Και ξανά προς τη δόξα τραβά. Ένας από τους κύριους παράγοντες χρεοκοπίας της Ελλάδας, μαζί με τα σκάνδαλα στον χώρο της Υγείας, τα θαλασσοδάνεια και τις φοροαπαλλαγές στους πλούσιους, και κυρίως τις αποδείξεις στις τυρόπιτες, ήταν οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί.
Όχι μόνον επειδή λειτούργησαν ως εκτροφείο σκανδάλων και λειμώνες μιζών, αλλά και επειδή είναι αυτοί καθαυτοί, λόγω κόστους και εκ των πραγμάτων, αντιπαραγωγικού χαρακτήρα. Ένα οπλικό σύστημα, το οποίο μάλιστα μια χώρα αγοράζει και δεν παράγει η ίδια, είναι σκέτο κόστος, ανεξαρτήτως τού αν είναι υποχρεωτικό για ένα κράτος, πολλώ μάλλον στη γειτονιά μας, να διατηρεί μια υπολογίσιμη αποτρεπτική ισχύ.
Κόστος δυσθεώρητο, το οποίο μάλιστα ενσωματώνει και κρυφά κόστη, δηλαδή το πόσο θα στοιχίσει συνολικά στον κύκλο της ζωής του. Η Νορβηγία που αγοράζει F-35, π.χ., υπολογίζει ότι το καθένα θα της στοιχίσει τελικά περί τα 770 εκατ. ευρώ μέχρι την απόσυρσή τους. Είναι λοιπόν κατανοητό ότι μιλάμε για τρομακτικό κόστος. Στην περίπτωση της Ελλάδας, στην ανακοίνωση της κυβέρνησης ότι θα δαπανήσει 3 δισ. -πάνω από 1,5% του ΑΕΠ- για 24 αεροσκάφη αυτού του τύπου θα πρέπει να προσθέσουμε ένα πολλαπλάσιο λειτουργικό κόστος.
Τα ίδια ισχύουν και για όλα τ’ άλλα συστήματα, αεροσκάφη, πλοία κ.λπ. που αγοράστηκαν ή πρόκειται να αγοραστούν. Τα F-16 φερ’ ειπείν είναι μια ιστορία που ξεκίνησε με την «αγορά του αιώνα» από τον Αν. Παπανδρέου στα τέλη της δεκαετίας του 1980, συνεχίστηκε με επιπλέον αγορές και εκσυγχρονισμούς απ’ όλες τις μετέπειτα κυβερνήσεις και ήδη τρέχει, έχοντας ξεκινήσει επί ΣΥΡΙΖΑ και ψηφιστεί επί Ν.Δ., ο εκσυγχρονισμός τους με κόστος κοντά στο 1 δισ., προκειμένου να παραμείνουν αξιόμαχα. Κοντολογίς η αγορά κυρίων οπλικών συστημάτων δεσμεύει τον αγοραστή επί δεκαετίες, επιχειρησιακά, οικονομικά αλλά σε μεγάλο βαθμό και πολιτικά, δημιουργεί ουρά, διατάσσει και καναλιζάρει την εξοπλιστική πολιτική μιας χώρας, ακόμα και το αμυντικό της δόγμα.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η αγορά πολεμικού υλικού δεν είναι μια απόφαση που ανακοινώνεται στον υποψήφιο πωλητή πριν ενημερωθεί αυτός που θα βάλει το χέρι στην τσέπη, όπως έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στις ΗΠΑ. Αυτές οι αποφάσεις έχουν φυσικά πολιτική χροιά, είναι η λεγόμενη εξοπλιστική διπλωματία, αλλά αυτό έχει όρια.
Αν αυτές οι σκέψεις δεν πυροδοτούνταν από την άνεση και την επιπολαιότητα με την οποία ο Κ. Μητσοτάκης ανακοίνωσε τα F-35, χωρίς τη γνώμη των επιτελείων, της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων και του ΚΥΣΕΑ, θα αρκούσε η προχθεσινή ειδησεογραφία για την παραπομπή σε δίκη του Γιάννου Παπαντωνίου για τον εκσυγχρονισμό επί των ημερών του έξι φρεγατών του Πολεμικού Ναυτικού, επί Σημίτη. Ή η διαχρονική αξία που ακούει στο όνομα Άκης Τσοχατζόπουλος.
Γιώργος Κυρίτσης
Πηγή: Η Αυγή