Ο καπιταλισμός της επιτήρησης ισχυρίζεται ότι δεν πουλάει τα προσωπικά μας δεδομένα και λέει την αλήθεια
Η λεηλασία των αυτοχθόνων πληθυσμών του νέου κόσμου από τους ισπανούς κονκισταδόρες τον 15ο αιώνα συνιστά μία ιστορία αρπαγής γης και πλούτου, βίας και εξολόθρευσης πληθυσμών. Ωστόσο, για κάποιο λόγο σχετικό με τα τότε εμπεδωμένα ήθη, οι εισβολείς αισθάνθηκαν την ανάγκη να χαρίσουν μία επίφαση νομιμότητας στις πράξεις τους με τη βοήθεια ενός νομικού κειμένου, το οποίο συνέταξαν και ανέγνωσαν πανηγυρικά μπροστά στους πληθυσμούς των ιθαγενών που εξαναγκάζονταν να παρίστανται. Το κείμενο -στο όνομα του Ισπανού Βασιλέα και του Πάπα- περιγράφει τους όρους παράδοσης του πλούτου και της υποταγής των ινδιάνων σε άπταιστη ισπανική, χωρίς φυσικά μέριμνα για παρουσία διερμηνέων. Οι ισπανοί κατακτητές μετά από αυτή τους την πρωτοβουλία θεώρησαν ότι, εφόσον οι πληθυσμοί ενημερώθηκαν και δεν εκδήλωσαν τη διαφωνία τους επί του κειμένου, συναινούν. Σε αυτή τη συναίνεση θεμελίωσαν τη νομιμότητα των πράξεών τους.
Η Sh. Zuboff, συγραφέας του The Age of Surveillace Capitalism που κυκλοφόρησε πέρσι και ήδη θεωρείται ένα από τα επιδραστικότερα best seller, υποστηρίζει ότι η παραπάνω ιστορία συνιστά μία εύστοχη αναλογία προκειμένου να κατανοήσουμε ποια είναι η σημερινή μας κατάσταση ως “χρήστες” (Users)[1]. Στο πλαίσιο αυτής της νέας μας ιδιότητας προϋποτίθεται το πάτημα του κουμπιού I AGREE πριν την εγκατάσταση μίας νέας εφαρμογής ή λογισμικού στις συσκευές μας. Μας περιμένει στο τέλος ενός σιβιλικονομικοτεχνικού κειμένου υπό τον τίτλο “Terms of Service” (Όροι Χρήσης), το οποίο θα είχε στατιστικό ενδιαφέρον να γνωρίζαμε πόσοι διαβάζουν στην πραγματικότητα, εκτός από τους υπεύθυνους των εταιρειών που το παραγγείλανε και τους δικηγόρους που το συνέταξαν[2]. Πρόκειται για κείμενα σκοπίμως γραμμένα όσο πιο ακατανόητα γίνεται, στη βάση των οποίων απεκδυόμαστε συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματά μας, όπως το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Συναινούμε σε ενέργειες όπως η συλλογή των βιομετρικών μας δεδομένων (η φωνή, η κόρη των ματιών, οι εκφράσεις του προσώπου ανάλογα με το προβαλλόμενο περιεχόμενο, κ.λπ.) ή η ενεργοποίηση της κάμερας χωρίς την άδεια μας. Κατά βάση συναινούμε στην επεξεργασία των προσωπικών μας δεδομένων από τους τεχνολογικούς κολοσσούς που τα συλλέγουν για εμπορική χρήση. Όταν οι εν λόγω εταιρείες εγκαλούνται στο δημόσιο διάλογο για τις δυστοπικές πρακτικές τους, οι εκπρόσωποί τους, επικαλούμενοι το κουμπί I AGREE που όλοι μας έχουμε πατήσει, απαντούν “Μα αφού συμφωνούν”!
Φαίνεται ότι για τους “Όρους Χρήσης” συνιστά προσόν, πέραν του να είναι ακατανόητοι, να μην είναι και καθόλου σύντομοι. Ενδεικτικά, ο κατά προσέγγιση χρόνος που χρειάζεται για να διαβαστεί το σχετικό κείμενο της Facebook είναι 17’ και 12’’, όσο και για το Σύνταγμα των ΗΠΑ[3]. Για το TIKTOK ή το SPOTIFY, ο χρόνος υπερβαίνει το μισάωρο, ενώ πρωταθλήτρια όλων αναδεικνύεται η Microsoft, η ανάγνωση των όρων χρήσης του λειτουργικού συστήματος της οποίας προϋποθέτει κάτι περισσότερο από μία ώρα, όσο και ο “Μάκβεθ” του Σέξπιρ. Υπολογίζεται ότι, αν ένας χρήστης λάμβανε πραγματικά γνώση των όρων που αποδέχεται εν είδη ψηφιακών συμβολαίων, προκειμένου να χρησιμοποιεί τις κοινές εφαρμογές, θα έπρεπε να διαθέσει συνολικά 250 ώρες. Επιπλέον, οι χρήστες συχνά αισθάνονται ότι χάνουν το χρόνο τους, προσπαθώντας να διαβάσουν ένα τόσο απαιτητικό συμβόλαιο, το οποίο δεν μπορούν να τροποποιήσουν ή να αντιδράσουν, ούτε και να κατανοήσουν.
Behavioral Futures, μία νέα αγορά
Όλα τα παραπάνω αντίκεινται σε βασικές αρχές των συμβολαίων, όπως και αυτή του “έλαβα γνώση”. Οι χρήστες εγκαταλείπουν τα δικαιώματά τους εν αγνοία τους. Πρόκειται για εφαρμογές και λογισμικό που αποτελούν τη ναυαρχίδα της πιο κερδοφόρας επιχειρηματικής δραστηριότητας της εποχής μας, της συλλογής δεδομένων. Η ατομική δραστηριότητα του χρήστη συλλέγεται και αποθηκεύεται χωρίς κανένα εμπόδιο. Στη συνέχεια δημιουργούνται βάσεις δεδομένων των μοτίβων συμπεριφοράς των χρηστών. Η τεχνολογία δίνει τη δυνατότητα μετατροπής της προσωπικής ζωής σε προϊόν και η ένταξη ενός νέου τομέα στην αγορά συνιστά την επόμενη καπιταλιστική περίφραξη που θα την ανανεώσει. Αυτού του τύπου η συμπεριφορική πληροφορία διεγείρει την αγορά όσο τίποτα άλλο στις μέρες μας. Η ανθρώπινη προσωπική εμπειρία αντιμετωπίζεται ως η τελευταία ανεκμετάλλευτη αγορά και μετατρέπεται σε συμπεριφορικά δεδομένα (behavioural data). Πρόκειται για το νέο Εl Dorado του καπιταλισμού.
Τα συμπεριφορικά δεδομένα κατευθύνονται σε μία νέα παραγωγική διαδικασία, γνωστή και ως τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ). Τα προϊόντα του καπιταλισμού της επιτήρησης (surveillance capitalism) είναι προϊόντα προβλέψεων της συμπεριφοράς των χρηστών και το εύρος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που ενδιαφέρονται για τέτοιου είδους προϊόντα είναι μεγάλο. Η νέα αγορά που συγκροτείται εμπορεύεται προβλέψεις και περιγράφεται με τον όρο behavioral futures. Βρίσκεται υπό την αιγίδα των ιδιωτικών κεφαλαίων, χωρίς συνταγματική προστασία, χωρίς ελεγκτικούς μηχανισμούς, χωρίς ρύθμιση. Ένα σχέδιο που στηρίζεται σε κλειστές τεχνολογίες, μυστικό, σχεδιασμένο με προτεραιότητα να μας καθιστά ανίδεους για τον τρόπο λειτουργίας του.
Νέα προϊόντα και υπηρεσίες κάνουν την εμφάνισή τους, όπως το Click Τhrough Probability (CTP), η πιθανότητα ένας χρήστης να προχωρήσει στο επόμενο προβλεπόμενο κλικ ή το Clic Through Rate (CTR) που περιγράφει την αναλογία χρηστών που πατούν σε ένα συγκεκριμένο σύνδεσμο προς τον αριθμό του συνόλου των επισκεπτών μίας ιστοσελίδας, ηλεκτρονικού μηνύματος ή διαφήμισης. Τέτοιου τύπου προϊόντα μπορούν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να μετρήσουν την επιτυχία που αποφέρει μία διαδικτυακή διαφημιστική καμπάνια σε μία ιστοσελίδα ή την αποτελεσματικότητα που έχουν οι προεκλογικές καμπάνιες μέσω email.
Η λογική του νέου οικονομικού μοντέλου συμπυκνώνεται στα δύο μότο των μεγάλων τεχνολογικών κολοσσών προς τους εργαζομένους τους: “keep the data flowing” (κράτησε τα δεδομένα σε συνεχή ροή), με τη δημιουργία περίπλοκων αλυσίδων παροχής δεδομένων με αδιάλειπτη ροή προς την παραγωγική διαδικασία, και “keep them involved” (κράτησε τους χρήστες ενεργούς on line), μέσα από το αυτοκίνητο, το τηλέφωνο, το θερμοστάτη, το internet of things (διαδίκτυο των πραγμάτων), τις έξυπνες πόλεις (smart cities), με οποιοδήποτε “smart” τρόπο. Όλα ξεκινούν από μία αυθαίρετη παραδοχή χωρίς καμία νομιμοποιήση: ότι η ιδιωτική μας εμπειρία συνιστά δωρεάν πρώτη ύλη για τον πλουτισμό ιδιωτών. Ωστόσο, καλό θα ήταν να θυμόμαστε ότι το δικαίωμα επέμβασης στις μελλοντικές μας προθέσεις δεν θεμελιώνεται πουθενά.
Ο Καπιταλισμός της Επιτήρησης
Μέχρι πρόσφατα, η κατάσταση περιγράφονταν από το κλισέ “Αν δεν πληρώνεις για το προϊόν, είσαι το προϊόν”. Σήμερα, έχουμε περάσει σε μία νέα κατάσταση. Τεχνικά δεν είμαστε το προϊόν, διότι έχουμε υποβιβαστεί σε συνεισφορά πληροφορίας για το πραγματικό προϊόν, τις προβλέψεις της μελλοντικής συμπεριφοράς μας που πωλούνται στον ισχυρότερο πλειοδότη. Υπάρχουν πολλές εταιρείες που αγοράζουν προβλέψεις σχετικά με το τι πρόκειται να κάνουμε, με το ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις μας. Όλοι οι τομείς της ζωής μας έχουν εμπορικό ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τη Sh. Zuboff, “Οι ψηφιακές συνδέσεις είναι σήμερα μέσο για άλλους εμπορικούς σκοπούς. Στην ουσία του ο καπιταλισμός της επιτήρησης είναι παρασιτικός και αυτοαναφορικός. Αναζωογονεί την παλιά εικόνα που απέδωσε ο Καρλ Μαρξ, ενός καπιταλισμού βαμπίρ που τρέφεται από την εργασία, αλλά με μία απρόβλεπτη τροπή. Αντί για την εργασία, ο καπιταλισμός σήμερα θρέφεται από την ανθρώπινη εμπειρία”.
Η επεξεργασία των δεδομένων και η μετατροπή τους σε προϊόντα πρόβλεψης είναι ο λόγος που οι τεχνολογικοί κολοσσοί μπορούν να ισχυρίζονται δημόσια ότι “Δεν πουλάμε τα προσωπικά σας δεδομένα” και να μην υπόκεινται σε μηνύσεις. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της πρόσφατης ευρωπαϊκής νομοθεσίας για την ιδιωτικότητα GDPR (General Data Protection Regulation), στα πλαίσια της οποίας οι τεχνολογικοί κολοσσοί υποστήριξαν ότι μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στα δεδομένα που συλλέγουν. Πρόκειται για τα δεδομένα που τους έχουμε ήδη δώσει. Πρόσβαση στη διαδικασία επεξεργασίας και στα προϊόντα πρόβλεψης που προκύπτουν δεν προβλέπεται.
Καθώς ο ανταγωνισμός γύρω από τα προϊόντα πρόβλεψης αυξάνει, γίνεται σαφές ότι ο καπιταλισμός της επιτήρησης εντοπίζει τις πηγές με τα πλέον χρήσιμα δεδομένα εντός της καθημερινής ζωής, τις πραγματικές μας αντιδράσεις. Εκεί υπάρχουν οι δυνατότητες να οδηγηθούν οι ενέργειές μας σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση που συνάδει με το είδος των αποτελεσμάτων που υπόσχονται στους πελάτες τους. Σε αυτό το σημείο σημειώνεται η κερδοφορία. Στην τροποποίηση της συμπεριφορά μας προς τους δικούς τους στόχους, είτε πρόκειται για αγορά προϊόντος είτε για τη διάθεση της ψήφου μας ή τη συμμετοχή μας σε μία πολιτική διαμαρτυρία ή πολιτιστικό δρώμενο.
Την ίδια στιγμή, σκάνδαλα που συνδέονται με την παραβίαση της ιδιωτικότητας των χρηστών βλέπουν το φως της δημοσιότητας με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα και αφορούν είτε ιδιωτικές εταιρείες είτε κυβερνήσεις. Δεν πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά, αλλά περισσότερο για σύντομα αλλά αποκαλυπτικά ίχνη μίας νέας οικονομικής λογικής που κατίσχυσε στον πλανήτη, όταν η ανθρωπότητα ήταν απασχολημένη με το να απολαμβάνει τις χαρές του facebook και του instagram, μεταξύ πολλών άλλων. Τα δεδομένα είναι άφθονα μετά τις αμερικάνικες προεδρικές εκλογές του 2016 και το δημοψήφισμα για το Brexit. Έχει αποκαλυφθεί ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η παρακολούθηση της συμπεριφοράς των πολιτών επέτρεψε την ανάπτυξη προγραμμάτων στοχευμένων μηνυμάτων, που απευθύνονταν σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Για παράδειγμα, μαύροι ψηφοφόροι σε κρίσιμες πολιτείες, όπως στην Πενσυλβάνια, έλαβαν λίγες ώρες πριν από τις εκλογές συκοφαντικά μηνύματα που υποστήριζαν ότι η Χίλαρι Κλίντον είναι ρατσίστρια, με αποτέλεσμα να απέχουν από τις εκλογές, να μην την υποστηρίξουν και τελικά να χαθεί η πολιτεία υπέρ του Τραμπ. Στη Βρετανία, λίγους μήνες νωρίτερα, αναπτύχθηκαν αντίστοιχες μέθοδοι. Και στις δύο περιπτώσεις πρωτοστάτησε η εταιρεία Cambridge Analytica, όπου κεντρική θέση κατείχε ο “στρατηγός του Τραμπ”, Στιβ Μπάνον.
Μέσα από το συνδυασμό συστημάτων συλλογής, αποθήκευσης και ανάλυσης δεδομένων με τη βοήθεια ειδικά σχεδιασμένων και μυστικών εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης, η Google και το Facebook γνωρίζουν τα ψυχολογικά «κουμπιά» κοινωνιών, ομάδων, αλλά και του κάθε χρήστη προσωπικά, και τα πατούν καταλλήλως. Ένα εργοστάσιο αυτοκινήτων ή ένα πολιτικό κόμμα μπορεί να απευθυνθεί στη Google ή στη Facebook, για να αγοράσει συμβουλευτικά προγράμματα πρόβλεψης πολιτικών ή καταναλωτικών συμπεριφορών, τα οποία θα επιτρέψουν τη σχεδίαση πολιτικών μηνυμάτων ή αυτοκινήτων με τη μέγιστη απήχηση σε μια συγκεκριμένη κοινωνία. Η Zuboff αποκάλυψε ότι το 87% των εσόδων της Google και το 90% των εσόδων του Facebook προέρχονται από την πώληση τέτοιων πακέτων πρόβλεψης.
