Εφτά μόλις μήνες από την ανάληψη των καθηκόντων της, η κυβέρνηση της ΝΔ μοιάζει να κουβαλάει τα βάρη εφτά χρόνων διακυβέρνησης. Δύσκολα μπορεί κάποιος να βρει ένα πεδίο, στο οποίο να τα πήγε τόσο καλά, ώστε να είναι και η ίδια ευχαριστημένη, και το τμήμα του εκλογικού σώματος που αφορά η δράση της. Έχει αρχίσει να ανιχνεύεται το πρόβλημα και στις ποιοτικές δημοσκοπικές μετρήσεις, αλλά αυτό είαι το λιγότερο.
Το σοβαρότερο είναι ότι, αφενός, ακόμα και τα φιλικά μέσα πολλαπλασιάζουν την κριτική τους και προβάλλουν τις διαφωνίες τους, αφετέρου, η συνολική εικόνα της κυβέρνησης και του κυβερνητικού έργου απέχει πάρα πολύ από την εικόνα με την οποία θέλησε να εισέλθει στο στίβο, δηλαδή ως μια κυβέρνηση τολμηρή, με πρόγραμμα, με άριστους συνεργάτες, με γνώση των κρίσιμων ζητημάτων, με ικανότητες και επιτελικό σχέδιο και, κυρίως, με τη βούληση να εφαρμόσει χωρίς δισταγμούς το πρόγραμμά της· μια βούληση που στηριζόταν στο επιχείρημα ότι δεν έκρυψε τα σχέδιά της προεκλογικά, συνεπώς όποιος αντιδρά, στην ουσία δεν αναγνωρίζει τη λαϊκή εντολή.
Αυτό το επιχείρημα, που στην αρχή αντιμετωπιζόταν –και από πολίτες που δεν ψήφισαν ΝΔ – με τη λογική «ας δούμε τι μπορεί να κάνει κι αυτή η κυβέρνηση», σήμερα πια δεν φαίνεται να έχει την ίδια υποδοχή, τουλάχιστον από μεγάλα τμήματα του εκλογικού σώματος.
Τρεις αρνητικοί παράγοντες
Το σημαντικό είναι ότι αυτές οι μεταβολές δεν οφείλονται κυρίως στον πολλαπλασιασμό ή την ένταση των κοινωνικών αντιστάσεων, ούτε στη μεθοδικότητα και τους σχεδιασμούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Είναι αποτέλεσμα τριών τουλάχιστον παραγόντων που αφορούν την ίδια και είτε δρουν χωριστά είτε συνυπάρχουν σε πολλές περιπτώσεις: Πρώτον, η νομοθέτηση και η εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής πάρα πολύ συχνά προσκρούει στην αντίθεση των κοινωνικών ομάδων τις οποίες αφορά, ανεξάρτητα από την πολιτική τοποθέτηση των μελών τους. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση συνδικαλιστικού στελέχους δεξιάς απόκλισης, που απάντησε σε απαξιωτική κυβερνητική δήλωση περί εργατοπατέρων του ΣΥΡΙΖΑ, λέγοντας «εγώ, πάντως, είμαι ΔΑΚΕ», και συνέχισε την απεργιακή σύμπλευση του με τους άλλους συναδέλφους του.
Δεύτερον, όλο και πιο συχνά η κυβέρνηση αδυνατεί να πραγματοποιήσει τις προεκλογικές υποσχέσεις της. Υποσχέσεις που μοίραζε απλόχερα, για παράδειγμα, στο συνταξιοδοτικό (για κατάργηση του νόμου του ΣΥΡΙΖΑ, τη δραστική αύξηση των συντάξεων…), ή στον τομέα των επενδύσεων (που θα έπνιγαν τη χώρα, μόλις έφευγε από τη μέση ο ΣΥΡΙΖΑ που τις εμπόδιζε), ή στο ζήτημα της αύξησης των μισθών ανάλογα με την αύξηση του ΑΕΠ, ή όσον αφορά το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. Αλλά και ζητήματα πέραν των οικονομικών, όπως είναι το προσφυγικό ζήτημα και οι υποσχέσεις για άμεση επίλυση, μόλις φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ που κάνει την Ελλάδα ξέφραγο αμπέλι…
Τρίτον, πέρα από τις αντιθέσεις απέναντι στην κυβέρνηση που αναδεικνύονται μέσα στην κοινωνία, υπάρχουν σοβαρές αντιθέσεις στο ίδιο το σώμα των ψηφοφόρων της ΝΔ, που αντανακλούν σοβαρές, μάλλον αγεφύρωτες, διαφορές στο εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης (ελληνοτουρκικά, προσφυγικό, δικαιώματα, διαπλοκή…), γεγονός που δυσκολεύει, αν δεν ακυρώνει, την επεξεργασία και εφαρμογή μίας και μοναδικής γραμμής.
Σημείο καμπής
Αυτό δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, ούτε ότι η πτώση της θα έρθει σαν ώριμο φρούτο. Κανένα πολιτικό κεφάλαιο δεν αναλώνεται τόσο εύκολα ή έτσι απλά. Σημαίνει, όμως, ότι δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι, γιατί το τέρμα ενός τέτοιου δρόμου είναι γνωστό ακόμα και στους πιο αισιόδοξους: είναι η απώλεια στηριγμάτων στο εσωτερικό της κοινωνίας, η απώλεια αξιοπιστίας και, τελικά, κρίσιμες απώλειες στο πεδίο της διεκδίκησης της ηγεμονίας.
Αν δεν υπάρξουν, βέβαια, αναπροσαρμογές πολιτικής ή ελιγμοί ικανοί να αντιστρέψουν τη ροπή των πραγμάτων, τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής όσον αφορά την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων στη χώρα μας, που λογικά θα το περίμενε κάποιος αρκετά αργότερα.
Πάντως, αν η κυβέρνηση της ΝΔ επιλέξει τη στάση που υπαινίσσονται ακόμα και νουνεχείς πολιτικοί αναλυτές φίλα προσκείμενοι σ΄ αυτή, δηλαδή να μην κάνει πουθενά πίσω «γιατί αυτό θα έχει καταστροφικές συνέπειες σε όποιο άλλο καυτό μέτωπο ανοίξει (ποδόσφαιρο, πλειστηριασμοί, υπόλοιπη ασφαλιστική μεταρρύθμιση)», όπως κάνει ο κ. Παπαχελάς στην «Καθημερινή» (26-2-2020), τότε γίνεται το έδαφος ακόμα πιο ευνοϊκό για την αντιπολίτευση, ιδίως την αξιωματική. Γιατί όχι μόνο μπορεί να γίνει ο υποδοχέας αυτής της δυσαρέσκειας που χτυπάει σε κυβερνητικό τοίχο, αλλά μπορεί να αποκτήσει και ουσιαστικότερους δεσμούς με τα κινήματα που ενεργοποιούνται ως αντίδραση στην κυβερνητική εμμονή και τον αυταρχισμό της.
Τίποτα δεν είναι εύκολο
Το έργο, βέβαια, της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είναι τόσο εύκολο ή απλό όσο ακούγεται. Μπορεί σ΄ αυτές τις συνθήκες να περνάει πιο εύκολα ο αντιπολιτευτικός λόγος της και να μην εξουδετερώνεται από την εχθρική και μεροληπτική στάση των μιντιαρχών. Όμως, αφενός, πρέπει να γίνει πιο σαφής, πιο εύληπτος, πιο ικανός να διεισδύσει σε συνειδήσεις, που δεν θα απαλλαγούν εύκολα από τον επί δεκαετίες ιδεολογικό συντηρητικό χειρισμό. Κι αυτό σημαίνει πολλή και καλή προγραμματική επεξεργασία, αποφυγή των εύκολων λύσεων με άκριτη αποδοχή όλων των αιτημάτων και, βέβαια, εγκατάλειψη της αυταπάτης ότι όσο πιο στρογγυλά, χωρίς τομές και αιχμές λέγονται τα πράγματα τόσο ευκολότερα τα αποδέχεται το ακροατήριο. Πρώτα απ΄ όλα, υπάρχουν πολλά και διαφορετικά ακροατήρια. Και, δεύτερον, ποτέ δεν πρόκειται να κερδηθεί ένα ακροατήριο στο σύνολό του. Αυτό που έχει σημασία είναι να κερδηθεί η πλειονότητά του και να κερδηθεί σε προοδευτικές θέσεις.
Αφετέρου, στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, εφόσον ισχύει ότι βρισκόμαστε σε κρίσιμη καμπή, ο αντιπολιτευτικός λόγος της αξιωματικής αντιπολίτευσης οφείλει να μην αφήνει περιθώρια σύγχυσης με το λόγο ενός δεξιού ή και ακροδεξιού ριζοσπαστισμού, που είναι βέβαιο ότι θα αναβιώσει στις νέες συνθήκες και θα διεκδικήσει το μερίδιό του στη διάψευση των προσδοκιών.
Αν ο Αλέξης Τσίπρας στις 22 του μηνός εννοούσε κάτι τέτοιο, όταν έλεγε ότι περνάμε από την αντίσταση στην αντεπίθεση, τότε μάλλον σε καλή τροχιά θα μπει ο ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο που αντεπίθεση δεν σημαίνει ντουφεκιές κι όποιον πάρει ο χάρος. Σημαίνει έλλογη επιλογή στόχων, λελογισμένη χρήση πυρομαχικών, εκπαίδευση και επανεκπαίδευση των πυροβολητών, σημαίνει σαφή στρατηγική, μετρημένα τακτικά βήματα, αναζήτηση συμμάχων και σύναψη συμμαχιών. Δηλαδή, στράτευμα που ενεργεί συλλογικά και δεν περιμένει την άνωθεν διαταγή για να ριχτεί στη μάχη.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή