Macro

Από το Λος Άντζελες στο Χιούστον

Στην παγκοσμιοποιημένη νεοφιλελεύθερη οικονομία το κεφάλαιο και οι αγορές επεκτείνονται διαρκώς και μεγάλες περιοχές του πλανήτη, οι οποίες παρέμεναν “έξω” ή στις παρυφές του καπιταλιστικού συστήματος, εντάσσονται με ένα τρόπο σ’ αυτές τις διαδικασίες, ενώ δισεκατομμύρια άνθρωποι παραμένουν “εκτός”. Καθίστανται απόβλητοι των νεοφιλελεύθερων διαδικασιών εκμετάλλευσης ανθρώπων και φύσης, χωρίς να μπορούν να συγκροτήσουν προϋποθέσεις κοινωνικής αναπαραγωγής και επιβίωσης.

Όπως τονίζει ο Jacques Attali στο βιβλίο του La Voie Humaine, το 90% του συνολικού πλούτου του πλανήτη παραμένει στα χέρια του 1% των κατοίκων του.
Η παγκοσμιοποίηση δεν φέρνει πιο κοντά τους ανθρώπους και τα τείχη υψώνονται τόσο μεταξύ των πλούσιων χωρών και των υπόλοιπων, όσο και μεταξύ των πλούσιων και των φτωχών σε κάθε χώρα. Η εντατική εκμετάλλευση της εργασίας ξεριζωμένων αγροτικών πληθυσμών και διαλυμένων μικροεπαγγελματιών προσλαμβάνει ακραίες μορφές που προσομοιάζουν με σύγχρονη δουλεία. Παρόλα αυτά, η εργασία δεν επαρκεί για όλους/ες, έτσι δισεκατομμύρια άνθρωποι εγκαταλείπονται στην αθλιότητα. Έτσι η εποχή της “ρευστής” νεωτερικότητας (ή της μετανεωτερικότητας) παράγει, μέσα από την κοινωνική αστάθεια και την εξατομίκευση της κακοτυχίας ή της περιθωριοποίησης, ένα διαρκή φόβο που συνθλίβει τα άτομα, καθώς οι συλλογικές απαντήσεις απομακρύνονται και οι κοινωνικές αντιστάσεις προσκρούουν στη γενικευμένη κατάσταση της εξατομίκευσης.
Η μετανάστευση, ως διαχρονική μαζική μετακίνηση για την επιβίωση των άνεργων πληθυσμών από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες, έχει αποκτήσει σήμερα εκρηκτικές διαστάσεις, λόγω του ότι η δημιουργία “περιττών” ανθρώπων αποτελεί δομικό στοιχείο της “αρνητικής παγκοσμιοποίησης” -όρος που ανήκει στoν Zygmunt Bauman. Στους οικονομικούς μετανάστες προστίθενται οι πρόσφυγες των πολέμων και των αποσταθεροποιημένων συνθηκών νομιμότητας σε διαλυμένες χώρες. Όμως οι απόβλητοι από τη χώρα τους πληθυσμοί δεν βρίσκουν όλοι έδαφος για να ζήσουν στον πλούσιο κόσμο.
Φτάνοντας σε πλούσιες χώρες, όσοι το καταφέρουν, τους περιμένει ένα σκληρό και απολύτως αβέβαιο μέλλον: εγκλεισμός σε φρουρούμενα στρατόπεδα, ανέστιος βίος σε ζώνες συσσώρευσης ρημαγμένων και φτωχών ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις ή/και σκληρή εκμετάλλευση σε επισφαλείς εργασίες. Περιττοί ή προσωρινά εκμεταλλεύσιμοι, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες διατηρούν τα διακριτικά της καταγωγής τους σαν στάμπα χαραγμένη ανεξίτηλα στο σώμα τους.

Αναδιαρθρώσεις του χώρου της πόλης

Οι ανθρώπινοι περιττοί πληθυσμοί, παρίες της παγκοσμιοποίησης, αν δεν μπορούν να δραπετεύσουν, εγκαταβιούν σε διαλυμένες χώρες καταγωγής, με ανίσχυρες κρατικές οντότητες, εν αναμονή ανθρωπιστικής βοήθειας και σε στρατόπεδα προσφύγων τόσο στις ηπείρους της φτώχειας, όσο και μέσα στον αναπτυγμένο κόσμο. Όταν καταφέρουν να φτάσουν στις παρυφές των παγκοσμιουπόλεων/μεταμητροπόλεων, όπου η συγκρουσιακή συνύπαρξη των τάξεων, των πλούσιων και των φτωχών της μητρόπολης έχει προ πολλού εκλείψει, ο χώρος της πόλης έχει διασπαστεί σε ζώνες διαχωρισμένες με σινικά τείχη και αστυνομικά επιτηρούμενες.
Η μητρόπολη, δημιούργημα του 20ου αι., μια τεράστια συσσώρευση πληθυσμών, παραγωγικών δραστηριοτήτων, κατανάλωσης, δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, με εκρηκτικές κοινωνικές ανισότητες εντός της, δεν υπάρχει πια. Έχει μετεξελιχθεί σε μεταμητρόπολη, όπως την περιγράφει σε όλες τις διαστάσεις της ο Edward Soja στο εμβληματικό έργο του «Postmetropolis», μέσα από το παράδειγμα του Λος Άντζελες.
Ένας βασικός λόγος που οι πλούσιοι κάτοικοι του “άνω διαζώματος” ζουν αποκομμένοι από τους κατοίκους του “κάτω διαζώματος” -οι όροι ανήκουν στον Zygmunt Bauman- είναι ότι η πόλη δεν σημαίνει πολλά πράγματα γι’ αυτούς. Η ιστορική πόλη, ακόμα και με την εκρηκτική μορφή της μητρόπολης, παρέμενε ο χώρος τόσο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, όσο και των περιοχών κατοικίας των πλουσίων που δεν χωρίζονταν με σινικά τείχη από τις περιοχές των φτωχών -των “επικίνδυνων τάξεων”. Από τον Μεσαίωνα και μέχρι τα τέλη του 19ου αι., η πολιτική και οικονομική εξουσία πλούτιζε την πόλη με υψηλής αισθητικής αξίας κτίρια ισχύος και γοήτρου, από τα οποία δεν αποκλείονταν οι φτωχοί. Άλλωστε, τα τείχη των πόλεων που κατεδαφίζονται στα τέλη του 19ου αιώνα, όριζαν ένα “εντός” για όλους που τους προφύλασσε από τους “εκτός” ανεπιθύμητους ή εχθρούς.
Η ιστορική πόλη ήταν ασφαλής έναντι της περιβάλλουσας υπαίθρου ή επίδοξων εισβολέων -η είσοδος ήταν ελεγχόμενη και οι πύλες της έκλειναν τη νύχτα. Σήμερα οι πλούσιοι, ιδιαίτερα οι μεγιστάνες του πλούτου, δεν συνδέονται ιδιαίτερα με πόλεις και τόπους. Σε μια εποχή ροών κεφαλαίων και επέκτασης των παγκόσμιων αγορών, το “άνω διάζωμα” μετακινείται σε διαφορετικά εσώκλειστα, προσομοιωμένα αστικά τμήματα, που χωροθετούνται αδιακρίτως ηπείρου και χώρας και περιφρουρούνται πολεοδομικά, αρχιτεκτονικά και αστυνομικά, ώστε να καθίστανται απροσπέλαστα από τους κατοίκους του “κάτω διαζώματος”.
Όπως επισημαίνει ο Manuel Castells, «υπάρχει μια αυξανόμενη πόλωση και μια ολοκληρωτική παύση επικοινωνίας μεταξύ των βιόκοσμων των δύο κατηγοριών στις οποίες έχουν διαχωριστεί οι κάτοικοι της πόλης: Ο χώρος του “άνω διαζώματος” είναι συνήθως συνδεδεμένος με τις παγκόσμιες επικοινωνίες και με ένα αχανές δίκτυο ανταλλαγών, ανοιχτό σε μηνύματα και εμπειρίες που αγκαλιάζουν όλο τον κόσμο. Στο άλλο άκρο “του κάτω διαζώματος” υπάρχουν κατακερματισμένα τοπικά δίκτυα, που συχνά βασίζονται στην εθνότητα και στηρίζονται στην ταυτότητά τους ως τον πιο πολύτιμο πόρο για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, τελικά της ύπαρξής τους».
Όπως το θέτει ο Zygmunt Bauman ανάμεσα στους “πάνω” και τους “κάτω” ορθώνονται φράχτες. «Ο φράχτης διαχωρίζει το “εθελοντικό γκέτο” των υψηλά ιστάμενων και ισχυρών από τους πολλούς που έχουν εξαναγκαστεί να περάσουν στην κατηγορία των ξοφλημένων. Για όσους είναι εντός του εθελοντικού γκέτο, τα άλλα γκέτο αποτελούν χώρους όπου “δεν θέλουμε να πάμε”. Για εκείνους που είναι μέσα στα αθέλητα γκέτο, η περιοχή στην οποία είναι περιορισμένοι, με το να αποκλείονται από οπουδήποτε αλλού, είναι αυτή “από την οποία απαγορεύεται να βγεις”».

Οι εξεγέρσεις των αποκλεισμένων

Η ευταξία της απομόνωσης των “περιττών” ανθρώπων ή των περιστασιακά απασχολούμενων σε καθεστώς στυγνής εκμετάλλευσης, γενικά των σύγχρονων κολασμένων της γης, είναι προσωρινή. Διακόπτεται από εξεγέρσεις, εκρήξεις της συσσωρευμένης οργής και απελπισίας των καθημαγμένων σωμάτων που καταπονούν ο αγώνας επιβίωσης, η καταστολή, η φυλακή, ναρκωτικές ουσίες, ο στιγματισμός, η περιφρόνηση της ανθρωπινότητάς τους, η μοναξιά και η αποξένωση από τον εαυτό τους και τους άλλους. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν διαθέτουν θεσμικές διόδους έκφρασης των προβλημάτων και δεν έχουν, ακόμα και οι ντόπιοι, πρόσβαση σε κοινοβουλευτικές διαδικασίες, όπου υπάρχουν. Η παγκόσμια εξουσία του κεφαλαίου έχει καταστήσει την πολιτική, όπως εκφράζεται μέσω της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, σε μεγάλο βαθμό ανυπόστατη, ενώ δικτατορίες, μοναρχίες και άλλες μορφές ολοκληρωτικών καθεστώτων αποτελούν την πλειοψηφία της πολιτικής εξουσίας στον σύγχρονο κόσμο.
Τούτων δεδομένων, οι εξεγέρσεις σε χώρες που δεν επιτρέπουν πιο ήπιες μορφές συγκρουσιακής πολιτικής έχουν πάρει τη θέση των οργανωμένων αστικών κοινωνικών κινημάτων της μεταπολεμικής περιόδου. Αυτή είναι η περίπτωση της εξέγερσης του Λος Άντζελες του 1992, όπου αντί κοινωνικών λύσεων επικράτησε η σκληρή καταστολή. Αντίθετα, στην εξέγερση των Watts το 1965 στην ίδια πόλη, η οικονομική ανάκαμψη έδωσε -τρόπος του λέγειν- τη λύση, περιορίζοντας μεν τις στρατιές των απόκληρων, χωρίς όμως να υπάρξουν κοινωνικοί θεσμοί στήριξης που να προνοούν για το μέλλον. Έτσι, σε μια Πολιτεία με υψηλότατα ποσοστά του ρεπουμπλικανικού κόμματος, η απάντηση της εξουσίας το 1992 ήταν η επίταση της καταστολής, της φυλάκισης και των διαχωρισμών.

 

«Ταραχές της Δικαιοσύνης», Λος Άντζελες, 1992

O Edward Soja περιγράφει τη διαχωρισμένη χωρικά μεταμητρόπολη του Λος Άντζελες και τις τεράστιες κοινωνικές αντιθέσεις, που από κοινού πυροδότησαν τις “Ταραχές της Δικαιοσύνης”. «Στον τοίχο μπροστά από το γραφείο στο σπίτι μου, στο Λος Άντζελες, υπάρχει μια φωτογραφία του Λος Άντζελες που έχει ληφθεί 450 μίλια πάνω από το έδαφος… Μπροστά στα μάτια μου εκτείνεται μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές μητροπόλεις που έχει δει ποτέ ο κόσμος, ένα εκφραστικό σημείο κορύφωσης της τρίτης Αστικής Επανάστασης. Από την αρχή του 20ου αι. έχουν μετακινηθεί περισσότεροι άνθρωποι, διανύοντας πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις για να εγκατασταθούν στην έκταση που δείχνει η δορυφορική φωτογραφία, σε σχέση με οποιαδήποτε σχεδόν ισοδύναμη έκταση στη γη. Αν δει κανείς το Λος Άντζελες από το διάστημα, είναι ένα από τα πιο ορατά ανθρώπινα δημιουργήματα του πλανήτη, Kαννιβαλική Πόλη την αποκάλεσε ο Mike Davis, που εκτείνεται πάνω στο γήινο τοπίο».
Σύμφωνα με την αναλυτική προσέγγιση του Soja, η γεωιστορία του αστικού συμπλέγματος του ευρύτερου Λος Άντζελες του 20 αι. αρχίζει στα 1870 και η ανάπτυξή του ακολουθεί μέχρι σήμερα τους ρυθμούς της κρίσης, ύφεσης και της αναδόμησης της οικονομίας. Στο μέσο της δεκαετίας του 1980 η απασχόληση στην παραγωγή έφτασε στην κορύφωσή της στην περιοχή και από το 1990 άρχισε να φθίνει στις 5 κομητείες για μια περίοδο της χειρότερης ύφεσης του αιώνα στην περιοχή.
Με τη μείωση της παραγωγής που αρχίζει στη δεκαετία του 1990 και τη συνακόλουθη μείωση της απασχόλησης, εμφανίζονται αυξανόμενες ανισότητες εισοδημάτων και κοινωνική πόλωση, μαζική νόμιμη και παράνομη μετανάστευση, η μεγιστοποίηση της πολιτιστικής διαφορετικότητας και οι ενδοπολιτιστικές εντάσεις, η συμπίεση των νοικοκυριών της μεσαίας τάξης, ο αυξανόμενος αριθμός αστέγων και οι αυξανόμενες αστικές πυκνότητες, τόσο στις κεντρικές περιοχές, όσο και στις έξω πόλεις. Όλ’ αυτά δημιούργησαν ένα πολύ περισσότερο ασταθές “νέο” Λος Άντζελες, που εξερράγη ξανά στο τέλος του Απριλίου – αρχές Μαΐου 1992.
Οι “Justice Riots” (Tαραχές της Δικαιοσύνης) ξεπέρασαν τις “Watts Riots” (Tαραχές στο Watts) το 1965. Την εξέγερση πυροδότησε η αστυνομική βία, με τη δολοφονία του Rodney King σ’ έναν τυπικό έλεγχο για παράβαση οδήγησης. Φιλμαρισμένες οι εικόνες του άγριου ξυλοδαρμού έστειλαν κύματα σοκ σ’ όλο τον κόσμο και μέσω της δίκης των αστυνομικών που ενεπλάκησαν και της αθωωτικής απόφασης άνοιξαν το δρόμο για την πιο βίαιη και καταστροφική εξέγερση του 20ου αι. στην Αμερική. Ο Mike Davis μεταφέρει από τις μαρτυρίες των κατοίκων «μια αίσθηση απελπισίας που γιγάντωνε στις αρχές του 1992 την αίσθηση ενός μέλλοντος ήδη λεηλατημένου από ευκαιρίες. Οι ταραχές ξεκίνησαν, θαρρείς, από κάποιο μαγικό ραβδί. Στις συνοικίες του Mid – City οι άνθρωποι αρχικά σοκαρίστηκαν από τη βία, έπειτα σάστισαν με τις τηλεοπτικές εικόνες από τα πλήθη μαύρων και λατίνων στο νοτιοκεντρικό Λος Άντζελες που εφορμούσαν σε βουνά από ζηλευτά αγαθά χωρίς την επέμβαση της αστυνομίας…. Οι λεηλασίες σάρωσαν όλες τις συνοικίες του Mid – City όπου ζούσε μια πλειοψηφία μεταναστών, όπως επίσης το Echo Park, το Van Nuys και το Huntington Park».
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Mike Dreebin, δασκάλου λυκείου της περιοχής, «εφόσον οι περισσότερες κάβες και τα περισσότερα καταστήματα της περιοχής υπερχρεώνουν σημαντικά τους πελάτες για εμπορεύματα χαμηλής ποιότητας, υπάρχει μεγάλη αγανάκτηση. Οι μαθητές μου μού είπαν πως όταν οι γονείς τους είδαν στην τηλεόραση να λεηλατούν το Viva Market, γωνία Hoover και Olympic, αμέσως έφυγαν από το διαμέρισμα και επέστρεφαν μία ώρα αργότερα με φαγητό και άλλα προϊόντα. Δεν το θεωρούσαν “λεηλασία”, απλώς και μόνον ως μια ευκαιρία να πατσίσουν με όσους τους “εκμεταλλεύονται”».
Ο Ruben Martinez περιγράφει την εξέγερση νέων παιδιών που στήνουν οδοφράγματα. «Ουρλιάζουμε “Όχι Δικαιοσύνη, Όχι Ειρήνη” και βάφουμε με σπρέϊ τους τοίχους του ανατολικού δημαρχείου και του δυτικού δημαρχείου και του νότιου δημαρχείου και του κτιρίου των L.A. Times. Είμαστε τύποι από το Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα, παιδιά των παραγκουπόλεων από το Aνατολικό Λ.A. και Νότιο Κέντρο, είμαστε μποέμ από το Echo Park και ακτιβιστές Άμεσης Δράσης και δημοσιογράφοι ».
Σύμφωνα με τους New York Times Magazine, 2/8/1992, αυτό που συνέβη στο Λος Άντζελες δεν ήταν ούτε μια φυλετική ταραχή, ούτε μια ταξική επανάσταση. Αυτή η μνημειώδης αναστάτωση ήταν μάλλον μια πολυφυλετική διαταξική και, σε μεγάλο μέρος, ανδρική εκδήλωση ενός δικαιολογημένου κοινωνικού θυμού. Οι εύκολες προσπάθειες να μειωθεί η σημασία της στις παθολογίες της μαύρης κατώτερης τάξης, στις εγκληματικές πράξεις των αλητών ή στην πολιτική επανάσταση των καταπιεσμένων αστικών μαζών, χάνουν το κεντρικό σημείο.
Μεταξύ αυτών που συνελήφθησαν, μόνο 36% ήταν μαύροι, περισσότεροι από το 1/3 είχαν πλήρη απασχόληση και οι πιο πολλοί ήθελαν να αποφύγουν την πολιτική δέσμευση. Αυτό του οποίου γίναμε μάρτυρες στο Λος Άντζελες, ήταν η συνέπεια ενός θανατηφόρου δεσμού οικονομικής πτώσης, πολιτιστικής παρακμής και πολιτικού λήθαργου στην αμερικανική ζωή. Η φυλή ήταν ο ορατός καταλύτης, όχι η βασική αιτία.

Η εξέγερση στο Χιούστον

Η πρόσφατη εξέγερση / μαζική διαμαρτυρία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων για τη δολοφονία του Τζόρτζ Φλόιντ στο Χιούστον, που συγκλόνισε και συγκλονίζει τις Ηνωμένες Πολιτείες και όλο τον κόσμο, φέρει μέσα της τις μνήμες όλων των αδικοσκοτωμένων ανθρώπων, των έγκλειστων στις φυλακές, των βασανισμένων από την αστυνομία, των εγκαταλελειμμένων στη φτώχεια και στην ανεργία, των υποσιτισμένων παιδιών, των άστεγων που απωθούνται από το δημόσιο χώρο -όλων των απόβλητων πληθυσμών των μεταμητροπόλεων της Αμερικής.
Μόνο που σήμερα το δίκιο αναγνωρίζεται στη χώρα τους και παγκόσμια. «Black Lives Matter», όπως και οι ζωές όλων των έγχρωμων πληθυσμών που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείας από τη Λατινική Αμερική, την Ασία, την Αφρική για μια θέση στον ήλιο. Σήμερα οι λεηλατημένες ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, όπως και οι “Ταραχές της Δικαιοσύνης”, βρίσκουν δικαίωση. Η εξέγερση δεν είναι μόνο των απόκληρων. Είναι και των δημοκρατικών ανθρώπων στην Αμερική και σ’ όλο τον κόσμο κι αυτό την καθιστά ένα από τα μαζικότερα κοινωνικά κινήματα Δικαιοσύνης, μια ευοίωνη μετεξέλιξη των εξεγέρσεων που προηγήθηκαν. Θα μπορέσουν οι ΗΠΑ να σβήσουν το όνειδος του ρατσισμού και να επιβάλλουν δικαιοσύνη τόσο στους πολιτικούς θεσμούς, όσο και τις κοινωνικές πολιτικές, ξεκινώντας από την εκκαθάριση της πιο εγκληματικής αστυνομίας του κόσμου.

 

* Το κείμενο αφιερώνεται στον Edward Soja, γεωγράφο και θεωρητικό του αστικού χώρου που ενσωμάτωσε τις χωρικές διαστάσεις στις πολιτικές και κοινωνικές αφηγήσεις των κοινωνικών κινημάτων και εξεγέρσεων

Ελένη Πορτάλιου

Πηγή: Η Εποχή