Macro

Αννέτα Καββαδία: «Επιστροφή» στην πολιτική για τη γενιά της κρίσης;

Αρκούσε μια ματιά στο ηλικιακό (κυρίως) προφίλ όσων συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις των προηγούμενων ημερών, για να συνειδητοποιήσει κανείς ότι εδώ κάτι γίνεται. Άνθρωποι νεαρής, κυρίως, ηλικίας ξεχύθηκαν στους δρόμους συμπαρασύροντας -με δεδομένο το επίδικο της διαμαρτυρίας, που συνοψιζόταν (αν και δεν περιοριζόταν) στην αστυνομική βία και αυθαιρεσία- και μεγαλύτερες/ους σε ηλικία. Προφανώς και αυτό δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, αφού η νέα γενιά πρωτοστατεί, όπως αποδεικνύεται ιστορικά, στις κοινωνικές διεργασίες. Σωστά. Με τη διαφορά ότι μετά το ξέσπασμα του 2008 και το κίνημα των πλατειών το 2010/2011 -αλλά και τις τεκτονικές αλλαγές που επέφεραν τα μνημόνια που ακολούθησαν- είναι ουσιαστικά η πρώτη φορά που (φαίνεται να) επανασυγκροτείται ένα νεολαιίστικο κίνημα, το οποίο σπάει τη σιωπή, αξιώνει, διεκδικεί και ξανακατεβαίνει στους δρόμους. Και μάλιστα σε καιρό πανδημίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς τη δυνατότητα ενσώματης παρουσίας.

 

Θα περίμενε κανείς ότι η μελέτη, η ανάλυση και η ερμηνεία του φαινομένου -συγκυριακό ή μη, μένει να αποδειχθεί- από την πλευρά της κυβέρνησης, καθώς αυτή είναι ο αποδέκτης των διαμαρτυριών, δεν θα γινόταν με εργαλεία της δεκαετίας του ’80. Είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να υποστηρίζεται σοβαρά πως σε μια εποχή απαξίωσης του κομματικού φαινομένου -κατά την οποία οι πολιτικές δυνάμεις, και της Αριστεράς συμπεριλαμβανομένης, αδυνατούν να κινητοποιήσουν, με όρους μαζικότητας, την κοινωνική τους βάση- μπορεί αυτό το αυθόρμητο ξέσπασμα να οργανώνεται και να καθοδηγείται από κάποιο πολιτικό κέντρο; Ή πόσο πειστικό ακούγεται το επιχείρημα ότι κατεβάζουν χιλιάδες κόσμου στο δρόμο πολιτικές δυνάμεις που φέρουν και αυτές μερίδιο ευθύνης για το αυξημένο ποσοστό αποχής;

Θα πρέπει να είναι κανείς εξαιρετικά στενόμυαλος, ή εμμονικά ιδεοληπτικός, ή εντελώς αποκομμένος από το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι, για να μην αντιλαμβάνεται τη νέα πραγματικότητα, που δημιουργεί η διαρκής υποχώρηση των μορφών κάθετης πολιτικής οργάνωσης, από τη μια, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της οριζόντιας πολιτικής επικοινωνίας και δικτύωσης, κυρίως μέσω των social media, από την άλλη. Και είναι εξοργιστικά αλαζονικό, σε μια στιγμή που οι κοινωνικές αντιδράσεις κατά της αστυνομικής αγριότητας διαχέονται αστραπιαία σε όλη τη χώρα, η κυβέρνηση να υποτιμά κατ’ αυτόν τον τρόπο τη νοημοσύνη των πολιτών, δείχνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ ως υποκινητή των διαδηλώσεων και αγνοώντας επιδεικτικά τη συνεχώς διογκούμενη οργή που προκαλεί η άσκηση, εκ μέρους της, μιας αυταρχικής και βίαιης πολιτικής, που στοχοποιεί και αντιμετωπίζει σαν εχθρούς πρωτίστως τους νέους ανθρώπους.

 

Όταν δεν πιάνει η προπαγάνδα

Στο ένθετο «Εντός Εποχής» της 28ης Φεβρουαρίου, η ομότιμη καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο ΕΚΠΑ, Μάρω Παντελίδου Μαλούτα χαρακτήριζε τους νέους και τις νέες «εν αναμονή συμμετοχικούς πολίτες, που κινητοποιούνται όταν αισθανθούν πως μετράει η γνώμη τους και όταν τους αφορά άμεσα το διακύβευμα». Φαίνεται λοιπόν πως η κυβέρνηση… τα κατάφερε, και επιλέγοντας να επενδύσει στο δόγμα «νόμος και τάξη» ενεργοποίησε τα ανακλαστικά μιας γενιάς, που μεγάλωσε με την οικονομική κρίση, ενηλικιώθηκε με την ανθρωπιστική και τώρα αντιμετωπίζει και την υγειονομική κρίση με όλα τα συνεπακόλουθά της.

