Επανεκκίνηση λοιπόν των συλλογικών διαδικασιών για τη διεύρυνση και τον μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ. Με φόντο την πανδημία, την παγκόσμια ύφεση και μια ζοφερή και επικίνδυνη κατάσταση στην οικονομία και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που μπορεί να οδηγήσει σε απρόβλεπτες πολιτικές εξελίξεις. Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, είμαστε αντιμέτωποι με ζητήματα που συνεχίζουν να αιωρούνται αναπάντητα.
Όπως τα αφήσαμε, στην προ πανδημίας εκκίνηση της συζήτησης. Με την επανεμφάνιση μάλιστα αντιλήψεων που στο όνομα του «νέου» μας γυρίζουν πολλά χρόνια πίσω και μπορούν να εκτρέψουν τις διεργασίες σε άγονες κατευθύνσεις: Όπως, ας πούμε, το ζήτημα του πρωταρχικού ρόλου του ηγέτη (αν ο Άρης ή το ΕΑΜ. Αν ο Λαμπράκης ή η ΕΔΑ και πάει λέγοντας), που η ιστοριογραφία του ευρωπαϊκού μαρξισμού το έχει απαντήσει με πληρότητα. Αλλά που επανέρχεται τώρα ως ο καθοριστικός (αν όχι ο αποκλειστικός) παράγοντας της μελλοντικής μας πολιτικής απογείωσης. Αντίληψη στην οποία η δική μας Αριστερά έχει ασκήσει καταλυτική κριτική, θεωρώντας την ένα βασικό στοιχείο του αρχηγικού λαϊκισμού άλλων πολιτικών παραδόσεων.
Ας θέσουμε επιτέλους το κεντρικό ερώτημα της συζήτησης: Η διεύρυνση της πολιτικής μας απήχησης, που είναι προϋπόθεση για τη νίκη στις εκλογικές αναμετρήσεις του μέλλοντος απέναντι στη Δεξιά, απαιτεί μια συνεκτικά δομημένη ταυτότητα, θεμελιωμένη στην ενότητα προταγμάτων -ιδεολογικών, πολιτικών, κοινωνικής αναφοράς- και στην ιστορικότητα του εγχειρήματος ή μια ταυτότητα «ασαφούς ευελιξίας», με το βλέμμα στραμμένο στην εκλογική αριθμητική; Επιδιώκουμε μια διεύρυνση της μακράς διάρκειας, του «ιστορικού βάθους», ή μια διεύρυνση του ευκαιριακού πραγματισμού; Μια «μεγάλη» ή μια «μικρή» διεύρυνση;
Αυτό είναι όντως ένα δίλημμα. Αλλά ένα δίλημμα παραγωγικό. Για να περάσουμε από τον ατέρμονα περιγραφισμό στο πεδίο του συγκεκριμένου:
Η «μικρή διεύρυνση»
Η «μικρή διεύρυνση» λοιπόν: Που αφαιρεί από το εγχείρημα τον χαρακτήρα μιας βαθιάς πολιτικής και ιδεολογικής διεργασίας και επικεντρώνεται σε μεγαλεπήβολους αριθμητικούς στόχους. Που προβάλλει, μαζί με τον αρχηγισμό, ως «νεωτερισμό» και πεμπτουσία της πολιτικής συμμετοχής το «εικονικό» κομματικό μέλος – follower. Η μικρή διεύρυνση, που αντιλαμβάνεται την αντίθεση Αριστεράς – Δεξιάς όχι ως σύνθετη κοινωνική και πολιτική διαίρεση (που ενσωματώνει σήμερα ένα σύνολο τομών – του αντικαπιταλισμού, του αντιαυταρχισμού, του αντιεθνικισμού και του αντιϊμπεριαλισμού, της οικολογίας), αλλά ως αναχρονιστική επανέκδοση του σχήματος Δεξιά – αντι-Δεξιά. Η διεύρυνση που επαναφέρει ως πολιτική στρατηγική την κεντροποίηση της Αριστεράς, αυτή που οδήγησε την ευρωπαϊκή Αριστερά στην περιθωριοποίηση.
Αυτή που αναπόφευκτα καταλήγει στον ανταγωνισμό του πολιτικού προσωπικού δύο «παρατάξεων», με έπαθλο τη νομή και τα προνόμια της εξουσίας και την καλύτερη διαχείριση μιας οικονομικής και κοινωνικής δομής που στον πυρήνα της θεωρείται δεδομένη. Η μικρή διεύρυνση, που υπάγεται στο υπόδειγμα της «μικρής πολιτικής». Επικεντρωμένης στις υψηλές κραυγές, στον ατεκμηρίωτο πολιτικό λόγο, στη σκανδαλοθηρική πρόσληψη της πολιτικής (ειδικά σε μια χώρα που δικαιολογημένα ο παλιός δικομματισμός, και σήμερα η Ν.Δ., έχουν ταυτιστεί στη συνείδηση των πολιτών με τη διαφθορά και τη διαπλοκή). Που έχει ανάγκη μια χαλαρή ταυτότητα, χωρίς περιττές ταξικές και κοινωνικές διαιρέσεις. Της αποϊδεολογικοποιημένης απεύθυνσης σε δέκτες «επικοινωνίας». Που προσαρμόζεται στην αμφιθυμία της κοινής γνώμης και στη ζήτηση της πολιτικής αγοράς.
Που σε κρίσιμα ζητήματα (π.χ. ελληνοτουρκικά, Κυπριακό, περιβάλλον, φράχτης στον Έβρο, σχέσεις με Εκκλησία, τράπεζες, ΜΜΕ, ΕΡΤ κ.λπ.) υποκύπτει σε εθνικιστικούς ή αναχρονιστικούς πειρασμούς, ακόμη και σε ανταγωνισμούς επιχειρηματικού ή συντεχνιακού τύπου. Η μικρή διεύρυνση της μεγάλης αντίφασης: Η επιλογή της θα επιτείνει την κρίση του κομματικού φαινομένου και την ένταση της κοινωνικής αποξένωσης από την πολιτική – ειδικά των νέων. Το κενό θα καλύψουν οι εξαρτήσεις από τους επιχειρηματικούς ομίλους, ειδικά στο χώρο των media.
Η “μεγάλη διεύρυνση”
Σε αντιπαράθεση, η λογική της «μεγάλης διεύρυνσης». Η ιδρυτική μας δέσμευση για ένα κόμμα της «μεγάλης πολιτικής». Και η επιλογή μας για μια ισχυρή ταυτότητα, μια διακριτή και σαφή δομή πεποιθήσεων. Που σαν τέτοια είναι πλούσια και διαπλαστική. Μπορεί να απλώνεται σε νέα πεδία, να ενσωματώνει κριτικά σύγχρονες συμβολές και πρωτοβουλίες για την ανθρώπινη χειραφέτηση. Μπορεί να ενοποιεί τον βιωματικό χώρο των θυμάτων της καπιταλιστικής αγριότητας με τον ορθολογισμό του πολιτικού προγράμματος.
Η «μεγάλη διεύρυνση», αποτυπωμένη στην πολιτική πράξη, στη σχέση μας με τις κοινωνικές μας αναφορές, στο πρόγραμμα:
– Για να διαποτίσει η οικολογική διάσταση τις προτάσεις και τη δράση μας. Κόντρα και σε δικές μας κυβερνητικές αποφάσεις.
– Για να αναμετρηθεί η Αριστερά με τις νέες αντιθέσεις του ψηφιακού καπιταλισμού από τη σκοπιά των δικών της προταγμάτων. Για να μην οδηγήσουν οι νέες μορφές εργασίας και τηλεργασίας στην περιστολή των εργασιακών δικαιωμάτων. Για να εντάξουμε τις εξελίξεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης σε μια πολιτική ατζέντα διεκδίκησης πλήρους απασχόλησης με λιγότερες ώρες εργασίας.
– Για την ενίσχυση και τη θωράκιση του κοινωνικού κράτους μετά την εμπειρία της πανδημίας, προσδιορίζοντας αγαθά (π.χ. τα εμβόλια), υπηρεσίες και τομείς που θα παλέψουμε για να αποσπαστούν από τις καπιταλιστικές εμπορευματικές μορφές, όπως υποστήριζε ο Μπερλιγκουέρ.
– Για την ανάληψη τώρα πρωτοβουλιών για την ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας, την ειρηνική επίλυση του Κυπριακού στο πλαίσιο του ΟΗΕ και των ελληνοτουρκικών διαφορών, μέσω του διαλόγου και της παραπομπής τους στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Την εγκατάλειψη των “αξόνων” υπό την επικυριαρχία των ΗΠΑ και του Ισραήλ και των φαντασιώσεων γύρω από τη διπλωματία των αγωγών ή των “πολέμαρχων” (Λιβύη). Σε όλα αυτά τα ζητήματα η κυβέρνηση “τα έχει χαμένα”. Ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο ξαναπιάνοντας το νήμα από τη Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να γίνει ο καταλύτης για την αναγκαία στροφή στην εξωτερική μας πολιτική.
– Για έναν μετασχηματισμό της φορολογικής πολιτικής με βασικά στοιχεία τη σύλληψη της φοροδιαφυγής, τη γενναία αύξηση των φορολογικών συντελεστών στα κέρδη, στα υψηλά εισοδήματα, στον αδρανή πλούτο και στα μερίσματα (που αδικαιολόγητα τους χαμηλώσαμε ως κυβέρνηση για να τους μηδενίσει σχεδόν ο Μητσοτάκης).
– Για την υπεράσπιση σύγχρονων ατομικών δικαιωμάτων, όπως αυτά που αφορούν προσωπικά δεδομένα τα οποία μετατρέπονται σε εμπορεύσιμα data, θέτοντάς μας, όταν συνδεόμαστε στο Διαδίκτυο, σε καθεστώς δουλείας και απόσπασης υπεραξίας από τους γίγαντες του Διαδικτύου.
– Για μια νέα ματιά στην πορεία της παγκοσμιοποίησης, της ευρωπαϊκής ενοποίησης, των εθνικών ανταγωνισμών.
– Για μια νέα πολιτική κουλτούρα συγκρότησης, στην οποία το ατομικό παράδειγμα στελεχών και μελών συνοψίζει το συλλογικό αξιακό φορτίο της αφοσίωσης και της ανιδιοτέλειας. Με τη συνείδηση ότι όσες φορές παραβιάστηκαν αυτές οι αρχές με την παράκαμψη των συλλογικών δημοκρατικών διαδικασιών, τη διαμόρφωση υποσυστημάτων εξουσίας, τις αλαζονικές στάσεις, τις περιττές οξύνσεις ή τις εξουσιαστικές συμπεριφορές, έβλαψαν καθοριστικά τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η επιλογή της μεγάλης διεύρυνσης έχει ανάγκη τον κριτικό αναστοχασμό της συνολικής μας πορείας και πρωτίστως της κυβερνητικής εμπειρίας, με τα επιτεύγματα, τις δυσκολίες, αλλά και τα λάθη και τις παραλείψεις μας. Το εγχείρημα του μετασχηματισμού έχει ένα παρελθόν που πρέπει να αποτιμηθεί. Το καταγωγικό ίχνος της συγκρότησής μας δεν μπορεί να αποσιωπηθεί και να παραγραφεί.
“Το μικρό, το μέγα 3%”
Το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ είναι αξεδιάλυτα δεμένο με την Ιστορία και τους αγώνες του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος. Μήτρα του είναι το κίνημα της ανανεωτικής Αριστεράς και μια ταυτότητα που σφυρηλατήθηκε μέσα από θεωρητικές και ιδεολογικές αναζητήσεις, μέσα από νίκες, διαψεύσεις, διασπάσεις, με σταθερή πάντα προσήλωση στην πίστη για τον κόσμο της ισότητας και της ελευθερίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ συγκροτήθηκε για να αποτελέσει την καταστατική συνθήκη της πολιτικής αυτονομίας των υποτελών κοινωνικών τάξεων. Προσπάθησε να διαμορφώσει ένα νέο αριστερό παράδειγμα. Όχι να αντιγράψει φθαρμένα πολιτικά υποδείγματα. Να γίνει μια λαογενής αριστερή δύναμη. Και, αντίρροπα προς την πορεία παρακμής ιστορικών κομμάτων της Αριστεράς στην Ευρώπη, να επαναφέρει στη συνείδηση των ανθρώπων «τη μεγάλη, διαψευσμένη ελπίδα του ιστορικού βάθους», της επαγγελίας του σοσιαλισμού.
Έτσι λοιπόν συγκροτήθηκε το λοιδορούμενο «3%», το οποίο δέχεται πυρ ομαδόν από τη Δεξιά, τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, αλλά και άσπονδους φίλους. Ως ο σκληρός πυρήνας μιας ραγδαίας πολιτικής ισχυροποίησης, που εκπροσωπεί πλέον σταθερά πάνω από το 1/3 του εκλογικού σώματος. Που άντεξε και εξακολουθεί να αντέχει. Αυτό το «μικρό, το μέγα 3%» που διέψευσε τους οιωνοσκόπους της «σύντομης αριστερής παρένθεσης». Αυτό το «3%» λοιπόν ξέρει πια μερικά πράγματα:
Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία δεν θα μετατραπεί σε άμορφο χυλό ιδεολογικής και πολιτικής μετάλλαξης ούτε θα γίνει χώρος υποδοχής παραγόντων και πλυντήριο εθνικιστών με τη λεοντή του «πατριωτισμού», καθώς και ξενοφοβικών ή λαϊκιστών κάθε είδους. Δεν είναι στέγη για πολιτικές καριέρες. Το κόμμα μας, σε μια εποχή ποικίλων ανορθολογισμών, πρέπει να διεξάγει και μια επίπονη ιδεολογική μάχη, εναντίον του νέου συντηρητισμού και του αναδυόμενου φασισμού. Αυτή η νέα ενότητα δεν μπορεί να συγκροτηθεί στη βάση «μίνιμουμ» ή μονοθεματικών προγραμμάτων, αλλά να στηρίζεται σε ισχυρές και περιεκτικές πολιτικές και προγραμματικές συμφωνίες, στις οποίες πρέπει να εμπλακεί η κοινωνία.
Η αναμέτρηση με το νεοφιλελεύθερο εξουσιαστικό παράδειγμα πρέπει να συσπειρώσει πολλές δυνάμεις. Να διαμορφώσει μια μεγάλη κοινωνική και πολιτική συμπαράταξη με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία και να είναι ανοιχτή, ειδικά, σε συνθήκες απλής αναλογικής σε κόμματα της αντιπολίτευσης, που θα κάνουν στροφή στην αντι-ΣΥΡΙΖΑ στρατηγική τους. Δεν θα συγκροτηθεί με τη λογική του μεγάλου κόμματος που «καταπίνει» τα μικρά και που χωνεύει «πολυσυλλεκτικά» τις επιμέρους ταυτότητες, παρεμποδίζοντας την αυτόνομη ανάπτυξη και συμβολή τους.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν την πρώτη ύλη της δημόσιας συνομιλίας μας με την κοινωνία ενόψει του συνεδρίου για τον διευρυμένο ΣΥΡΙΖΑ. Και, προνομιακά, με τον μεγάλο, ανεξερεύνητο εν πολλοίς χώρο της νεολαίας. Να «ξανασυστηθούμε», να ακούσουμε και να μιλήσουμε με τους νέους. Με τους νέους της επιστημονικής πρωτοπορίας, της καλλιτεχνικής δημιουργίας, της οικολογικής δράσης, του εθελοντισμού, των ειδικών αναγκών και των ιδιαίτερων χαρισμάτων. Αλλά και με τα «χαμένα παιδιά». Της ανεργίας ή της εξοντωτικής κακοπληρωμένης εργασίας, των εξαρτήσεων, του στρες, της πίσω αυλής, της «αποτυχίας», τους αναλώσιμους και λούμπεν που απειλεί να τους αρπάξει από τη Δημοκρατία ο φασισμός. Και με τα άλλα: τα ατίθασα, τα «άγρια» παιδιά της κρίσης, που γυρίζουν την πλάτη στον πολιτικό κομφορμισμό και στρατεύονται σε κινήσεις στα αριστερά μας. Είμαστε πρώτο κόμμα στους νέους, με ποσοστό 39%. Στις επόμενες εκλογές να κερδίσουμε πάνω από το 50% στη νεολαία! Νά ένας στόχος που από μόνος του περικλείει και νοηματοδοτεί την έννοια της διεύρυνσης.
Όλα αυτά φτιάχνουν ένα πεδίο διασταύρωσης απόψεων, πέρα από ιαχές, δοξολογίες, ψευδώνυμα και αναθέματα, έξω από το κέλυφος μιας αμήχανης, σε κάποιες περιπτώσεις, σιωπής. Για να διαψευστεί η θεωρία ότι η ριζοσπαστική Αριστερά εξεμέτρησε τον βίο της.
Για να επιβεβαιωθεί, μέσα από τη συλλογική θέληση, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία θα επανιδρυθεί ως κόμμα αγώνων και διακυβέρνησης, ως το κόμμα των ριζοσπαστικών προταγμάτων της Αριστεράς, ως αντιπαράδειγμα ως προς τα κριτήρια της νεοσυντηρητικής συστημικής «κανονικότητας».
Τελικά, ως πλειοψηφικό ρεύμα και άμεση εναλλακτική πρόταση εξουσίας, που με την ψήφο του λαού θα αναλάβει ξανά τις τύχες της χώρας μετά την καταστροφή και τα κοινωνικά ερείπια, ακόμη και μια νέα χρεοκοπία, που μπορεί να μας κληροδοτήσει η διακυβέρνηση της Ν.Δ.
Δημήτρης Γιατζόγλου – Τάκης Κατσαρός
Πηγή: Η Αυγή