Η κατάθεση πρότασης δυσπιστίας προς τον υπουργό Οικονομικών αποδείχτηκε από τα πράγματα αναγκαία, για να ραγίσει, έστω, το τείχος σιωπής, που περιέβαλλε το νέο πτωχευτικό κώδικα. Όχι πως τους ξύπνησε το φιλότιμο, αλλά δεν μπόρεσαν να κρύψουν μέχρι τέλους τις συνέπειες της ψήφισής του (μόνο) από την κυβερνητική πλειοψηφία, καθώς και τη σκοπιμότητα που το έφερε ως τη Βουλή.
Εκτός από αναγκαία, όμως, αποδείχτηκε και διπλά ωφέλιμη. Η κυβερνητική πλειοψηφία δεν κατάφερε να πείσει, κατά τη συνηθισμένη μέθοδό της, ότι όλα τα καταστροφικά συνέβησαν επί ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ έρχεται τώρα να τα διορθώσει. Ήταν τόσο φανερές οι δυσμενέστερες αλλαγές στο πτωχευτικό δίκαιο, που τις ένιωσαν οι άμεσα και έμμεσα ενδιαφερόμενοι, ιδίως όσοι βλέπουν να πλησιάζει η έξωση από την κατοικία τους.
Καλύτερα ή διαφορετικά;
Φαίνεται, ωστόσο, ότι η συζήτηση αυτής της πρότασης δυσπιστίας έδειξε και στην αξιωματική αντιπολίτευση ότι, για να είναι πειστική, δεν αρκεί να ισχυρίζεται πως εκείνη θα τα κάνει καλύτερα από τη ΝΔ. Αν ερμηνεύουμε σωστά την κατάληξη της ομιλίας του Αλ. Τσίπρα στη Βουλή – «τη δεύτερη φορά που θα έρθουμε στην κυβέρνηση, θα είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα και για εμάς και για το λαό» – ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί να πείσει για το τι διαφορετικό θέλει να κάνει. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν αρκέστηκε να πει ότι θα καταργηθεί ο νέος πτωχευτικός νόμος. Περιέγραψε συνοπτικά και τα βασικά σημεία μιας πολιτικής που θα τον αντικαταστήσει.
Αυτό, προφανώς, πρέπει να συμβεί με όλα τα κρίσιμα ζητήματα, ώστε οι πολίτες να γνωρίζουν όχι μόνο με σαφήνεια ποιες είναι οι επί μέρους διαφορές, αλλά και πόσο διαφορετική συνολικά είναι η κατεύθυνση, η στόχευση της μιας πλευράς από την άλλη, της νεοφιλελεύθερης λιτότητας από το ριζοσπαστικό ρεαλισμό, όπως έχει χαρακτηριστεί η επιδίωξη εφαρμογής από την αριστερά ενός ριζοσπαστικού προγράμματος στις σημερινές συνθήκες. Αν πρόκειται να ασχοληθεί κάποιος στα σοβαρά με τη νέα κοινωνική συμφωνία που έχει εξαγγελθεί, θα πρέπει να δώσει σ’ αυτή – με τη μορφή της πρότασης – το περιεχόμενο που οφείλει να έχει μια συμφωνία, τη σαφήνεια που χρειάζεται, αλλά και τον απαραίτητο κοινωνικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στα δίκαια αιτήματα των κοινωνικών κινημάτων και των κοινωνικών φορέων. Οφείλει, δηλαδή, να έχει άμεση αναφορά και βιωματική σύνδεση με τα κοινωνικά κινήματα, ώστε να συνδιαλέγεται μαζί τους και να μπορεί να τα εκφράσει πολιτικά. Εκεί διαμορφώνεται η σχέση εμπιστοσύνης.