Αυτή η γενιά γυρίζει την πλάτη στην καλοπληρωμένη σπέκουλα των συστημικών ΜΜΕ και ως εκ τούτου όχι απλώς απορρίπτει, αλλά δεν γίνεται καν δέκτης της κυβερνητικής προπαγάνδας. Είναι ενδεικτικό ότι σε πρόσφατη έρευνα της Metron Analysis καταγράφηκε πως το 63% στις ηλικίες 17-34 θεωρεί αρνητική την κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας, ενώ το 67% στους 65+ την αντιμετωπίζει θετικά. Το εύρημα γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακό αν το συνδυάσει κανείς με παρόμοια έρευνα της Prorata, τον περασμένο Σεπτέμβριο, όπου φαινόταν πως η διαχείριση της υγειονομικής κρίσης αξιολογείται θετικά από το 64% όσων ενημερώνονται κατά βάση από την τηλεόραση και αρνητικά από το 63% όσων ενημερώνονται από τα social media.

Η κυβέρνηση αυτό το ξέρει. Όπως ξέρει ότι υστερεί εκλογικά στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα. Είναι γνωστό πως το 2019 οι εκλογείς μεταξύ 17-34 χρονών επέλεξαν πλειοψηφικά τον ΣΥΡΙΖΑ με 36,8% και ακολούθησε η ΝΔ με 30,6%. Αν στο ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ προστεθεί τόσο αυτό του ΚΚΕ (5,6%), όσο και το αντίστοιχο του ΜέΡΑ25 (6%), τότε η (κοινοβουλευτική) Αριστερά, στο σύνολό της, φτάνει το 48,4%.

Γι’ αυτό και απολύτως συνειδητά, αφού δεν προσδοκά κομματικά/εκλογικά οφέλη, επιλέγει να στοχοποιήσει αυτή τη γενιά επιδιδόμενη σε μια εκστρατεία συκοφάντησης και ενοχοποίησής της, που φτάνει μέχρι του σημείου άσκησης βίας μέσω των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους.

 

Η οργή φουντώνει

Αυτό, όμως, ίσως αποβεί και το μοιραίο της λάθος. Γιατί έχοντας, εδώ κι ένα χρόνο, χρησιμοποιήσει την πανδημία ως άλλοθι, προκειμένου να περάσει όλη την ατζέντα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής της, καταφεύγει σε πρακτικές καθόλου ξένες με την ιδεολογία και την παράδοση της Δεξιάς: βία, καταστολή, αυταρχισμός. Μόνο που τα χτυπήματα πάνω στα σώματα νέων ανθρώπων, δεν θα μένουν ποτέ αναπάντητα. Όχι μόνο από τους ίδιους. Αλλά και από ανθρώπους μεγαλύτερων ηλικιών. Στους οποίους ξυπνάνε μνήμες, τις οποίες ξορκίζουν. Κι όσο στη δημόσια σφαίρα -και με την ανοχή της κυβέρνησης- δικαιολογούνται συμπεριφορές που παραπέμπουν σε άλλες εποχές, όσο συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι της ΕΛΑΣ χαρακτηρίζουν διαδηλωτές σαν «απλυταριό», όσο οι καταγγελίες για ξυλοδαρμούς και σεξουαλικές επιθέσεις από όργανα της ΕΛΑΣ δεν διερευνώνται όπως πρέπει, όσο εξακολουθεί να παρουσιάζεται σαν πετυχημένη η εξώφθαλμη κυβερνητική ολιγωρία στη διαχείριση της πανδημίας, όσο εξακολουθεί να απουσιάζει έστω υποψία αυτοκριτικής ή ανάληψη έστω της παραμικρής ευθύνης, όσο κορυφαία κυβερνητικά στελέχη καταφεύγουν σε μισαλλόδοξα και διχαστικά παραληρήματα, τόσο η οργή θα φουντώνει. Και οι φέροντες αυτή την οργή δεν είναι υποχείρια, ούτε ενεργούμενα καμιάς πολιτικής δύναμης.

 

Αννέτα Καββαδία
Πηγή: Η Εποχή