Out of wonderland…
Τη δεκαετία του ‘90, όταν νέες επιχειρήσεις αξιοποίησαν τις δυνατότητες του διαδικτύου, η τεχνολογία είχε λειτουργήσει με παρόμοιο τρόπο, ανανεώνοντας την αγορά. Κάποιες από αυτές τις “dot.com εταιρείες” πέτυχαν εξαιρετικά αποτελέσματα και προσέλκυσαν μεγάλους επενδυτές. Τα κέρδη ήταν τεράστια. Ωστόσο, εξαιτίας του αρρύθμιστου τρόπου λειτουργίας της Wall Street και των ασύδοτων κερδοσκοπικών πρακτικών, το 2001 η φούσκα έσκασε, προκαλώντας μία ισχυρή οικονομική κρίση. Το ίδιο έτος, η 11η Σεπτεμβρίου άλλαξε τελείως το τοπίο σχετικά με τη διαχείριση προσωπικών δεδομένων. Είναι ενδεικτικό ότι την προηγούμενη μέρα της επίθεσης το Κονγκρέσο των ΗΠΑ είχε αποφασίσει ότι οι εταιρείες dot.com δεν μπορούν να αυτορρυθμίζονται σε θέματα όπως πχ. τα coοkies. Οι νομοθέτες στην Ουάσιγκτον είχαν αρχίσει να ανησυχούν για τα προσωπικά δεδομένα που συγκεντρώνονταν στα χέρια ιδιωτικών εταιρειών στο ίντερνετ, οι οποίες παρείχαν δωρεάν υπηρεσίες παρακολουθώντας και καταγράφοντας τη δραστηριότητα των χρηστών. Μάλιστα, στις 10 Σεπτεμβρίου 2001, μία ημέρα πριν από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, υπήρχε στην ημερήσια διάταξη του Κογκρέσου μια συζήτηση που πολλοί πίστευαν ότι θα οδηγούσε στη θέσπιση αυστηρών κανόνων και στην κατάργηση των δυνατοτήτων παρακολούθησης και καταγραφής της δραστηριότητας των χρηστών του διαδικτύου. Μέσα σε μία μέρα όλα άλλαξαν[4].
Σύμφωνα με τη Ζούμποφ, “η 11η Σεπτεμβρίου προσέφερε την απόλυτη ευκαιρία. Ματαιώθηκε η ψήφιση των νόμων και των ρυθμίσεων που θα περιόριζαν πολλούς από τους μηχανισμούς και τις πρακτικές της παρακολούθησης, οι οποίες θα εξελίσσονταν αργότερα στον καπιταλισμό της επιτήρησης. Η Ουάσιγκτον επέτρεψε σε εταιρείες ίντερνετ να αναπτύξουν αυτές τις δυνατότητες παρακολούθησης, γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες, ως κράτος, δεσμεύονται από το σύνταγμα να μην παρακολουθούν τους Αμερικανούς πολίτες’. Με άλλα λόγια, η Αμερική, αθόρυβα, ιδιωτικοποίησε την κατασκοπεία. Ανέθεσε το έργο της κατασκοπείας στον ιδιωτικό τομέα, σε δημοφιλείς εταιρείες που έμοιαζαν και μοιάζουν αβλαβείς και φιλικές, σε εταιρείες στις οποίες με ενθουσιασμό προσφέρουμε το δικαίωμα να μας παρακολουθούν ως αντάλλαγμα για τις δωρεάν υπηρεσίες τους.
Είναι ενδιαφέρον ότι μέχρι τότε στη Google είχε κυριαρχήσει η αντίληψη ότι το επιχειρηματικό της μοντέλο δεν πρέπει να βασιστεί στις διαφημίσεις, ως κάτι υποτιμητικό για τις υπηρεσίες τους. Η κρίση στη Wall Street τους έκανε να αναθεωρήσουν. Η μηχανή αναζήτησης δεν κατέγραφε κέρδη, αλλά ζημιές. Κάποιοι στην εταιρεία θυμήθηκαν όλα αυτά τα δεδομένα που άφηναν οι χρήστες εν αγνοία τους, τα οποία συλλέγονταν και έμεναν ανεκμετάλλευτα. Η απορρύθμιση στην προστασία προσωπικών δεδομένων έδινε νέες ευκαιρίες περαιτέρω συλλογής, επεξεργασίας και μετατροπής τους σε προϊόντα προβλέψεων, αρχικά για τις διαφημιστικές εταιρείες. Η αύξηση που καταγράφηκε στα κέρδη τους ήταν τεράστια.
Γνωστικές ασυμμετρίες
Οι εταιρείες τεχνολογίας ξέρουν τόσα πολλά για εμάς, εμείς ξέρουμε τόσο λίγα για αυτές. Όσο νομίζαμε ότι ψάχναμε στo Google, η Google έψαχνε εμάς. Όσο χρησιμοποιούσαμε τα social media, τα social media μας χρησιμοποιούσαν. Όταν μας ενημέρωναν σχετικά με τo privacy policy της εταιρείας τους, στην πραγματικότητα επρόκειτο για το surveillance policy της εταιρείας τους. Πάντα υπήρχε ανισότητα στη γνώση, αλλά όχι με αυτά τα χαρακτηριστικά που επαναπροσδιορίζουν ηθικά όρια και τελικά την αντίληψη του εαυτού. Εμείς δεν ξέρουμε για εμάς αυτό που αυτοί γνωρίζουν για εμάς. Είναι μία γνώση που προέρχεται από εμάς, αλλά δεν προορίζεται για εμάς. Την ίδια στιγμή προκύπτουν νέα κρίσιμα ερωτήματα για την λειτουργία της δημοκρατίας: “ποιος αποφασίζει, ποιος θα αποφασίζει, ποιος θα γνωρίζει;” Οι δημοκρατικοί θεσμοί παραμένουν αμήχανοι και η δραστηριότητα των τεχνολογικών κολοσσών αρρύθμιστη.
Στον εταιρικό λόγο που συγκροτούν οι τεχνολογικοί κολοσσοί μας αποκαλούν “χρήστες”. Πρόκειται για μία νέα οντολογική κατηγορία με δικό της περιεχόμενο, όπως αυτές του καταναλωτή ή του δανειζόμενου. Η Ζούμποφ υποστηρίζει ότι, όπως τον 18ο αιώνα ο πολίτης έπρεπε να οργανωθεί με την ιδιότητα του εργάτη για την προάσπιση των συμφερόντων του, το ίδιο πρέπει να πράξει και σήμερα με την ιδιότητά του χρήστη. Η δραστηριότητά του είναι που δημιουργεί κέρδος.
Μπορούμε να απολαμβάνουμε την ψηφιακή τεχνολογία χωρίς το πλαίσιο λειτουργίας του καπιταλισμού της παρακολούθησης. Το πρόβλημα δεν είναι ο ψηφιακός κόσμος, ούτε η τεχνολογία είναι η οικονομική λογική που τα κατευθύνει και μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με πολιτικούς όρους και σχέδιο. Το να κατανοήσουμε την οικονομική λογική του καπιταλισμού της παρακολούθησης συνιστά την “έξοδο από τη χώρα των θαυμάτων” που έχουν κατασκευάσει οι μηχανισμοί προπαγάνδας των τεχνολογικών κολοσσών.
[1] Shoshana Zuboff, 2019, The age of Surveillance Capitalism: The fight for a human future at the new frontier of power, Profile Books UK.
[2] https://www.theguardian.com/technology/2017/mar/03/terms-of-service-online-contracts-fine-print. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η παρακάτω ιστοσελίδα όπου επιχειρείται μία σύνοψη των όρων χρήσεις των πιο δημοφιλών εφαρμογών https://tosdr.org/.
[3] Οι χρόνοι έχουν υπολογιστεί στη βάση του 200-250 λέξεις το λεπτό που συνιστά το μέσο όρο για τους ενήλικες. Αναλυτικά οι χρόνοι για τις πιο δημοφιλείς εφαρμογές στο γράφημα, https://www.visualcapitalist.com/terms-of-service-visualizing-the-length-of-internet-agreements/
[4] Η μετατροπή της πολιτικής των ΗΠΑ σχετικά με το σεβασμό της ιδιωτικότητας και την προστασία των προσωπικών δεδομένων συμπυκνώνεται στο πρόγραμμα μαζικής παρακολούθησης Total Information Awareness (TIA) https://en.wikipedia.org/wiki/Total_Information_Awareness. Σχετικά με το ρόλο των τεχνολογικών κολοσσών στη δημιουργία του, https://www.wired.com/story/darpa-total-informatio-awareness/
Δώρα Κοτσακά
Πηγή: Η Αυγή