Συνεντεύξεις

Δεν μπορεί να υπάρξει επικοινωνία, χωρίς πολιτική

Συζητάμε με την Αναστασία Βενέτη, καθηγήτρια στο αγγλικό πανεπιστήμιο Μπορνμουθ, με ειδικότητα την πολιτική επικοινωνία, για τη σχέση που έχει η ελληνική πολιτική σκηνή με τις νέες τεχνολογίες, τα διδάγματα από τις καμπάνιες του Κόρμπιν και Σάντερς, την πολιτικοποίηση μέσα από τις νέες τεχνολογίες, την καμπάνια διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ και τις προκλήσεις που αυτή συναντά.

Τη συνέντευξη πήρε η Ιωάννα Δρόσου

Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχω την αίσθηση, πως αποτελούν πια εργαλείο των κομμάτων, διεθνώς. Κυβερνήσεις και αρχηγοί κρατών πολιτεύονται μέσω του τουίτερ, παρακάμπτοντας τα κοινοβούλια και τους θεσμούς, ενώ η αντιπολίτευση γίνεται μέσω των social media. Ποιο το εύρος της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και με τι σκοπό;
Τα μέσα κοινωνική δικτύωσης έχουν δώσει στους πολιτικούς τη δυνατότητα να επικοινωνούν τα μηνύματά τους απευθείας στο κοινό παρακάμπτοντας τα κυρίαρχα μίντια, αλλά δεν θα έλεγα τους θεσμούς. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση Τραμπ, ο οποίος έχει επιλέξει να παρακάμψει κάθε επίσημο επικοινωνιακό κανάλι και να ασκεί πολιτική μέσω του τουίτερ. Αυτές οι περιπτώσεις, όμως, δεν είναι ο κανόνας. Αυτό που γενικά παρατηρούμε σε όλες σχεδόν τις χώρες είναι πως όλα τα μέσα χρησιμοποιούνται για ποικίλους σκοπούς. Αυτό που διαφοροποιείται είναι το κατά πόσο υπάρχει μια ολοκληρωμενη στρατηγική στη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Το πόσο στρατηγικά ή όχι θα τα χρησιμοποιήσει κανείς έχει να κάνει με τις γνώσεις του γύρω από αυτά, αλλά και από την οικονομική δυνατότητα που έχει για να λάβει επαγγελματική βοήθεια από εξιδεικευμένους συμβούλους επικοινωνίας. Στην πολιτική επικοινωνία, τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης δίνουν μεγαλύτερες δυνατότητες στο να επικοινωνήσουμε μηνύματα σε συγκεκριμένα κοινά (μικρο-στόχευση), έχοντας διάφορους σκοπούς. Για παράδειγμα, στο Twitter προσπαθούν κυρίως να θέσουν θέματα στο δημόσιο διάλογο. Το Instagram δεν χρησιμοποιείται αντιπολιτευτικά, αλλά για να προωθήσει το ανθρώπινο στοιχείο του πολιτικού, για να χτίσει το πολιτικό του προφίλ. Το Facebook αξιοποίειται για να διευρύνει το κοινό στο οποίο επικοινωνείται ένα μήνυμα. Επομένως, η κάθε πλατφόρμα έχει τη δική της ταυτότητα. Από εκεί και πέρα, έχει να κάνει με το πώς κανείς τη χειρίζεται. Θα έλεγα ότι σε σχέση με τη χρήση των διαφορετικών αυτών πλατφορμών διακρίνουμε τρεις ταχύτητες. Στην πρώτη ανήκει η Αμερική, που είναι πρωτοπόρος στη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Στη δεύτερη, οι χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, όπως είναι οι σκανδιναβικές χώρες και η Μεγάλη Βρετανία, όπου γίνεται μια πιο στρατηγικά μελετημένη χρήση των μέσων και στην τρίτη ταχύτητα ανήκουν περισσότερο χώρες της νότιας και ανατολικής Ευρώπης, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, όπου η χρήση τους χαρακτηρίζεται συχνά από μια ανακολουθία στην υιοθέτηση στρατηγικής.

Κάνατε το 2018 μια έρευνα στην Ελλάδα σχετικά με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης από πολιτικούς και συμβούλους επικοινωνίας. Θες να μας πεις εν τάχει τα συμπεράσματα αυτής, για να δούμε αυτό που λες, πως δεν υπάρχει επικοινωνική στρατηγική;
Εντοπίσαμε μεγάλες διαφορές στην κατανόηση της χρήσης των social media, σε μια πολιτική εκστρατεία. Μολονότι οι επικοινωνιολόγοι γνωρίζουν πολύ καλύτερα τη δυναμική των νέων τεχνολογιών, οι έλληνες πολιτικοί είναι πιο διστακτικοί στη χρήση τους, με αποτέλεσμα να μην αξιοποιείται η δυναμική τους. Επίσης, αυτό που είδαμε είναι πως ενώ οι περισσότεροι πολιτικοί έχουν λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είτε τους έχουν σε ύπνωση και χρησιμοποιούνται μόνο σε προεκλογικές περιόδους, είτε δεν χρησιμοποιούνται σωστά. Παρόλο που από το 2018 που έγινε η έρευνά μας έως τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις έχουν υπάρξει αλλαγές, το βασικό ερώτημα δεν είναι εαν χρησιμοποιούνται αυτές οι πλατφόρμες αλλά πώς. Επίσης, είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως μια ολοκληρωμένη επικοινωνιακή στρατηγική έχει υψηλό κόστος και γι’ αυτό βλέπουμε ότι στην Ελλάδα- και όχι μόνο- υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές σε επίπεδο κόμματος, αρχηγών κομμάτων, βουλευτών ή πολιτευτών.

Η χρήση του διαδικτύου για την οργάνωση μελών

Πιστεύεις πως η επικοινωνία φτάνει να υποκαταστήσει την πολιτική;
Η επικοινωνία με την πολιτική, διαχρονικά, συνυπάρχουν. Εάν, ωστόσο, δεν υπάρχει ουσιαστικός πολιτικός λόγος, δεν μπορεί να αποδώσει, ακόμα και με την καλύτερη επικοινωνιακή στρατηγική. Είναι, θα έλεγα, μια πολυπαραγοντική διαδικασία. Είναι σημαντικό να ξέρουμε τι θα πούμε και μετά να επιλέξουμε τον καταλληλότερο τρόπο για να επικοινωνήσουμε αυτό που θέλουμε να πούμε.

Οι υποψηφιότητες Σάντερς και Κόρμπιν ανέδειξαν τη δύναμη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αφού αναδύθηκαν, παρότι ήταν απρόβλεπτο. Ποια είναι τα διδάγματα από αυτές τις καμπάνιες;
Εαν αναφερόμαστε στην απήχηση που έχουν στους νέους, δεν θεωρώ πως ήταν αποτέλεσμα μόνο της αξιοποίησης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά κάτι μεγαλύτερο από αυτό και πιο πολιτικό, όχι δηλαδή μόνο επικοινωνιακό. Όντως και οι δύο χρησιμοποίησαν εύστοχα τα social media, κυρίως ως προς το πώς κατάφεραν να οργανώσουν, μέσω αυτών, τη βάση των υποστηρικτών τους, μέσα από εφαρμογές όπως το WhatsApp, και το Slack και να προωθήσουν το περιεχόμενο που ανεβάζουν στο Facebook σε συγκεκριμένες κοινότητες ανθρώπων μέσω του Reddit. Ένα πολύ καλό μάθημα, λοιπόν, είναι η χρήση του διαδικτύου για την εύρεση εθελοντών και την οργάνωση των μελών και υποστηρικτών.

Αυτό που παρατηρεί κανείς αν λίγο παρακολουθήσει αυτές τις δύο καμπάνιες είναι πως προσέλκυσαν πάρα πολύ κόσμο, που ήρθε με τη φυσική του παρουσία και αναλαμβάνοντας δράσεις να στηρίξει το κόμμα.
Οι νέες τεχνολογίες από μόνες τους δεν κάνουν κάτι. Τις χρησιμοποιείς για να βρεις τον κόσμο που πιθανά θα ενδιαφερθεί και να τον οργανώσεις. Το στοίχημα είναι αυτός ο κόσμος να οργανωθεί στον ψηφιακό κόσμο και να ενεργοποιηθεί στον πραγματικό κόσμο, με τη φυσική του παρουσία. Να πάει και να χτυπήσει πόρτες. Η στρατηγική του Ομπάμα σε αυτό υπήρξε πρωτοπόρος.

Από τον ψηφιακό κόσμο στον πραγματικό κόσμο

Αυτό είδαμε να συμβαίνει και με τα κοινωνικά κινήματα της τελευταίας δεκαετίας, τους Αγανακτισμένους ή τα Κίτρινα Γιλέκα. Ενεργοποιήθηκαν από το διαδίκτυο και δραστηριοποιήθηκαν στο χώρο τους, στη γειτονιά, στη δουλειά τους, στους δρόμους.
Πράγματι, βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό στο να γνωρίσει ο κόσμος το κίνημα, στο να τον οργανώσει. Και ύστερα πήγαν στην πλατεία. Η τεχνολογία εξυπηρετεί, αλλά δεν αρκεί από μόνη της. Βοηθά, σαφώς, στο πρώτο πέρασμα στην πολιτικοποίηση, αφού κάποιος θα αρχίσει να ενδιαφέρεται για θέματα που αφορούν την κοινωνία και μπορεί να ενημερωθεί για αυτά σε πρώτο χρόνο. Αυτό το είδαμε να συμβαίνει με τα πρόσφατα κοινωνικά κινήματα. Κόσμος που δεν ασχολούταν με τα κοινωνικά ή τα πολιτικά, άρχισε να ενδιαφέρεται. Έγινε, έτσι, ένα πάρα πολύ καλό πρώτο βήμα. Το πώς και κατά πόσο θα πολιτικοποιηθεί μετά, ενέχει άλλους παράγοντες, που ξεπερνούν τις νέες τεχνολογίες και έχουν να κάνουν με την πολιτική συμμετοχή στη μη διαδικτυακή ζωή. Θα έλεγα πως δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως η πολιτικοποίηση μέσα από το διαδίκτυο ενέχει και κινδύνους.

Στην Ισπανία, μετά το κίνημα των Αγανακτισμένων, αναδείχθηκε το Ποδέμος, ένα κόμμα που ξεκίνησε λίγο ανάποδα, χωρίς οργανώσεις βάσης, διαμορφώνοντας ένα πολιτικό πρόγραμμα και χτίζοντας ύστερα –και με ευρεία χρήση των νέων τεχνολογιών- το κόμμα, ως ζωντανό οργανισμό. Παρόμοια χρήση προσπάθησε να κάνει και το Ποτάμι στην Ελλάδα, χωρίς να έχει όμως σύνδεση με κοινωνικά κινήματα και χωρίς τελικά να καταφέρει ποτέ να στήσει κόμμα με οργανώσεις.
Το Ποτάμι είχε την τύχη, αλλά και την ατυχία, οι πρώτες εκλογές στις οποίες συμμετείχε να είναι οι ευρωεκλογές. Οπότε σε ένα βαθμό το κόμμα πιθανά επαναπαύτηκε, μετά από αυτή την επιτυχία. Από την ίδρυσή του, το Ποτάμι είχε κεντρική διοίκηση και στηρίχθηκε σε αυτή. Ήταν μοντέρνο και σύγχρονο, αλλά χρησιμοποιήσε τις νέες τεχνολογίες κυρίως για επικοινωνιακούς λόγους και όχι για πραγματικό άνοιγμα στην κοινωνία. Ίσως αυτό του στοίχησε. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι πανάκεια. Όσον αφορά στα κοινωνικά κινήματα αυτά τα εξετάζουμε διαφορετικά. Σε σχέση με αυτά, τα κοινωνικά δίκτυα εξυπηρέτησαν τρεις βασικές λειτουργίες. Πρώτον, οι άνθρωποι που συμμετείχαν στα κοινωνικά κινήματα βρήκαν ένα μέσο να εκφράσουν τη φωνή τους, γιατί ως τότε τα κυρίαρχα μίντια κάλυπταν τις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις κυρίως με έναν αρνητικό τρόπο. Δεύτερον, μπόρεσαν να οργανωθούν καλύτερα και, τρίτον, ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού έδειξε πρώτη φορά ενδιαφέρον για πολιτικά θέματα. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι το επόμενο βήμα είναι η δημιουργία κόμματος. Ένα τέτοιο κόμμα, εφόσον υπάρξει, πρέπει να είναι πιστό σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό όραμα, το οποίο πρέπει να είναι ουσιαστικό, να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής, αλλά και ρεαλιστικό, να νιώσει ο κόσμος ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί. Όπως είπα και πριν, δεν μπορεί να υπάρξει επικοινωνία, χωρίς πολιτική.

Κανάλια επικοινωνίας, αλλά και δράσεις

Αναφέρθηκες στους νέους, που είναι οι βασικοί χρήστες των νέων τεχνολογιών. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε πρώτο κόμμα στις τελευταίες εκλογές, στις νέες ηλικίες. Ένας από τους στόχους της καμπάνιας διεύρυνσης είναι η προσέλκυση των νέων. Ποια θεωρείς ότι πρέπει να είναι τα εργαλεία για να καταφέρει αυτό και να μην μείνει μόνο στην εγγραφή νέων ανθρώπων σε επίπεδο λίστας μελών;
Η πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ με τον iSyriza είναι στη σωστή κατεύθυνση. Από εκεί και πέρα, θεωρώ ότι πρέπει να παραμείνει πιστός σε αυτό που οι νέοι είδαν σε εκείνον και αυτό να επικοινωνηθεί. Για να γίνει αυτό πρέπει να γίνει χρήση όλων των ψηφιακών καναλιών επικοινωνίας, όπως το YouTube, το Instagram, χρήση podcasts. Αυτό, όμως, είναι το πρώτο μέρος, το να λάβει δηλαδή την είδηση online. Συνεχίζει να είναι κρίσιμο το να έχουμε μια δραστηριοποίηση και έξω από τον ψηφιακό κόσμο. Γιατί, πρώτον, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και, δεύτερον, να λαμβάνουμε υπόψη την κουλτούρα της κάθε χώρας. Στην Ελλάδα, όπως και στην Αγγλία, ο κόσμος –της επαρχίας ιδιαίτερα- περιμένει να συναντήσει τους πολιτικούς. Η προσωπική επαφή είναι πολύ σημαντική και κάποια θέματα συζητούνται μόνο δια ζώσης. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σωστό ότι πάει να αξιοποιήσει όσα περισσότερα κανάλια επικοινωνίας γίνεται, αλλά δεν πρέπει να ξεχνά ότι πρέπει να δημιουργούνται δράσεις που να κάνουν τον κόσμο να συμμετέχει.

Και φαντάζομαι να αφήνει και χώρο, επίσης. Όταν ειδικά μιλάμε για νέους ανθρώπους, δεν πρέπει απλώς να τους καθοδηγήσεις, αλλά να τους δώσεις κάποια εργαλεία και να τους αφήσεις το χώρο να δραστηριοποιηθούν…
Συμφωνώ. Πρέπει πρωτίστως να τους δοθούν τα εργαλεία, όχι για να καθοδηγήσεις το τι ακριβώς να κάνουν, αλλά για να καταλάβουν την ταυτότητα του κόμματος. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι δεν είναι αυτονόητο, ειδικά για νέα μέλη ή για ανθρώπους που μόλις πολιτικοποιήθηκαν. Οπότε είναι πολύ σημαντικό να γνωρίσουν τις αρχές και τις αξίες του κόμματος, να υπάρξουν όρια σεβασμού, να μην ξεπεραστούν π.χ. στον τρόπο που εκφράζεται ένας λόγος, να δοθεί ένα στίγμα για το που βαδίζει το κόμμα και τι περιμένει από τα μέλη του.

 

Πρόκληση το άνοιγμα και στον ψηφιακό κόσμο

*Χρειάζεται προσοχή για να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του κόμματος

Στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ, το περασμένο σαββατοκύριακο, αποφασίστηκε να ψηφίσουν για το συνέδριο και όσα μέλη έχουν γραφτεί στην πλατφόρμα, χωρίς να έχουν αυτοπρόσωπη παρουσία στο κόμμα, χωρίς να έχουν δραστηριοποιηθεί. Μια πρόταση που σήκωσε πολλή συζήτηση. Ποια η γνώμη σου, για αυτή την επιλογή;
Είναι πολύ μεγάλη η κουβέντα του ανοίγματος των κομμάτων ευρύτερα στην κοινωνία. Το ξεκίνησε ο Γιώργος Παπανδρέου με την καθολική ψηφοφορία μελών και φίλων για την εκλογή του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Θα έλεγα ότι έχει καλά σημεία αλλά και προκλήσεις. Από τη μια, θα μπορούσε κανείς να το χαρακτηρίσει ως δημοκρατικό το άνοιγμα και στον ψηφιακό κόσμο, από τη στιγμή που οι νέες τεχνολογίες έχουν πια μπει στην καθημερινότητά μας. Τα ανοίγματα σε αυτές είναι αναπόφευκτα. Από την άλλη, υποβόσκουν κίνδυνοι που αφορούν αυτούς που μπορεί να αλλοιώσουν το όποιο αποτέλεσμα για την όποια ψηφοφορία, από τη στιγμή που δεν θα έχουν γνωρίσει τις αρχές και τις αξίες του κόμματος. Χρειάζεται προσοχή για να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας του κόμματος. Το βλέπω ως πρόκληση, που χρειάζεται ενδελεχή εξέταση στα συν και τα πλην.

Πηγή: Η Εποχή