Οι επικείμενες εκλογές, όποτε κι αν γίνουν, θα είναι εκλογές λιτότητας και ταυτότητας. Τα δύο αυτά ζητήματα καθορίζουν εδώ και μια δεκαετία την πολιτική ζωή σε παγκόσμιο επίπεδο, τουλάχιστον στις δημοκρατίες. Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει επαναφέρει αφενός το κοινωνικό ζήτημα, δηλαδή το ζήτημα των ανισοτήτων και της φτώχειας, ενώ έχει συντελέσει στην υποβάθμιση της κρατικής υπόστασης, των συνόρων, και των εθνικών ταυτοτήτων. Το πρώτο ζήτημα είναι προνομιακό για την Αριστερά, το δεύτερο για τη Δεξιά. Στο παρόν κείμενο, θέλω να κάμω μερικές επισημάνσεις επί του πολιτικού και προγραμματικού λόγου που πρέπει να προτάξει η καθ’ ημάς Αριστερά.
Για την «αναγέννηση» της ελληνικής κοινωνίας ή για την «προστασία» της;
Ο κόσμος έχει κουραστεί από την οικονομική κρίση και τη λιτότητα. Ο φόβος, η απογοήτευση και η οργή καταδοκούν. Η Δεξιά το γνωρίζει και θα προσπαθήσει να συντηρήσει τη ρητορική έκτακτης ανάγκης, ώστε να συσπειρώνεται η κοινωνία, φοβισμένη, γύρω από τη σημαία, που αυτή την ώρα κρατά η ΝΔ. Ομοίως, θα προσπαθήσει να ενοχοποιεί με διάφορες (έστω και γελοίες) προφάσεις τους μετανάστες, την Αριστερά, τους νέους και τους διαφορετικούς. Το αφήγημα αυτό περί προστασίας της κοινωνίας από τους εχθρούς, όσο και αν υποστηρίζεται από τα ΜΜΕ, δεν είναι πολύ πειστικό. Είναι, όμως, ένα αφήγημα που μπορεί να καναλιζάρει όλα τα αρνητικά συναισθήματα προς συγκεκριμένους στόχους, μακρυά από τους πραγματικούς υπεύθυνους. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προσέξει δύο πράγματα.
Πρώτον, έχει δηλώσει σε όλους τους τόνους ότι δεν θα κάνει την αντιπολίτευση που έκανε η ΝΔ, και σωστά. Όμως, η ένταση και η έκτασή της πρέπει να είναι εφάμιλλη των συναισθημάτων που έχει γεννήσει η νέα απόπειρα φτωχοποίησης της πλειοψηφίας και η ξεδιάντροπη προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης με ψέματα και φιλοκυβερνητική προπαγάνδα. Αν είμαστε σε πόλεμο, όπως λέει η κυβέρνηση, τότε οι πολίτες-στρατιώτες θα πρέπει να πληρωθούν κατά τους κινδύνους, την προσπάθεια, και τα αποτελέσματά τους, όχι να πληρώσουν. Κι αν η Ελλάδα πεθαίνει, τότε να καταστεί σαφές ότι γι αυτό ευθύνεται η Δεξιά, που α) ενορχηστρώνει για άλλη μια φορά ένα πλιάτσικο στο δημόσιο ταμείο για χάρη των φιλικών προς αυτήν επιχειρηματιών, β) εξαιτίας του νεοφιλελεύθερου δόγματος του σοκ και των ρατσιστικών παραληρημάτων έχει υποθηκεύσει το δημογραφικό μέλλον της χώρας, και γ) έχει καταστήσει την Ελλάδα μια μπανανία στο επίπεδο της ενημέρωσης και της αστυνομικής αυθαιρεσίας.
Δεύτερον, την απογοήτευση και το φόβο μπορεί να νικήσει, ως γνωστόν, μόνο η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Επομένως ο πολιτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να κυριαρχείται από ιδέες και αξίες που συγκροτούν μια καλύτερη κοινωνία και να μην είναι τόσο διαχειριστικός. Ο Μητσοτάκης με τα απανωτά διαγγέλματά του μας είπε: I have a dream. Για μας μπορεί αυτό το νεοφιλελεύθερο και αυταρχικό όνειρο να είναι εφιάλτης, αλλά τουλάχιστον απαντά σε ένα πραγματικό αίτημα: τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν, πρέπει να ξεκολλήσουμε από το βάλτο. Η δυστοπία, λοιπόν, αντιμετωπίζεται με γερές δόσεις ουτοπίας, όχι με απαξίωση των δυστοπικών ονείρων των αντιπάλων.
Με τους Baby boomers ή με τους millenials;
Η «αναγέννηση», και όχι κάποιο αμυντικό υποκατάστατό της (προστασία, αντίσταση, κ.λπ.), προϋποθέτει τη στήριξη των νέων. Αυτοί διαθέτουν τόσο την ψυχική ύλη όσο και τα κάθε είδους χρειαζούμενα προσόντα για να γυρίσουν τον τροχό. Είναι αλήθεια πως δεν διαθέτουν το συμπαγές εκλογικό βάρος των ηλικιωμένων (μειωμένο δημογραφικό βάρος, αυξημένη αποχή από τις κάλπες, απουσία κομματικής ταύτισης, κ.λπ.), όμως χωρίς αυτούς δεν γίνεται καμία αλλαγή, τη στιγμή που οι παλαίμαχοι της ζωής σε κάθε περίπτωση είναι δύναμη συντήρησης. Μπορεί να έχει αποδειχθεί διεθνώς ότι η υιοθέτηση πολιτικών ενάντια στο συμπαγές εκλογικό σώμα των συνταξιούχων ή όσων είναι κοντά στη σύνταξη είναι εκλογική αυτοκτονία, όμως εξίσου έχει αποδειχθεί περίτρανα ότι βρισκόμαστε μπροστά στο άνευ προηγουμένου παράδοξο να διαθέτουμε πρωτοφανή μέσα αλλαγής και οι κοινωνίες να φαντάζουν στάσιμες, καθώς αυτοί που ελέγχουν αυτά τα μέσα δεν είναι ένθερμοι οπαδοί αυτών των αλλαγών. Η πολιτική συμμαχία συντηρητικών κομμάτων και γερασμένων κοινωνικών στρωμάτων έχει αποδειχθεί η μεγαλύτερη τροχοπέδη για τις απόπειρες αλλαγής. Δεν βοηθά την κοινωνία ή την Αριστερά η διαμόρφωση της πολιτικής με βάση τους φόβους των γηραιότερων.
Θυμίζω ότι την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι των εργασιακά εδραιωμένων ζήτησαν να μετακυληθεί ο νεοφιλελευθερισμός στους νεοπροσλαμβανόμενους και τους νέους. Τη δεκαετία της κρίσης το συνταξιοδοτικό μετατράπηκε στο νούμερο ένα ζήτημα δημοσιονομικής πολιτικής. Και στην αυγή της επόμενης δεκαετίας, η αντιμετώπιση του κορονοϊού, από την οποία κινδυνεύουν κυρίως οι ηλικιωμένοι, μας επιβάλει μια ακόμα συντηρητική στροφή στη δημόσια πολιτική. Δεν λέω φυσικά ότι δεν πρέπει να προστατευθεί η υγεία όλων μας. Δεν λέω να μην είμαστε αλληλέγγυοι προς τους μεγαλύτερους σε ηλικία ή τους πιο ευάλωτους. Λέω ότι οι πιο διάσημοι νέοι της Ιστορίας, οι baby boomers, φαίνεται να έχουν διαφορετικές προτεραιότητες από τους millenials. Όμως, δεν γίνεται να ταυτιστεί ο προσωπικός χρόνος των ηλικιωμένων με τον ιστορικό χρόνο. Δεν γίνεται να μετατραπούν σε ιερή αγελάδα των κοινωνιών μας. Δεν γίνεται να συμπεριφερόμαστε όλοι και όλες σαν ευάλωτη κοινωνική ομάδα. Δεν γίνεται να ζουν οι νέοι σαν τους γέρους. Δεν μπορούμε να πηγαίνουμε από κρίση σε κρίση και να μην έχουμε ως πρώτη προτεραιότητα αυτούς που μπορούν να σπάσουν αυτό το φαύλο κύκλο. Δεν είναι οι οικονομικές προοπτικές και οι ελευθερίες των νέων λιγότερο σημαντικές από τους φόβους των ηλικιωμένων. Αυτοί οι τελευταίοι έκριναν την εκλογική αναμέτρηση του 2012. Δεν γίνεται, όμως, να αναβοκατεβάζουν κυβερνήσεις οι απόμαχοι της ζωής. Γι αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να αφουγκραστεί την υπόκωφη δυσαρέσκεια των millenials για τους boomers και να μην κάνει το λάθος των περσινών εκλογών, όπου διάλεξε τη 13η σύνταξη αντί για τη μείωση της προκαταβολής στους ελεύθερους επαγγελματίες. Και να εμπιστευθεί τις ενδοκοινωνικές (και δη τις ενδοοικογενειακές) δυναμικές που του χάρισαν απανωτές νίκες το 2015. Οι νέοι έπεισαν τους οικείους τους μεγαλύτερους να διορθώσουν την ψήφο τους και να ψηφίσουν το κόμμα που θα έδινε προοπτική στα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Προγραμματικές ρήξεις ή «ώριμο φρούτο»;
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι η ενίσχυση του ΕΣΥ και του κοινωνικού κράτους απέκτησε νέους οπαδούς την εποχή του κορονοϊού, και η πολιτική ευκαιρία που ανοίγεται μπροστά μας δεν πρέπει να περάσει ανεκμετάλλευτη. Ομοίως, η de facto θεμελίωση ενός κατώτατου εισοδήματος για όλους και όλες σε περιόδους κρίσης διανοίγει ένα νέο πεδίο πολιτικής διαμάχης στο οποίο πρέπει να εισέλθουμε με αυτοπεποίθηση. Την ίδια αποφασιστικότητα πρέπει να επιδείξουμε και στην εφαρμογή ενός πράσινου προγράμματος μετασχηματισμού της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας, το οποίο πληροφορούμαι πως είναι στα σκαριά. Είναι αλήθεια πως η ειλικρίνεια, η αποφασιστικότητα και η γενναιότητα της πολιτικής ηγεσίας είναι απαραίτητη προκειμένου η κοινωνία να κάνει στροφή στις καταναλωτικές της συνήθειες και η επιχειρηματική κοινότητα στις επενδυτικές της συνήθειες. Αν, όμως, πρέπει να κάνουμε «θυσίες» για την οικολογική μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας, θα πρέπει να σταματήσουν οι «θυσίες» για τη διάσωση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στην Ελλάδα. Γιατί η κοινωνία βαρέθηκε να κάνει «θυσίες». Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ενισχυθούν οι σπουδαστές, οι εργαζόμενοι, οι μικροί, οι νέοι και οι πράσινοι επιχειρηματίες, εις βάρος των ανισοτήτων. Ο απαραίτητος ενθουσιασμός για ένα κοινωνικό πείραμα που θα επιτρέπει την αυτοπραγμάτωση εντός ενός επείγοντος συλλογικού εγχειρήματος, όμως, απαιτεί ρήξεις με την απαραίτητη μα αποκαρδιωτική διαχείριση και την επιμονή σε πολιτικές που εγκλωβίζουν το κοινωνικό φαντασιακό. Η παγκόσμια Δεξιά λανσάρει την ιδέα ότι τα λεφτά και τα δικαιώματα δεν είναι για όλους, και μια νέα γενιά δεξιών, όπως και στην Ελλάδα, την προπαγανδίζει με ζέση αποστόλου. Στο πλαίσιο αυτό ο κεϋνσιανισμός είναι μια αμυντική απάντηση, χωρίς το ιδεολογικό και συναισθηματικό φορτίο της αποστολής.
Ναι μεν πρέπει να γίνουν προσλήψεις εκπαιδευτικών και να ενισχυθεί το δημόσιο πανεπιστήμιο και η έρευνα, όμως αυτό δεν θα εξασφάλιζε την κινητοποίηση και τον ενθουσιασμό που μπορούν να εξασφαλίσουν η γενίκευση του ολοήμερου σχολείου και η ελεύθερη πρόσβαση στο πανεπιστήμιο. Ναι μεν πρέπει να επανέλθουν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός, αλλά η ενίσχυση της θέσης των εργαζομένων σε έναν κόσμο παράλογων και καταστροφικών ανισοτήτων χρειάζεται ριζοσπαστικά μέτρα, όπως η απόδοση μετοχών στους εργαζομένους ιδιωτικών επιχειρήσεων που χρηματοδοτούνται από το κράτος και η μεροληπτική ενίσχυση του συνεταιριστικού τρόπου παραγωγής. Ναι μεν οι φοροελαφρύνσεις βοηθούν τους επιχειρηματίες, αλλά χωρίς την ύπαρξη αναπτυξιακής τράπεζας που θα επαναφέρει το τραπεζικό σύστημα στην αρχική του αποστολή δύσκολα θα υπάρξει κάποιος επαναπροσανατολισμός του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Ναι μεν πρέπει να προστατέψουμε τους μετανάστες στο πλαίσιο των οικουμενικών δικαιωμάτων, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να αναλύουμε το ζήτημα με επιθετικό τρόπο ως ζήτημα ενίσχυσης της δημογραφικής βάσης και οικονομικής βιωσιμότητας της ελληνικής κοινωνίας μέσω της ενσωμάτωσης των προσφύγων και μεταναστών. Ναι μεν πρέπει να εκπέμπουμε φεμινιστικό λόγο, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χωρίς χιλιάδες νέες θέσεις σε νηπιαγωγεία και παιδικούς σταθμούς και απαγόρευση απολύσεων λόγω λοχείας τα δικαιώματα των γυναικών βουλιάζουν στο τέλμα μιας πατριαρχικής καθημερινότητας.
Η ταυτότητα είναι εξίσου σημαντική με το εισόδημα
Οι αριστεροί/ες πρέπει να καταλάβουν ότι και οι δεξιοί/ες έχουν εξίσου πνευματικές και ταυτοτικές ανησυχίες, οι οποίες τρέφονται από (και τρέφουν με τη σειρά τους) έντονα συναισθήματα. Δεν θέλω να σταθώ στον παραλογισμό που συνδέεται με αισθήματα αδυναμίας και φόβου απέναντι σε έναν πολύπλοκο κόσμο ή πραγματικές και φανταστικές απειλές, που τους κάνει τόσο επιρρεπείς σε υπεραπλουστευτικές και εσφαλμένες θεωρίες συνωμοσίας. Ούτε θέλω να σταθώ στις ρατσιστικές ιδέες τους που εκβάλουν σε μίσος κατά των αλλοφύλων. Ούτε στην ανασφάλειά τους απέναντι στους διαφορετικούς που τους κάνει να αποζητούν με βίαιο τρόπο τον αποκλεισμό των τελευταίων και τη μόνωση μια κοινωνίας «κανονικών». Θέλω να σταθώ στο αίτημα των συντηρητικών για ταυτότητα, που τροφοδοτεί έντονα τον (ακρο)δεξιό ακτιβισμό. Ποιο είναι το «εμείς» στο οποίο μπορούν οι άνθρωποι αυτοί να προσβλέπουν; Τι σημαίνει να είσαι Έλληνας και Ελληνίδα την εποχή της αρνητικής παγκοσμιοποίησης; Ποιος είναι ο ιστορικός προσανατολισμός της κοινωνίας μας, μετά την κατάρρευση του ονείρου του ευρωπαϊκού ενσυγχρονισμού, του πλουτισμού και της περιφερειακής ηγεμονίας; Τα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί κανείς να τα αποφύγει. Μπορεί απλώς να δώσει εναλλακτικές απαντήσεις. Αν η κοινωνία μας δεν μπορεί να παράξει νέες σημασίες, ουτοπίες και ταυτότητες, τότε είναι υποχρεωμένη να καταναλώνει τις προηγούμενες.
