Macro

Παύλος Κλαυδιανός – Μιχάλης Υδραίος: Θετικό βήμα η επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών

Η απόφαση για επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, που θα γίνει το επόμενο διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, είναι μια πολύ θετική και σημαντική εξέλιξη. Το διπλωματικό παρασκήνιο για το ακριβές περιεχόμενο, των “διερευνητικών” είναι εξαιρετικά ζωηρό, με σαφείς τις διαφωνίες των δυο πλευρών, αλλά όπως φαίνεται το ραντεβού θα πραγματοποιηθεί.
Οι προηγούμενες εβδομάδες ήταν, αλλά και οι επόμενες θα είναι, περίοδοι μίας έντονης διπλωματικής κινητικότητας. Το 2020 θα είναι έτος έντονων διαβουλεύσεων και το 2021 θα είναι, πολύ πιθανό, έτος των οριστικών αποφάσεων ή συμφωνιών, όσον αφορά την ελληνοτουρκική διένεξη, που θα οδηγούν στη Χάγη.

Η απομάκρυνση του τουρκικού ερευνητικού σκάφους από την διεκδικούμενη ΑΟΖ διαμόρφωσε προϋποθέσεις για επιτάχυνση των διαδικασιών αποκλιμάκωσης, σε σχέση με τη προηγούμενη κατάσταση, όπου φθάσαμε στα όρια ενός πιθανού ατυχήματος. Πολύ γρήγορα διανύθηκε η απόσταση ώστε οι δύο πλευρές να κάτσουν στο τραπέζι των διερευνητικών συνομιλιών.
Αυτό είναι απότοκο της διπλωματικής πρωτοβουλίας του Βερολίνου η οποία επιδιώκει μία πολυμερή διάσκεψη όπου θα παρακαθίσουν όχι μόνο η Τουρκία και η Ελλάδα αλλά και οι άλλες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου χωρίς βέβαια να σταματήσουν οι συνομιλίες μεταξύ των επιμέρους εμπλεκομένων.

Ο ρόλος της Αριστεράς

Η αριστερά οφείλει να υποστηρίξει αυτές τις διπλωματικές διεργασίες, με κριτικό πνεύμα. Και με τους απαιτούμενους αστερίσκους, εάν αυτό χρειαστεί, κάνοντας όμως απολύτως εμφανή αυτή την υποστήριξη. Σ’ αυτή τη συγκυρία, όπου φθάσαμε κοντά σε επικίνδυνες καμπές, ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία μπορεί να αποδειχθεί η πολιτική δύναμη, που ηγείται της διαδικασίας διαλόγου, δεν έπεται. Η ΝΔ στο εσωτερικό της έχει ισχυρές δυνάμεις που αντιδρούν στο διάλογο και κανένας δεν γνωρίζει αν ο Κ. Μητσοτάκης θα κάνει τους αναγκαίους συμβιβασμούς, με βάση το διεθνές δίκαιο, για να ανοίξει δρόμους προς τη λύση. Έχει τη θετική εμπειρία των Πρεσπών.
Δυστυχώς, φαίνεται, ότι υπάρχει μια παραίτηση από παλιά καλά εργαλεία όπως η διπλωματία των λαών. Αυτό δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την υπόλοιπη αριστερά και πρέπει να διορθωθεί άμεσα με την εκκίνηση μίας εκστρατείας που θα αντιτάξει επιχειρήματα ενάντια στον εθνικισμό και στις λογικές του πολέμου ή της διαρκούς αναβολής, προτάσσοντας τις ευεργετικές επιπτώσεις ενός οριστικού διακανονισμού και βοηθώντας να γίνουν κατανοητοί και δεκτοί πιθανοί συμβιβασμοί, (η Χάγη σίγουρα θα συγκρουσθεί με τον μέσο όρο των στερεοτύπων που κυριαρχούν στην ελληνικής κοινωνία).

Οι κυρώσεις εμποδίζουν τον παραγωγικό διάλογο

Η αναβολή της συνόδου κορυφής – ορίστηκε πλέον στις 1 και 2 Οκτωβρίου – απέδειξε, κατά κάποιον τρόπο, ότι δεν υπάρχει η πιθανότητα επιβολής κυρώσεων. Έτσι και αλλιώς, το αίτημα των κυρώσεων φαίνεται εξαιρετικά μονοσήμαντο, σε μία περίοδο που η ηγεσία της Ευρώπης αναζητεί μια στρατηγική αναδιάταξη των ευρωτουρκικών σχέσεων. Αλλά αυτό, η ενεργή σχέση ΕΕ – Τουρκίας είναι επιδίωξη της Ελλάδας, πόσο μάλλον για την Αριστερά. Οι πολιτικές ηγεσίες σε Ελλάδα και Κύπρο συμπολιτευόμενες ή αντιπολιτευόμενες, με την τιμητική εξαίρεση του ΑΚΕΛ, φαίνεται να είναι, παρ’ όλα αυτά, εγκλωβισμένες σε μία αδικαιολόγητη αδυναμία να συλλάβουν την ευρωπαϊκή διάσταση των πραγμάτων.
Δεν είναι μόνο οι πολιτικές επιλογές και η σταθερή πολιτική θέση της Γερμανίας στο θέμα αυτό. Σε περίπτωση που επιβληθούν ισχυρές οικονομικές κυρώσεις, οι κλυδωνισμοί της εύθραυστης τουρκικής οικονομίας θα συμπαρασύρουν και τις ευρωπαϊκές τράπεζες και εταιρίες που δραστηριοποιούνται στη γείτονα.
Υπάρχει και μια άλλη παράμετρος την οποία οφείλουμε να επισημάνουμε. Το αντιτουρκικό μέτωπο φαίνεται να γίνεται υπόθεση των ακραίων δεξιών της Ευρώπης, με επικεφαλής τον αυστριακό Κρούτς και τον Ούγγρο Όρμπαν. Πρόκειται για μέτωπο ισλαμοφοβικό, βαθιά ρατσιστικό. Μας ενδιαφέρει η μη περαιτέρω ενίσχυσή του.

Το στρατιωτικό εξοπλιστικό πρόγραμμα

Το πρόγραμμα των 10 δισ. που αφορά στρατιωτικούς εξοπλισμούς και ανακοίνωσε, ελαφρά τη καρδία, ο πρωθυπουργός στην Θεσσαλονίκη πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης, δηλαδή της προοπτικής ειρήνης όχι πολέμου. Να επισημάνουμε ότι εκτός από τις διαδικαστικές υπερβάσεις της κυβέρνησης με την παράκαμψη του ΚΥΣΕΑ και των αρμόδιων επιτροπών της βουλής υπάρχουν και θέματα ουσίας. Συγκεκριμένα:
1. Χρειαζόμαστε ένα γύρο εξοπλισμών σε μία περίοδο κορύφωσης της υγειονομικής, της οικονομικής και οικολογικής κρίσης; Κατά τη γνώμη μας, είναι απαραίτητο να παρακαμφθεί ένα πρόγραμμα υψηλού κοστολογίου και να βρεθούν φθηνές εναλλακτικές λύσεις, κυρίως αναβάθμισης του υπάρχοντος εξοπλισμού, και τα χρήματα να αξιοποιηθούν στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της οικονομίας, του κοινωνικού κράτους, της ανάπτυξης με ισχυρό οικολογικό πρόσημο.
2. Δεν είναι σχήμα οξύμωρο ότι θα υιοθετήσουμε ένα γιγαντιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα στο χρονικό σημείο που συμπίπτει με την έναρξη μίας διαδικασίας ειρηνικής διευθέτησης της διένεξής μας με την Τουρκία;

Το Κυπριακό «κλειδί» ξανά στο τραπέζι

Σε πολύ λεπτό σημείο, όμως, βρίσκεται και το κυπριακό ζήτημα. Η Τουρκία επιμένοντας να κάνει έρευνες εντός της κυπριακής ΑΟΖ παρανομεί απροκάλυπτα. Αυτό τη φέρνει ευθέως σε αντιπαράθεση με την ΕΕ, ακόμη και με τις ΗΠΑ. Επιδιώκει, εντούτοις, μία σαλαμοποιήση του συνολικού προβλήματος προκαλώντας ένα πιθανό ρήγμα μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, στη βάση της έως τώρα διαδρομής των συζητήσεων για το θέμα.
Δικαίως η ελληνοκυπριακή πλευρά επισημαίνει, ότι στην δική της ΑΟΖ η Τουρκία συνεχίζει τις αυθαίρετες έρευνες και ζητά την αλληλεγγύη των Ευρωπαίων.
Η κατάσταση όμως για την κυπριακή διπλωματία – και τον κύπριο πρόεδρο – είναι πολύ δύσκολη, καθώς έχει καταστεί όμηρος δικών της επιλογών. Η αρχική απειλή για άσκηση βέτο, εάν δεν επιβληθούν στην Τουρκία κυρώσεις αντίστοιχες με αυτές της Λευκορωσίας αντιμετωπίσθηκε σκωπτικά από την ΕΕ. Γι’ αυτό άλλωστε ο κύπριος πρόεδρος αναδιπλώθηκε στη γαλλική εφημερίδα Φιγκαρό, αναφέροντας ότι η Κύπρος όχι μόνο δεν θα ασκήσει βέτο, αλλά θα ζητήσει την ενίσχυση τους.
Από τη μία όλες οι πλευρές επιμένουν να υπενθυμίζουν, διαρκώς τις μεγάλες ευθύνες της ελληνοκυπριακής πλευράς για το ναυάγιο των συνομιλιών στο Γκραντ Μοντάνα, παραπέμποντας στην ανάγκη να συμβάλλει η ελληνοκυπριακή στην οριστική επίλυση του κυπριακού ζητήματος.
Από την άλλη, το σκάνδαλο χορήγησης διαβατηρίων της Κυπριακής Δημοκρατίας σε πολίτες ασιατικών χωρών καταζητούμενων από την Ιντερπόλ και εμπλεκόμενων σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις, έχει δημιουργήσει μία διεθνή κατακραυγή, πολύ περισσότερο που υπάρχουν ενδείξεις εμπλοκής του δικηγορικού γραφείου του ίδιου του κυρίου Αναστασιάδη σε αυτήν την υπόθεση.
Επιπλέον, η τουρκική πλευρά δημοσίως διαρρέει ότι ο κ. Αναστασιάδης σε συναντήσεις με τον τούρκο ΥΠΕΞ πρότεινε την αναζήτηση άλλων λύσεων, πέραν αυτής που προωθεί ο Ο.Η.Ε και την οποία επισήμως υιοθετεί τόσο η Κύπρος όσο η Ελλάδα, δηλαδή την επίλυση του κυπριακού στο πλαίσιο μίας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας.
Ο κύπριος πρόεδρος δυσκολεύεται να αποδείξει ότι δεν ήταν αυτός που τελικά πρότεινε να εξετασθεί η πιθανότητα ενός βελούδινου διαζυγίου και η εξεύρεση λύσης δύο κρατών, και ισχυρές ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πράγματι έκανε αντίστοιχες προτάσεις. Η επιλογή να ανοίξει μία τέτοια προοπτική μονομερώς και εν κρυπτώ, υπερβαίνει τα εσκαμμένα πολύ περισσότερο που η διχοτόμηση ορθά θεωρείται, σε Κύπρο, Ελλάδα και στη διεθνή κοινότητα, διπλωματική επισφράγιση της εισβολής της Τουρκίας το 1974.
Οι ενδείξεις τώρα συνηγορούν στο ότι τρέχει μια παράλληλη διαδικασία με τις διερευνητικές συνομιλίες Ελλάδας – Τουρκίας, οριστικής επίλυσης και του κυπριακού προβλήματος, με τις δικές του ιδιαιτερότητες, που αφορούν τη συμβίωση των δύο κοινοτήτων και τη δημιουργία ενός κράτους συνέχειας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η φράση του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ κ. Γκουτέρες ότι «το στάτους κβο στην Κύπρο δεν είναι πλέον βιώσιμο» είναι χαρακτηριστική. Υποσχέθηκε δε ότι «αμέσως μετά τις εκλογές στον Βορρά θα συγκαλέσω ξανά τους πέντε βασικούς εταίρους – τις (τρεις) εγγυήτριες δυνάμεις και τις δύο κοινότητες». Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο πρόεδρος της ΕΕ κ. Μισέλ σε δηλώσεις του κατά την επίσκεψή του στην Κύπρο. «Η Ε.Ε. πρέπει να συμμετάσχει περισσότερο στην ειρηνευτική διαδικασία στην Κύπρο, με επικεφαλής τα Ηνωμένα Έθνη».
Άλλωστε, δεν μπορεί να υπάρξει μια διαρκής και σταθερή βελτίωση της κατάστασης χωρίς την λύση του Κυπριακού. Συνεπώς, αμέσως μετά τις εκλογές στην τουρκοκυπριακή πλευρά τον Οκτώβριο, η μόνη λύση είναι η οριστική επίλυση με πολιτική ισοτιμία, στο πλαίσιο μία ομοσπονδίας, που θα καρπώνεται τα πιθανά οφέλη από τα ενεργειακά αποθέματα, τα οποία, εξάλλου, φαίνεται να είναι περιορισμένα.

Παύλος Κλαυδιανός – Μιχάλης Υδραίος

Πηγή: Independent News