Παρακολουθώντας την εξέλιξη της σημερινής υγειονομικής κρίσης, λογικό είναι να κάνουμε συγκρίσεις με την πρόσφατη οικονομική κρίση χρέους. Τις αναζητούμε συνήθως στη στρατηγική για την αντιμετώπισή της και στις συνέπειες που έχουν στην καθημερινότητα, στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Θα είχε, όμως, ενδιαφέρον να εξετάζαμε πώς συμπεριφέρθηκε ο τύπος, η λεγόμενη τέταρτη εξουσία, στην προηγούμενη και στη σημερινή κρίση.
Θα περίμενε κανείς από ένα θεσμό που διεκδικεί την ισοτιμία έναντι των άλλων τριών εξουσιών –νομοθετικής, εκτελεστικής, δικαστικής – να έχει μια συμπεριφορά που να δικαιολογεί αυτή τη διεκδίκηση. Η γενική εικόνα είναι εντελώς αντίθετη. Ο κορμός των μέσων, ιδίως των ηλεκτρονικών, συμπεριφέρεται τις πιο πολλές φορές σαν παρακολούθημα της εκτελεστικής, της κυβερνητικής εξουσίας, και όχι σαν κριτής της, πολύ λιγότερο σαν αντικειμενικός εισηγητής της διαφορετικής από την κυρίαρχη άποψη. Όχι πως δεν συναντά κανείς εξαιρέσεις, όχι όμως σε ποσοστό μεγαλύτερο από το αναγκαίο για την επιβεβαίωση του κανόνα.
Από την υπονόμευση στη δοξολογία
Ας αρχίσουμε από την πραγματικότητα που βιώνουμε σήμερα, πριν φρεσκάρουμε στη μνήμη μας όσα βιώσαμε την περασμένη δεκαετία. Παρότι η επέλαση του κορονοϊού βρήκε το δημόσιο σύστημα υγείας απροετοίμαστο, εκείνο που τονίστηκε τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τον τύπο, ήταν η ασυμμετρία της απειλής, το απρόβλεπτό της, και ελάχιστα έως καθόλου η συστηματική αποδυνάμωση και συκοφάντηση του ΕΣΥ επί δύο τουλάχιστον δεκαετίες, ώστε να βγει αβίαστα κάποιο συμπέρασμα για παρελθούσες πολιτικές ευθύνες, αλλά και για το μέλλον κυρίως. Τη μεμψιμοιρία και τη σκοπιμότητα των επιθέσεων εναντίον του ΕΣΥ τις αντικατέστησε στις σελίδες και στις οθόνες με μεγάλη ευκολία ο ύμνος για τους ήρωες γιατρούς και νοσηλευτές, επειδή αυτό επέλεξε η κυβέρνηση.
Από την άλλη, το γεγονός ότι η έγκαιρη και ορθή απόφαση της κυβέρνησης να πάρει μέτρα περιορισμού της εξάπλωσης του κορονοϊού είχε θετικά αποτελέσματα, θεωρήθηκε επαρκής δικαιολογία, ώστε να τεθεί υπό απαγόρευση κάθε διαφορετική, συμπληρωματική ή διορθωτική πρόταση της αντιπολίτευσης και να οδηγηθεί στον εξοβελισμό ή στη γελοιοποίηση, ακόμα και όταν, με καθυστέρηση, αναγκαζόταν η κυβέρνηση να υιοθετήσει τελικά πολλές από αυτές. Γιατί ήταν απαραίτητο να έχει συνεργό της σ’ αυτό, όπως είχε, τον τύπο; Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι αυτές οι ενστάσεις δεν αφορούν μόνο τη στάση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, την αξιωματική αντιπολίτευση του 32%, αλλά και τα υπόλοιπα κόμματά της, που βλέπουν να θάβονται οι προτάσεις τους ή να περνούν στα ψιλά. Πόσοι γνωρίζουν ότι και το ΚΙΝΑΛ έχει καταθέσει και αυτό διαφορετικές προτάσεις;
Η οικονομική πλευρά της κρίσης
Ας δεχτούμε ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις και σ’ αυτή τη φάση, της άμεσης απάντησης στην πρόκληση του κορονοϊού, λειτούργησε το σύνδρομο του άμεσου κοινού κινδύνου, που ήταν και κίνδυνος ζωής. Για τις άλλες δύο ζώνες ζητημάτων, των οικονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση των άμεσων συνεπειών από τον περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και των μεσοπρόθεσμων επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης στην οικονομία, γιατί θα έπρεπε να βλέπουμε την ίδια αντιμετώπιση; Ποιο σύνδρομο υποχρεώνει την πλειονότητα του τύπου να ταυτίζεται με την εκ των προτέρων απορριπτική στάση της κυβέρνησης;
Και στα δύο αυτά ζητήματα η αξιωματική αντιπολίτευση, αυτή που έχει τηρήσει ως τώρα την υπόσχεση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλ.Τσίπρα πως δεν θα μιμηθεί την αντιπολίτευση του Μητσοτάκη, έχει καταθέσει και προσπαθεί να προβάλει τις δικές της διαφορετικές έως και αντίθετες προτάσεις. Την εβδομάδα που πέρασε προχώρησε και σε συνέντευξη τύπου, στην οποία παρουσίασε ένα σχέδιο μελετημένο, συγκροτημένο, κοστολογημένο. Ας αφήσουμε το πόσο πρόβαλε η ΕΡΤ αυτή την πρωτοβουλία. Ας αφήσουμε το πόσο πρόχειρα, απαξιωτικά και με συνθήματα περί ιδεοληψίας και παροχολογίας απάντησε η κυβέρνηση. Ας αναρωτηθούμε μόνο πόσο ανταποκρίθηκε ο τύπος στην υποτιθέμενη αποστολή του να προβάλλει ισότιμα και αντικειμενικά όλες τις απόψεις. Στην πραγματικότητα, οι προτάσεις αυτές αξιώθηκαν την τύχη των μονόστηλων, ενώ ένα μόνο κανάλι εδέησε να καλέσει σε συνέντευξη τον Αλ. Τσίπρα. Ρεπορτάζ, συζητήσεις, στρογγυλά τραπέζια; Πράγματα άγνωστα για τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, γνωστά όμως ακόμα και στις μητροπόλεις του καπιταλισμού. Σ’ αυτή την περίπτωση ποιο σύνδρομο να έδρασε άραγε; Το σύνδρομο της μονοφωνίας. Μερικοί το αποδίδουν στην πρόσφατη διάθεση των 11 εκ. ευρώ για τον τύπο, αλλά το κακό είναι πολύ βαθύτερο. Δεν έπαψαν να λειτουργούν οι δεσμοί της διαπλοκής, αντίθετα, ενισχύονται με κάθε τρόπο.
Το έγκλημα επαναλαμβάνεται
Κανείς σήμερα δεν μπορεί να επικαλεστεί σαν ελαφρυντικό τον υπέρτατο νόμο της σωτηρίας της πατρίδας για την επιβολή της μονοφωνίας. Είναι πολύ πρόσφατο το καταστροφικό αποτέλεσμα που είχε η εφαρμογή της ίδιας τακτικής πολύ πρόσφατα, την εποχή των μνημονίων. Με την ίδια λογική, από τους ίδιους ανθρώπους, από τα ίδια μέσα πολεμήθηκε τότε κάθε αντίθετη πολιτική πρόταση, που απέκρουε τα μνημονιακά μέτρα, που εμφανίστηκαν όχι μόνο ως μέτρα ανάγκης, αλλά και ως ορθές επιλογές. Τι να πρωτοθυμηθούμε! Την τυφλή αποδοχή των προβλέψεων για τη μικρή διάρκεια της κρίσης; Την πρόθυμη αποδοχή της συνταγής της εσωτερικής υποτίμησης; Τη θεοποίηση του παραλογισμού ότι το φάρμακο για την αποπληρωμή του χρέους είναι η καταβαράθρωση της ελληνικής οικονομίας με την επιβολή της ύφεσης και όχι η αναδιάρθρωσή του; Ή μήπως τις καταστροφικές διαψεύσεις αυτών των προβλέψεων, που τις εξυμνούσε ο τύπος, και την εκ των υστέρων ανώφελη αναγνώριση της εγκληματικής αστοχίας τους;
Δεν τα λέμε όλα αυτά σαν έκφραση ενός παράπονου. Τα θυμίζουμε γιατί τα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται σήμερα προδιαγράφοντας τα ίδια καταστροφικά αποτελέσματα από την έλλειψη αντικειμενικής πληροφόρησης και ισότιμης δημοκρατικής πολιτικής αντιπαράθεσης, με ευθύνη και του τύπου, είτε την αποδέχεται είτε όχι. Δεν φοβάται κανείς, άραγε, μήπως και η σημερινή μονοφωνία οδηγήσει τη χώρα και το λαό της σε νέες περιπέτειες, ίσως και μεγαλύτερες από τις μνημονιακές; Δεν βλέπει κανείς από αυτούς που ορίζουν τις τύχες του τύπου την αδήριτη ανάγκη της απρόσκοπτης δημόσιας αντιπαράθεσης, με επιχειρήματα, όχι με συνθήματα ή αναθέματα, πολύ περισσότερο με φίμωμα, μπροστά σε μια κρίση που πολλοί προβλέπουν ότι θα ξεπεράσει σε σοβαρότητα εκείνη του 1929; Και αν η ευθιξία είναι αγαθό εν ανεπαρκεία, το ένστικτο αυτοσυντήρησης έχει πάψει κι αυτό να λειτουργεί;
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή