Πριν από λίγα χρόνια, ακούγονταν επιφανή στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν ανήκουν στην τάση των «53», να λένε πως θέλουν να παρακολουθούν τις ολομέλειες της εν λόγω τάσης διότι εκεί γίνονται ουσιαστικές συζητήσεις που δεν βρίσκει κανείς αλλού στο κόμμα. Δεν θα μείνω εδώ καθόλου στο ζήτημα του τι μπορεί να σήμαινε αυτό ως προς το κόμμα. Σε τούτο το άρθρο με απασχολεί περισσότερο το ζήτημα των τάσεων.
Σίγουρα οι τάσεις δεν είναι «λέσχες συζητήσεων». Οσοδήποτε ενδιαφέρουσες συζητήσεις κι αν γίνονται μέσα σε αυτές, ο ρόλος τους δεν είναι «ακαδημαϊκός» – είναι πολιτικός, με την πιο άμεση και πρακτική έννοια του όρου. Αλλά ούτε είναι αυτόνομα «κόμματα μέσα στο κόμμα». Δηλαδή δεν είναι φράξιες – όπως ήταν η «Αριστερή Πλατφόρμα», η οποία και αποχώρησε συγκροτώντας ξεχωριστό κόμμα, μετά την ήττα που υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ κατόπιν της σκληρής αντιπαράθεσής του με τους νεοφιλελεύθερους μηχανισμούς του ευρωπαϊκού καπιταλισμού το καλοκαίρι του 2015.
Η ύπαρξη τάσεων σε ένα αριστερό κόμμα είναι η έμπρακτη επιβεβαίωση της πολυφωνίας που οφείλει να επιδεικνύει η Αριστερά εφ’ όσον επιθυμεί να πείθει για τον δημοκρατικό της χαρακτήρα. Είναι η εγγύηση πως η πολυφωνία δεν είναι απλώς «θεωρητική». Υπαρξη διαφορετικών τάσεων εξ ορισμού σημαίνει ύπαρξη διαφορετικών απόψεων – ότι δηλαδή δεν «δικαιούνται» απλώς τα μέλη να έχουν διαφορετικές απόψεις, αλλά τις έχουν κιόλας. Από εδώ όμως ξεκινάνε και τα δύσκολα. Αρχίζουν τα δύσκολα διότι το πράγμα πάει κι αντίστροφα. Δύσκολα καταξιώνεται η ύπαρξη τάσεων όταν δεν υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σε σημαντικά θέματα.
Ως αριστεροί/ές, ας είμαστε -και σε αυτό- ρεαλιστές/ίστριες. Η ιστορική ύπαρξη κάθε τάσης δείχνει ότι στην αρχική συγκρότησή της αλλά και στη μετέπειτα πορεία της διαμόρφωσής της παίζουν ρόλο και παράγοντες όχι αμιγώς ιδεολογικο-πολιτικοί. Προσωπικές φιλίες, συμπάθειες, κοινές ιστορικές διαδρομές στο κίνημα κ.ά. Επειδή όμως οι τάσεις δεν είναι παρέες, αλλά θεσμικά κατοχυρωμένες εσωκομματικές ομάδες, τούτα δεν αρκούν. Ο μόνος καθοριστικός λόγος ύπαρξης μιας τάσης είναι κάποιες ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις που την καθιστούν διακριτή ως τέτοια από το υπόλοιπο κόμμα.
Δεδομένου ότι μιλάμε για το ίδιο κόμμα, για αριστερό κόμμα, εξυπακούεται ότι τούτες οι διαφορές δεν είναι αγεφύρωτες ούτε τεράστιες. Αλλά (πρέπει να) υπάρχουν. Για παράδειγμα, η τάση των «53» είχε εξ αρχής ένα στίγμα που την τοποθετούσε στην πιο αριστερή πλευρά του κόμματος. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό δεν σήμαινε τίποτε άλλο από την επιμονή στη διατήρηση του αριστερού χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και στην τήρηση της εσωκομματικής δημοκρατίας.
Ακριβώς όμως επειδή οι διαφορές μιας τάσης από το υπόλοιπο κόμμα ως προς τις θέσεις της δεν είναι τόσο κραυγαλέες, η πρακτική διαφοροποίησή της ενδέχεται να χαρακτηρίζεται από κάποια ασάφεια, που μπορεί να είναι «δημιουργική» μεν, αλλά προς λάθος κατευθύνσεις. Συγκεκριμενοποιώ λοιπόν τους κινδύνους της εν λόγω ασάφειας (που φαίνεται ότι στην περίπτωση των «53» δεν παρέμειναν απλώς «κίνδυνοι»).
Ο πρώτος κίνδυνος είναι η διαφοροποίηση ως προς τις ιδεολογικο-πολιτικές θέσεις να υποκατασταθεί στην πράξη από ένα παιχνίδι εσωκομματικών συσχετισμών και ισορροπιών που επικεντρώνεται στα πρόσωπα – στο πόσα και ποια πρόσωπα από κάθε τάση θα στελεχώσουν όργανα ή θα εκλεγούν σε ηγετικά αξιώματα. Η πείρα έχει δείξει πως κάθε άλλο παρά είναι αυτονόητο ότι τα εν λόγω πρόσωπα θα υποστηρίζουν σταθερά τις θέσεις της τάσης που εκπροσωπούν. Αν η «ισορροπία» κρίνεται ικανοποιητική ως προς την εκπροσώπηση της κάθε τάσης, όλοι μένουν ευχαριστημένοι και υποβαθμίζονται ουσιαστικά στον εσωκομματικό διάλογο και στην κομματική πρακτική οι αληθινές ιδεολογικο-πολιτικές διαφοροποιήσεις. Τοιουτοτρόπως, πεδίον δόξης λαμπρόν ανοίγεται για οποιοδήποτε «καπέλωμα» που προαποφασίζεται κεκλεισμένων των θυρών.
Ενας άλλος κίνδυνος, που συνδέεται άμεσα με τον προηγούμενο. Τούτο τον καιρό, είναι πάρα πολλά τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ που διαφωνούν με την πασοκοποίηση καθώς και με τη συνακόλουθη υπονόμευση των εσωκομματικών δημοκρατικών διαδικασιών διά μέσου της λεγόμενης «διεύρυνσης» σε επίπεδο κορυφής.
Για τα καθεστωτικά ΜΜΕ, αλλά και για τους γνωστούς αντι-ΣΥΡΙΖΑ «φίλους» του ΣΥΡΙΖΑ, αυτή η διαφωνία περιορίζεται κυρίως στους «53», τους οποίους τα ίδια αυτά μέσα ταυτίζουν με τον «ΣΥΡΙΖΑ του 3%». Το χειρότερο όμως είναι ότι και για τα ίδια τα μέλη του κόμματος η συσπείρωση γύρω από αυτήν τη διαφωνία καθίσταται δυσχερής λόγω ακριβώς της προσωποπαγούς εικόνας που έχει επικρατήσει για τις τάσεις. Μήπως λοιπόν ήρθε η ώρα για την υπέρβαση των υπαρχουσών τάσεων και για τη δημιουργία συσπειρώσεων με βάση τα αληθινά κρίσιμα διακυβεύματα;
Ο Κύρκος Δοξιάδης είναι καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών