«Παιδιά, τα πράγματα είναι σοβαρά», που έλεγε κι εκείνη η καλοπληρωμένη διαφήμιση για να μείνουμε σπίτι. Κι αν δεν γίνουν αντιληπτά ως τέτοια, θα γίνουν επικίνδυνα. Κι αν δεν αντιμετωπιστούν ως επικίνδυνα, θα γίνουν καταστροφικά. «Επικίνδυνα», «καταστροφικά», για ποιον; Πάντα πρέπει να ρωτάς, όταν χρησιμοποιείς τέτοιες λέξεις. Για τους εργαζόμενους, για τον κόσμο της εργασίας, είναι η απάντηση.
Εξηγούμαι:
Από την πρώτη κιόλας ημέρα που η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε τη διακυβέρνηση του τόπου τον Ιούλιο του 2019, «σαν έτοιμη από καιρό» («παλιά της τέχνη κόσκινο»), άρχισε να παίρνει μια σειρά από αντεργατικά μέτρα. Ας ξαναθυμηθούμε μερικά, έτσι για να μην ξεχνιόμαστε (εμείς οι υπόλοιποι δηλαδή, γιατί οι άνθρωποι της δουλειάς τα ζουν στο πετσί τους):
α) Υποβάθμιση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, πράγμα που σημαίνει μηδενικοί σχεδόν έλεγχοι στις επιχειρήσεις, με συνέπεια καθυστερήσεις στις πληρωμές, απλήρωτες υπερωρίες, άλλα δηλωμένα ωράρια κι άλλες ώρες εργασίας, αόρατοι εργαζόμενοι, απολύσεις που εμφανίζονται σαν οικειοθελείς αποχωρήσεις, δώρα που καταβάλλονται και παίρνονται πίσω και άλλα πολλά.
β) Κατάργηση της υποχρέωσης των εργοδοτών να αιτιολογούν τις απολύσεις, πράγμα που σημαίνει απολύσεις αδικαιολόγητες κι αυθαίρετες, «γιατί δικό μου είναι το μαγαζί και κάνω ό,τι θέλω» (λέγεται και «διευθυντικό δικαίωμα»).
γ) Χειρουργικά χτυπήματα στον θεσμό των συλλογικών συμβάσεων εργασίας: δυσκολίες στη διαδικασία σύναψης, κατάργηση της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης, περιορισμός της αρχής της επεκτασιμότητας, κατάργηση του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής της εργατικής πλευράς στη διαιτησία, καθιέρωση ειδικών «τοπικών οικονομικών ζωνών». Στόχος η «ελεύθερη διαπραγμάτευση» του εργοδότη με τον μεμονωμένο εργαζόμενο για την κατάρτιση «ατομικής σύμβαση εργασίας». Πώς συζητάει ο λύκος με το πρόβατο; Κάπως έτσι…
Υπάρχουν κι άλλα, όπως π.χ. η κατάργηση της συνευθύνης του εργολάβου, η μείωση των προστίμων στους παραβάτες της εργατικής νομοθεσίας, η ακύρωση της προεκλογικής δέσμευσης για αύξηση του κατώτατου μισθού στο διπλάσιο του ποσοστού αύξησης του Α.Ε.Π. κ.λπ.. Αλλά ας μη γινόμαστε σχολαστικοί και μίζεροι…
Κι ύστερα ήρθε ο κορωνοϊός ως χρυσή ευκαιρία. Με τον κόσμο κλεισμένο στο σπίτι του, τους εργαζόμενους φοβισμένους, το συνδικαλιστικό κίνημα ουσιαστικά ανύπαρκτο η κυβέρνηση κατάφερε να επιβάλει, χωρίς να ανοίξει ρουθούνι, μια σειρά από αντεργατικές ρυθμίσεις, ένα «νέο εργατικό δίκαιο», όπως καυχήθηκε ο υπουργός Εργασίας. Όποιος κάνει λόγο για άτυπη συμφωνία με τον Σ.Ε.Β., δεν έχει άδικο. Άλλωστε, ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, αρμόδιος για τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου, ‘Ακης Σκέρτσος, δεν ήταν από το 2014 μέχρι το 2019 Γενικός Διευθυντής του Σ.Ε.Β.;
Έτσι η κυβέρνηση:
– Αρνήθηκε να θεσμοθετήσει την αναγνώριση της ακυρότητας των μαζικών απολύσεων, που έγιναν το πρώτο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου πριν από το lockdown.
– Μετέθεσε για το 2021 την αύξηση του κατώτατου μισθού
– Άφησε εντελώς αρρύθμιστο και ανεξέλεγκτο το καθεστώς της τηλεργασίας.
– Αρνήθηκε να παρατείνει ως το τέλος του χρόνου την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που έχουν λήξει.
– Απάλλαξε τις επιχειρήσεις από την υποχρέωση να δηλώνουν τις αλλαγές στο καθεστώς εργασίας (αναστολή της σύμβασης εργασίας, εκ περιτροπής εργασία, ωράριο εργασίας) τη στιγμή που γίνονται, επιτρέποντας να τις δηλώνουν στο τέλος κάθε μήνα. Αν καταλάβατε ότι η εκ των υστέρων δήλωση δεν επιτρέπει τον έλεγχο, σωστά καταλάβατε. Έτσι κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποιος δουλεύει σε μια επιχείρηση και πόσο δουλεύει, οπότε η εκμετάλλευση πάει σύννεφο.
– Έδωσε πλήρη και ανεξέλεγκτη ελευθερία στους εργοδότες να αποφασίζουν μονομερώς για την αναστολή των συμβάσεων εργασίας του προσωπικού τους και την εκ περιτροπής εργασία, δηλαδή, για να το πούμε πιο απλά, να απασχολούν τους εργαζόμενους για δυο μόνο εβδομάδες τον μήνα, κόβοντας τους τον μισό μισθό.
– Δεν επέβαλε στις επιχειρήσεις που θα πάρουν δάνεια από την Αναπτυξιακή Τράπεζα με κρατική εγγύηση την υποχρέωση να διατηρήσουν τις ίδιες θέσεις εργασίας.
Τώρα, με το πρόγραμμα υπό τον απατηλό τίτλο «Συν-εργασία», που άρχισε να εφαρμόζεται από τις 15 Ιουνίου, οι εργοδότες έχουν πάλι δικαίωμα μονομερούς επιβολής μειωμένης χρονικά εργασίας.
Οι εργαζόμενοι που θα ενταχθούν στο πρόγραμμα αυτό θα έχουν πραγματική απώλεια εισοδήματος κατά 20%, αφού ο εργοδότης θα πληρώνει τον μισό μισθό και το κράτος θα δίνει το 60% του υπόλοιπου μισού. Ανάλογη θα είναι και η μείωση του επιδόματος άδειας και των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων.
Κι όσοι εργαζόμενοι δεν μπουν στο καθεστώς της μειωμένης απασχόλησης και του μειωμένου μισθού, μπορούν ελεύθερα να απολυθούν. Το ίδιο ισχύει και για τις επιχειρήσεις που δεν θα ενταχθούν στο πρόγραμμα. Οι θέσεις εργασίας προστατεύονται μόνο για τους εργαζόμενους που ο μισθός τους θα μειωθεί κατά 20% και μόνο για όσο χρόνο ισχύει αυτό, δηλαδή μέχρι τις 15 Οκτωβρίου.
Όλα τα παραπάνω κυβέρνηση τα ονομάζει προστασία των εργαζομένων, των θέσεων εργασίας και των μισθών. Σας θυμίζει μήπως αυτό τη «Νέα Ομιλία» στο «1984» του Όργουελ, όπου η σημασία των λέξεων παραποιούνταν ανάλογα με τα συμφέροντα των ισχυρών «ερμηνευτών»; Σωστά σας το θυμίζει. Αυτό ακριβώς είναι. Μπορείς να το πεις και χοντροκομμένη προπαγάνδα.
Τέσσερις είναι οι άμεσοι στόχοι αυτής της πολιτικής: α) η γενίκευση της ελαστικοποίησης των σχέσεων εργασίας και της επισφάλειας, β) η περαιτέρω μείωση των μισθών, γ) η εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων και δ) η πλήρης περιθωριοποίηση των συνδικάτων, που και οι τέσσερις υπηρετούν ένα οργανωμένο σχέδιο εσωτερικής υποτίμησης και τις στρατηγικές επιλογές του νεοφιλελευθερισμού.
Είναι το ίδιο σχέδιο που, στο όνομα δήθεν της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας εφαρμόστηκε και την τετραετία 2010-2014. Τα αποτελέσματα τα είδαμε: αύξηση της ανεργίας και της υποαπασχόλησης, μείωση του εισοδήματος των εργαζομένων κατά 25%, επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων, καθίζηση των ασφαλιστικών ταμείων, κατάρρευση της εγχώριας αγοράς και βέβαια καμιά ανάταξη της οικονομίας.
Ο κόσμος της εργασίας καλείται για μια ακόμη φορά να πληρώσει την κρίση, καταβάλλοντας βαρύ «φόρο αίματος».
Και τώρα τι κάνουμε;
Τα πράγματα είναι δύσκολα, αλλά ακόμα κι έτσι, πολλά μπορούν να αλλάξουν.
Πρώτα-πρώτα να γίνει συνείδηση όλων των εργαζομένων ότι τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, παρά τον φαινομενικά έκτακτο χαρακτήρα τους, δεν είναι έκτακτα ούτε πρόσκαιρα. Αποτελούν στρατηγική επιλογή για ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα στηρίζεται στο χαμηλό εργατικό κόστος και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστούν. Ας μας προβληματίσει επίσης το γεγονός ότι επικεφαλής της «Επιτροπής για την Αναπτυξιακή Στρατηγική» ορίστηκε ο Χριστόφορος Πισσαρίδης, νομπελίστας μεν οικονομολόγος, αλλά θιασώτης της flexicurity, δηλαδή της πλήρους ευελιξίας του εργοδότη στον αριθμό των θέσεων εργασίας, τις απολύσεις, τα ωράρια.
Δεύτερο, να γίνει κατανοητό ότι, παρά την προπαγάνδα των συστημικών μέσων «ενημέρωσης», η πολιτική αυτή δεν είναι μονόδρομος. Υπάρχουν άλλες επιλογές για την προστασία της εργασίας, που στις παρούσες συνθήκες σημαίνει τρία πράγματα: προστασία των θέσεων εργασίας (δηλαδή όχι απολύσεις), προστασία των σχέσεων εργασίας (δηλαδή μη μεταβολή της πλήρους σε μερική και εκ περιτροπής απασχόληση) και προστασία των μισθών (δηλαδή καταβολή τους στο 100%). Έχουν κατατεθεί σχετικές προτάσεις ρεαλιστικές, κοστολογημένες και απολύτως εφαρμόσιμες.
Τρίτο, να υπάρξει αντιπαράθεση στο πολιτικό, το ιδεολογικό, το οικονομικό και το επιστημονικό πεδίο. Κι αυτό είναι χρέος των αντικαπιταλιστικών πολιτικών δυνάμεων, των επιστημόνων, των ανθρώπων του πνεύματος. Για να φανεί το απάνθρωπο πρόσωπο του νεοφιλελευθερισμού.
Τέταρτο και πιο σημαντικό: Να σπάσει ο φόβος και να τονωθεί το αγωνιστικό φρόνημα των εργαζομένων. Ας το πάρουμε χαμπάρι. Αυτοί δεν θα σταματήσουν, αν δεν τους σταματήσουμε. Με οργάνωση στα συνδικάτα και αγώνα στους τόπους δουλειάς και στον δρόμο. Πώς το είπε ο Προυντόν; «Οι “μεγάλοι” είναι “μεγάλοι”, μόνο επειδή εμείς είμαστε γονατιστοί».
Θέμης Αχτσιόγλου