έχουν μέχρι σήμερα διατυπωθεί, είτε από κόμματα είτε από άλλους φορείς. Η πρώτη εκδοχή, αυτή της επιβολής περιορισμών ως προς το ποιος μπορεί να ψηφίσει από το εξωτερικό, ώστε να εξασφαλίζεται μία minimum σχέση με τη χώρα, είναι αυτή που υιοθετήθηκε τελικά στον νόμο 4648/2019, που εισηγήθηκε η ίδια η σημερινή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, έχοντας εξασφαλίσει και σχεδόν διακομματική συναίνεση, που αποτυπώθηκε στην πλειοψηφία με την οποία υπερψηφίστηκε ο νόμος αυτός στη Βουλή.
Οι περιορισμοί που προβλέπει ο νόμος αυτός είναι μάλλον εύλογοι. Απαιτείται η υποβολή φορολογικής δήλωσης (έντυπα Ε1, Ε3 ή Ε9) το τρέχον ή το προηγούμενο έτος (εξαιρουμένων των προστατευόμενων μελών κάτω των 30 ετών, που δεν χρειάζεται να πληρούν την προϋπόθεση αυτή) και η διαμονή στην Ελλάδα για τουλάχιστον δύο χρόνια αθροιστικά μέσα στην τελευταία 35ετία. Με άλλα λόγια, ο εκλογέας καλείται να αποδείξει ότι έχει μια ελάχιστη γνώση της ελληνικής πραγματικότητας και έναν ελάχιστο δεσμό με την Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, ο υπουργός Εσωτερικών έβγαλε κυριολεκτικά «από το μανίκι του» ένα νομοσχέδιο, επιδιώκοντας να καταργήσει τον παραπάνω νόμο της δικής του κυβέρνησης, πριν προλάβει να εφαρμοστεί, κατηγορώντας τους περιορισμούς που αυτός προβλέπει ως δήθεν υπερβολικούς.
Η αλήθεια είναι ότι τα στοιχεία που η ίδια η κυβέρνηση έδωσε στο πλαίσιο κοινοβουλευτικού ελέγχου πρόσφατα – αν και πολύ μακριά από τις διαρροές περί 800.000 εκλογέων – έκαναν λόγο για περίπου 120.000-200.000 ψηφοφόρους που πληρούν τα κριτήρια του νόμου, με βάση το φορολογικό αρχείο. Όταν λοιπόν ο υπουργός Εσωτερικών ισχυρίζεται ότι ο νόμος είναι κακός, γιατί εμποδίζει τους ενδιαφερόμενους συμπατριώτες μας να ψηφίσουν, θα περίμενε κανείς να έχουν κατατεθεί μερικές εκατοντάδες χιλιάδες αιτήσεις. Όμως όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι έχουν κατατεθεί μόλις μερικές εκατοντάδες. Σκέτο.
Κι αυτό δεν είναι θεσμικό θέμα, είναι πολιτικό. Είναι προφανές – και εύλογο – ότι οι συμπατριώτες μας που έχουν οργανώσει αλλού τη ζωή τους δεν «καίγονται» να ψηφίσουν για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Ενώ εκείνοι που πράγματι διατηρούν δεσμούς ή και οικονομικά συμφέροντα στη χώρα, πιθανόν θα επιλέξουν να ταξιδέψουν στην Ελλάδα, ώστε να συνδυάσουν την άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος και με τη διεκπεραίωση άλλων υποθέσεών τους, τη συνάντηση με τους οικείους τους και ούτω καθεξής.
Όλη λοιπόν η πρόσφατη πρωτοβουλία, δεν είναι παρά ένας τακτικισμός. Που έχει στόχο να προστατέψει επικοινωνιακά την κυβέρνηση – που τόσο είχε επενδύσει στο θέμα αυτό – από τον κίνδυνο ενός φιάσκου. Γι’ αυτό εξάλλου και ο αρμόδιος υπουργός δεν συγκάλεσε τη Διακομματική Επιτροπή που προβλέπει ο νόμος, για να ενημερώσει τα κόμματα για την πορεία των αιτήσεων – και ενδεχομένως να θέσει υπόψη τους τον προβληματισμό του – αλλά επιχείρησε έναν επικοινωνιακό αιφνιδιασμό, σε αντίθεση με ό,τι έχει συμβεί μέχρι σήμερα.
Μέχρι σήμερα η σχετική συζήτηση είχε πραγματοποιηθεί οργανωμένα και θεσμικά, ιδίως επί της προηγούμενης κυβέρνησης, και μάλιστα σε δύο επίπεδα. Πρώτον, στο πλαίσιο ειδικής επιτροπής που συστήθηκε με νόμο, με τη συμμετοχή επιστημόνων, στελεχών της διοίκησης, εκπροσώπων της Γ.Γ. Απόδημου Ελληνισμού, της Ε.Γ. Ιθαγένειας και του Συνηγόρου του Πολίτη, προερχόμενων από όλο το πολιτικό φάσμα, η οποία κατέληξε σε συγκεκριμένο και τεκμηριωμένο πόρισμα. Και δεύτερον, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνταγματικής αναθεώρησης, σε δύο κοινοβουλευτικές θητείες και υπό διαφορετικές κυβερνήσεις. Συνεχίστηκε επίσης και πριν την ψήφιση του ισχύοντος ν. 4648/2019, ο οποίος αποτέλεσε προϊόν συζήτησης και αμοιβαίων συμβιβασμών στο πλαίσιο επάλληλων διακομματικών συναντήσεων και υπερψηφίστηκε από εντυπωσιακά ευρεία πλειοψηφία – σχεδόν ομοφωνία στη Βουλή.
Η τελευταία αυτή πρωτοβουλία, λοιπόν, όχι μόνο αδικεί τους συμπατριώτες μας στο εξωτερικό, τους οποίους εργαλειοποιεί με επικοινωνιακούς σκοπούς. Αλλά αναιρεί το προηγούμενο κεκτημένο συναίνεσης στο θέμα αυτό και δυναμιτίζει τη θεσμική και πολιτική εμπιστοσύνη.
Κυρίως, όμως, υπονομεύει τις προϋποθέσεις και τις βάσεις ενός ουσιαστικού διαλόγου που θα έπρεπε να κάνουμε ως κοινωνία – και μάλιστα στο ορόσημο των 200 χρόνων από την επανάσταση που αποτέλεσε την απαρχή της δημιουργίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Ενός διαλόγου που θα έπρεπε να συμπεριλάβει και ζητήματα γρήγορης και εύκολης απόδοσης ιθαγένειας στους ανθρώπους που ζουν στη χώρα μας και μοιράζονται τις τύχες μας, αλλά και άλλων τρόπων ουσιαστικής συμμετοχής των μεταναστών στην κοινωνική και πολιτική ζωή και πριν την απόδοση ιθαγένειας. Και φυσικά, το θέμα της διαμόρφωσης μιας σοβαρής πολιτικής για τη διασπορά και ουσιαστικών σχέσεων με αυτή.
Ένας τέτοιος διάλογος θα έπρεπε, παραφράζοντας το προοίμιο του αμερικανικού συντάγματος, να ξεκινήσει ως εξής : «Εμείς ο λαός». Αλλά ποιοι είμαστε «εμείς»;
Η Δανάη Κολτσίδα είναι Νομικός, Πολιτική Επιστήμονας, Διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς
Πηγή: iEidiseis