Η γνώμη μου είναι ότι απέναντι στην ιστορική ελληνορθόδοξη ταυτότητα, στην οποία βρίσκουν καταφύγιο όσοι είδαν τις ταυτότητές τους να συντρίβονται στα χρόνια της ηγεμονίας του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού, πρέπει να αντιτάξουμε μια εθνική ταυτότητα φτιαγμένη από τα καλύτερα υλικά της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, ώστε να χτίσουμε την πιο δημοκρατική multilocal και οικολογικά βιώσιμη (για να ‘ναι πάντα όμορφη) κοινωνία μορφωμένων ανθρώπων. Το να είσαι, λοιπόν, Έλληνας και Ελληνίδα σήμερα, πρέπει να σημαίνει α) να ζεις στην πιο δημοκρατική χώρα, στη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία, και αυτό δεν μπορεί να συμβεί αν δεν μπολιάσουμε το φθαρμένο αντιπροσωπευτικό σύστημα με θεσμούς άμεσης (δηλαδή αρχαιοελληνικής) δημοκρατίας, β) να ζεις σε μια από τις πρώτες χώρες που πραγματοποίησαν την οικολογική μετάβαση, χάρη στην αγάπη των κατοίκων της για ένα από τα ωραιότερα φυσικά περιβάλλοντα στον κόσμο, γ) να ζεις σε μια χώρα με μεγάλες παραγωγικές δυνατότητες που βασίζονται στις δεξιότητες ενός προσοντούχου εργαζόμενου λαού και στα τοπικά δίκτυα συνεργασιών που παράγουν αγαθά και υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, δ) να είσαι μορφωμένος/η, γιατί στη χώρα που ονομάτισε όλες τις επιστήμες η γνώση και η αγάπη για τα γράμματα κάνει τον άνθρωπο πλούσιο και τον πολίτη απρόσβλητο από την τυραννία, ε) να έχεις μέσα σου πολλές από τις ταυτότητες που αυτό το χωνευτήρι του κόσμου κατάφερε να φέρει κοντά και να φτιάξει μια multilocal κοινωνία. Έλληνας και Ελληνίδα δεν πρέπει να σημαίνει παντοτινή άμυνα απέναντι στους άλλους που δήθεν ενδιαφέρονται να αλλοιώσουν τις δήθεν αναλλοίωτες κοινότητές μας, αλλά παντοτινή ενεργητικότητα για να φτιάξουμε τις κοινότητές μας όπως τις θέλουμε.
Αντίβαρο επίσης σε μια παρωχημένη εθνική ταυτότητα παροπλισμένων και πληγωμένων ανθρώπων είναι και οι τοπικές ταυτότητες που επανεπινοούν οι δραστήριες τοπικές κοινωνίες. Η «αναγέννηση» των τοπικών κοινωνιών, που μπορούν να αποτελέσουν μοχλό αποκέντρωσης, επαναδραστηριοποίησης, επαναπροσανατολισμού των αξιών, αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης, και ανεύρεσης νοήματος, προϋποθέτουν εμπνευσμένη πολιτική που να συνδέει τις ενεργειακές κοινότητες, τα δίκτυα τοπικής παραγωγής (αγροτική παραγωγή, μεταποίηση, τουρισμός), τα περιφερειακά πανεπιστήμια, τα μεγάλα περιφερειακά πολιτιστικά φεστιβάλ, και φυσικά το θεσμό του συμμετοχικού προϋπολογισμού. Οι άνθρωποι χρειάζονται λόγους για να ζουν και περισσότερους λόγους για να αλλάξουν τον τρόπο που ζουν. Και, άρα, την εξουσία να αποφασίζουν για τη ζωή τους. Γιατί το ερώτημα πλέον είναι το εξής: Τι μπορεί να γεμίζει τη ζωή μας, αν όχι η κατανάλωση; Γιατί να κάνω κάτι το οποίο δεν το αποφάσισα εγώ; Επομένως, μήπως τα πολιτικά προγράμματα είναι φούσκες χωρίς μια διεισδυτική θεωρία κινήτρων;
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Πηγή: Left