Σχέση εμπιστοσύνης
Ανάμεσα στα πολλά σημαντικά που είπε στη συνέντευξή της στην «Εποχή» η καθηγήτρια Φανή Κουντούρη (25/10), ίσως δεν δώσαμε την ιδιαίτερη προσοχή που ζητάει η παρατήρησή της πως «αν στη δεκαετία της οικονομικής κρίσης είχαμε την ελπίδα που δημιούργησε μια ανάταση των προσδοκιών, σήμερα η οικοδόμηση της εμπιστοσύνης μπορεί να είναι μια συνθήκη, η οποία θα μπορέσει να αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό». Αυτή η οικοδόμηση της εμπιστοσύνης φαίνεται να αποτελεί σήμερα βασικό καθήκον ενός κόμματος που θέλει να βρεθεί στην κυβέρνηση, όχι απλά για να αποτελέσει τον ένα πόλο σ’ ένα παιχνίδι εναλλαγής στην εξουσία, όπου όλα αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν. Είναι βέβαιο ότι δεν θα αλλάξουν όλα, αλλά όσα μπορούν και πρέπει, χρειάζεται να βρουν εύφορο έδαφος τόσο στο κυβερνητικό επίπεδο όσο και στην κοινωνία.
Ένας λόγος που πολλές φορές στον ΣΥΡΙΖΑ σηκώνεται πολύς και ανώφελος συχνά θόρυβος, είναι και εξαιτίας του γεγονότος ότι, σε αντίθεση με όσα παρατηρήσαμε πιο πάνω, σημασία και βάρος δίνεται σε επίκαιρα σημεία της πολιτικής, τα οποία απομονώνονται από τα απαραίτητα συμφραζόμενά τους, με αποτέλεσμα να γίνονται αιτία άγονης αντιπαράθεσης. Υπόβαθρο μιας τέτοιας πραγματικότητας είναι μια λανθασμένη, στις σημερινές ιδιαίτερα συνθήκες, εκτίμηση ότι πρέπει να δίνονται άμεσες και απλουστευμένες απαντήσεις στα ερωτήματα που προκύπτουν από τη συγκυρία, αντί να ξεδιπλώνεται η ουσιώδης διαφορά στρατηγικής σε κάθε ζήτημα που προκύπτει. Ώστε να γίνεται κτήμα μεγάλου μέρους του λαού η συνολική πολιτική τουλάχιστον για τα κεντρικά ζητήματα της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής. Έτσι ώστε να προσφέρεται ολοκληρωμένη εικόνα με τις τακτικές και τις στρατηγικές πλευρές της, και να δίνεται μηδενική, αν είναι δυνατόν, δυνατότητα στους αντιπάλους να τη θολώσουν.
Υπόθεση εργασίας
Φανταστείτε, για παράδειγμα, μια συζήτηση για την επέκταση των χωρικών υδάτων ενταγμένη όχι τόσο στην επικαιρική ανάγκη να προκληθεί πλήγμα στην κυβέρνηση, αλλά σε μια υποχρέωση να εκτεθούν οι κύριες πλευρές μιας πολιτικής για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και για την ένταξή τους σε ένα στρατηγικό σχέδιο που οραματιζόμαστε και επιδιώκουμε για την περιοχή μας. Σχέδιο που λείπει από την κυβέρνηση, αλλά δεν είναι ευδιάκριτο και στα «χαρτιά» της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ένα σχέδιο που θα παίρνει υπόψη του τον παράγοντα Ερντογάν και τις πάγιες επιδιώξεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά θα τις υπερβαίνει κιόλας εντάσσοντάς τις σε ένα πλαίσιο που διαμορφώνεται από παράγοντες όπως η εξέλιξη της ΕΕ και της ευρωπαϊκής πολιτικής, η ανάπτυξη πολύπλευρων σχέσεων με τις χώρες της Βαλκανικής, με τη Ρωσική Ομοσπονδία, τις αραβικές χώρες και τις χώρες της Βόρειας Αφρικής. Πώς θα εξελισσόταν, ας πούμε, μια συζήτηση για το πού και πότε ασκείται το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων σε συνδυασμό με την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδων και ΑΟΖ, αν συνοδευόταν από μια πρόταση για αποκλεισμό των εξορύξεων στο Αιγαίο και την υπογραφή ενός συμφώνου ειρήνης και συνεργασίας για ήπιες μορφές τουρισμού;
Όλα αυτά χρειάζονται συζήτηση, γιατί μια ταύτιση των δώδεκα μιλίων με τον εθνικισμό από τον κ. Χρυσοχοϊδη μπορεί να προκαλέσει το πολύ πολύ μια σύντομη αναταραχή στη ΝΔ, αλλά μια παρόμοια παρανόηση από σημαντικό τμήμα του λαού μπορεί να προκαλέσει μόνιμες βλάβες στην εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ. Και δεν μπορείς ποτέ να πεις φταίνε αυτοί που δεν κατάλαβαν.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή