Προσφάτως ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, επιμένοντας στο πρόθεμα «λάθρο», χαρακτήριζε ανοικτά από το συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος τους μετανάστες ως «εισβολείς». Παρομοίως, ο «φιλελεύθερος» Ανδρέας Ανδριανόπουλος αναρωτιέται αν οι ροές είναι προϊόν γνήσιας προσφυγικής διαφυγής ή αποτέλεσμα προσχεδιασμένης -με μεθόδους βίαιου εξαναγκασμού συχνά- ισλαμικής διείσδυσης των μη δυνάμενων να αφομοιωθούν «άλλων». Μόλις πριν μια βδομάδα, ο Μητροπολίτης Χίου Μάρκος χαρακτήρισε τους πρόσφυγες «ομογενείς των τούρκων κατακτητών» παραπέμποντας απευθείας σε ξένη εισβολή προς κατάκτηση. Η χρήση της ιδέας του ασύμμετρου, ετερογενούς και επικίνδυνου άλλου ως εισβολέα, δυστυχώς δεν περιορίζεται, πλέον, στους συνήθεις τηλεαστέρες της ακροδεξιάς, έχοντας επεκταθεί σε όλο το κοινωνικό και ιδεολογικό φάσμα.
Οι σχετικές ιδεολογικές επεξεργασίες προηγήθηκαν κάμποσο καιρό στον ευρωπαϊκό χώρο και στις ΗΠΑ. Ο Ορμπάν έδινε γραμμή ότι «δεν θα πρέπει να θεωρούνται πρόσφυγες αλλά μάλλον «Μουσουλμάνοι εισβολείς», οξύνοντας τη διένεξη μεταξύ των χωρών της ανατολικής Ευρώπης και της Ε.Ε., θεωρώντας την δεύτερη ως όργανο για την παγκοσμιοποίηση, την κατάλυση του έθνους-κράτους και την πολιτική εξαφάνιση των χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Ακολουθούν ο Τραμπ, οι γερμανοί της AfD, ο Σαλβίνι, οι ισπανοί του Vox και η «Μέση Αγγλία» κατά τη διάρκεια των άγονων διαπραγματεύσεων για το Brexit. Αλλεπάλληλα γεγονότα επιβεβαιώνουν ότι οι δυνάμεις της επιστροφής σε ένα κλειστό και προστατευμένο κόσμο των ομοίων, της παράδοσης και της τάξης επικρατούν των δυνάμεων της ισοελευθερίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αν παρακολουθήσουμε από κοινού τις αντιδράσεις στις προσφυγικές μετακινήσεις και την εξέλιξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης, θα διαπιστώσουμε την συστροφή των δυο παραγόντων σε ένα καθοδικό σπιράλ. Αλλά οι εξηγήσεις που βασίζονται στην οικονομική ανασφάλεια δεν επαρκούν να φωτίσουν την μεγάλη ιδεολογική μεταστροφή. Κάτι ριζικό υπάρχει στην ευρωπαϊκή ιδεολογία που αποξενώνει τους δυτικούς πολιτισμένους γηγενείς από τους πρόσφυγες, τους ξένους ως εισβολείς.
Μετά την Ευρώπη
Μέχρι τώρα η Ευρώπη, συνηθισμένη ιστορικά σε διαιρέσεις και πολέμους, έδινε την ελπίδα ότι θα αποτελούσε μια ρυθμιστική ιδέα-οδηγό, έναν τρόπο επίλυσης των κοινωνικών συγκρούσεων και πολιτισμικών διαιρέσεων. Θεωρούσαμε εφικτό ένα νέο μοντέλο ένταξης στην Ευρώπη, λαμβάνοντας υπόψη τα περίπλοκα πολιτικά και ηθικά ζητήματα που τίθενται από την διαδικασία της ενοποίησης, εφικτό έναν νέο τρόπο για την εξάλειψη των πολλαπλών αποκλεισμών, των ανισοτήτων και, τελικά, των ανθρωπολογικών διαφορών που κατανέμουν και ιεραρχούν την ιδέα του ανθρώπου σε πολίτες και μη πολίτες.
Φαίνεται ότι η κρίση κατά την τελευταία δεκαετία οδήγησε το πρωτότυπο αυτό ιστορικό πείραμα στα πρόθυρα της διάλυσης για λόγους ιδεολογικούς και όχι οικονομικούς. Η απίσχναση και τελική έκλειψη της ιδεατής Ευρώπης ως τόπου συνεχούς ολοκλήρωσης της ανθρωπότητας, αποκαλύπτει τι πιστεύουν οι γηγενείς: «είμαστε άνθρωποι γιατί είμαστε Ευρωπαίοι». Αυτή η ιδέα βρίσκεται πίσω από την ύψωση φραχτών, τοίχων και στρατοπέδων τύπου Μόριας.
Ιστορικά το κράτος-έθνος ενσωμάτωσε τους ταξικούς αγώνες για πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Αντιθέτως, το ζήτημα της μετανάστευσης είναι το κρίσιμο για την ευρωπαϊκή ταυτότητα, καθόσον η πάλη για τα δικαιώματα των μεταναστών είναι που δεν ενσωματώνεται και ως εκ τούτου απαιτείται μια μορφή ολοκλήρωσης πέραν του κράτους-έθνους. Οι μετανάστες είναι υπόλοιπο (residu) που δεν ενσωματώνεται ούτε στο κράτος-έθνος και, τώρα βλέπουμε, ούτε στην καταρρέουσα ολοκλήρωση. Αποτελούν το σώμα που λανθάνει, που δεν εντοπίζεται εύκολα, που θα είναι πάντα ξένο και απ’ αλλού φερμένο, μια ασύμμετρη απειλή. Η μετανάστευση είναι τελικά, που τινάζει στον αέρα την μεταψυχροπολεμική τάξη καθόσον οι ροές συνιστούν έκτοτε την μεγαλύτερη κίνηση μετεγκατάστασης.
Σύμφωνα με τον βούλγαρο στοχαστή, Ιβάν Κράστεφ, οι αντιδράσεις των κατοίκων της ευρωπαϊκής ηπείρου στις προσφυγικές ροές αποτελούν μια εξέγερση εναντίον της καθολικότητας (After Europe, 34-38). Επικράτησαν ο ανταγωνισμός και το δίκαιο του ισχυρότερου ως κοινή πολιτική, ο φόβος της μεταφοράς της «λαϊκής κυριαρχίας» σε μεταεθνικό επίπεδο, η πολιτισμική ομοιογένεια έναντι του ετερογενούς δι-εθνικού. Μπλοκαρίστηκε η πολιτική, καταστρέφοντας αυτό που έπρεπε να κτιστεί, δηλαδή μια δομή υπερεθνική ή υπερκρατική, με τρόπο που να προωθεί τη δημοκρατία, και έτσι η ενοποίηση οδηγήθηκε στο «αδύναμο υπερ-Κράτος». Η Ευρώπη δεν συμπεριφέρεται πλέον ως μοντέλο ενός μελλοντικού κόσμου.
Εσωτερικός αποκλεισμός και μετεωρισμός των ανθρώπων
Το ιδεώδες του κλασικού κοσμοπολιτισμού, δηλαδή του πολιτισμένου ανθρώπου οποίος μέσω του Λόγου οδηγείται στην πρόοδο και στην ενωμένη ανθρωπότητα, έπαψε να λειτουργεί. Η ολοκλήρωση ως αλληλεξάρτηση έχει ήδη συμβεί, αποτελεί ήδη ένα μείζον γεγονός ανεπανάληπτο και αμετάκλητο καθόσον όλοι επικοινωνούν με όλους λόγω τεχνολογίας και μετακινήσεων. Εντούτοις, η ανθρωπότητα είναι αμετάκλητα διηρημένη λόγω των ανισοτήτων και των αποκλεισμών που διαιωνίζονται. Ζούμε σε μια παράδοξη συνθήκη όπου αυξάνονται οι αποκλεισμοί μέσα σε συνθήκες γενικευμένης επικοινωνίας (παγκοσμιοποίησης), συνθήκη η οποία δεν σημαίνει πια προοδευτική εξέλιξη.
Πού οφείλεται αυτή η παράδοξη και πρωτόγνωρη συνθήκη περιπλοκότητας και αποκλεισμού; Οφείλεται στην κρίση ιδεολογίας-ηγεμονίας-κυριαρχίας (με μαρξιστικούς όρους) ή, με φιλοσοφικό λεξιλόγιο, οφείλεται στο παράδοξο ότι επιτελείται «παγκοσμιοποίηση» χωρίς καθολικό ιδεώδες. Αυτή ακριβώς είναι η επικαιροποιημένη σημασία της γκραμσιανής έννοιας της Μεσοβασιλείας, της μη δυνατότητας παραγωγής ενός νέου καθολικού ιδεώδους ικανού να αρθρώνει τις πρακτικές και τις δυνάμεις σε ορατό πολιτικό αποτέλεσμα. Αυτός είναι ο λόγος που οι διαφορές και οι ανισότητες μετατρέπονται σε μη αναγώγιμες διαφορές που δεν επιδέχονται θεσμικής μεσολάβησης και μετασχηματισμού, εξαλλάσσονται σε ετερογενείς, μη εφαπτόμενες και ασύμβατες ταυτότητες. Ο διαφορετικός γίνεται μεταλλαγμένος, ένας αλλότριος που έρχεται από ένα άλλο σύμπαν, συνεπώς ένας «εισβολέας», αντικείμενο μόνο του φόβου και του μίσους εκ μέρους του γηγενούς πολίτη, ένας μη άνθρωπος. Οι ταξινομήσεις και οι ιεραρχήσεις αυτονομούνται πλήρως από κάθε παράγοντα που τους προσέδιδε κάποια ιστορικότητα και κατά συνέπεια φυσικοποιούν κάθε ικανότητα και ποιότητα των ατόμων έως και αυτή καθ’αυτήν την ιδιότητα του ανθρώπου, την ανθρωπινότητα.
Δεν έχουμε παρά να αναγνωρίσουμε, έστω την υστάτη στιγμή, ότι η έννοια της «ανθρωπινότητας» δεν αναφέρεται στην απλή έννοια που παρέχει ο θεωρητικός ανθρωπισμός, αλλά σε μια σύνθετη έννοια, σύμφωνα με την οποία η ανθρωπότητα ήταν ήδη πάντοτε διηρημένη. Επιπλέον δε, να αναγνωρίσουμε ότι η «ανθρώπινη» ιδιότητα ήταν διακύβευμα συγκρούσεων και αγώνων, συνεπώς πολιτικό αποτέλεσμα. Συνεπώς, αυτό που απομένει ως καθήκον είναι να εξετάσουμε αν το ευρωπαϊκό ιδεώδες μπορεί να αναθεμελιωθεί ως μια ενότητα διαφοράς αντί μιας ενότητας των ομοίων ή, με άλλα λόγια, τι σημαίνει η ανθρωπ(ιν)ότητα ως διαφορά.
Οι ανθρωπολογικές διαφορές
Εδώ είναι η στιγμή να μετακινηθούμε στο ανθρωπολογικό επίπεδο αξιοποιώντας την έννοια των ανθρωπολογικών διαφορών που εισάγει ο Μπαλιμπάρ. Ως τέτοιες νοούνται διαφορές όπως εκείνη μεταξύ πνευματικής/ χειρωνακτικής εργασίας, η διαφορά των φύλων, η γενεακή διαφορά μεταξύ νέων/ ηλικιωμένων, μεταξύ πνευματικά- ψυχικά υγιών και μη. Πρόκειται για διαφορές μεταξύ δυο στοιχείων που είναι ετερογενή και μη αναγώγιμα μεταξύ τους χωρίς ωστόσο να είναι ασύμβατα.
Οι διαφορές αυτές διασχίζουν την ανθρώπινη φύση-ουσία, συνδυάζουν μια βιολογική και μια ιστορική όψη του ατόμου, μια πραγματική και μια φαντασιακή όψη της ενότητάς του. Συνδηλώνουν την πραγματικότητα του φαντασιακού στην ανθρώπινη εμπειρία, οριοθετούν έναν ορίζοντα πριν τεθούν οι άλλες ανισότητες συμφερόντων. Οι ανθρωπολογικές διαφορές δεν εκφράζονται από την θέσμιση της ισότητας καθόσον αυτή παραμένει καθαρά εξωτερική τους· και, επειδή δεν καταργούνται, απωθούνται. Θέτουν ένα εμπόδιο στην επικοινωνία και την καθολικότητα ούτως ώστε να μην μπορούμε να σκεφτόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο.
Είναι η βάση της παραγωγής των διακρίσεων και των ιεραρχιών από τη ρατσιστική σκέψη που τις αντιμετωπίζει ως φυσικές και αγεφύρωτες αλλά και δυνατότητα για το αντίστροφο, δηλαδή να τις θεωρούμε ως πολιτικο-θεσμικές κατασκευές. Τελικώς, αναδεικνύουν τα όρια της πολιτικής και την ανάγκη μετασχηματισμού της ώστε αυτή να συμπεριλάβει όχι μόνο τον άνθρωπο-πολίτη αλλά και τον άνθρωπο με τις φαντασιώσεις και τις επιθυμίες του. Πρόκειται για ανισότητες ταυτότητας που απαιτούν αναγνώριση και σεβασμό και ασκούνται όχι αφηρημένα αλλά σε ξεχωριστές, προσωπικές σχέσεις.
Πολιτικές της διαφοράς
Οι θεματολογίες που διατρέχουν την κριτική συζήτηση με βάση τη διαφορά αφορούν τα σύνορα και την ευρωπαϊκή ταυτότητα, τον διεθνή ρόλο της Ευρώπης και θέση της στον κόσμο, την δημοκρατία και πολιτική ενότητα μετά το έθνος. Από την κριτική συζήτηση ανάμεσα σε ευρωπαϊκή φιλοσοφία και μεταποικιακή κριτική προκύπτει ένα ενδιαφέρον δίκτυο θέσεων για την πολιτική της διαφοράς. Δεν είναι το σημείο να τις αναπτύξουμε εδώ παρά μόνο να αναφερθούμε εκτενέστερα σε μία από αυτές, καθώς φαίνεται να υπόσχεται καλύτερη λαβή στην κατανόηση της προέλασης των μεταφασισμών1.
Έχουν προταθεί, ήδη, πολιτικές που επεξηγούν έμπρακτα τη σχέση της Ευρώπης με τους άλλους στον κόσμο, όπως εκείνη της «εξαφανιζόμενης μεσολάβησης» του Μπαλιμπάρ, της «έκ-κεντρης» δομής του κόσμου στις αναλύσεις του Παγκόσμιου Νότου (Global South), των νέων γεωγραφικών μοντέλων του παγκόσμιου χώρου που αναδεικνύουν τις γεωπολιτικές και πολιτισμικές «ζώνες επαφής». Πρόκειται για μη ευρωκεντρικές αναπαραστάσεις, οι οποίες διατηρούν και διασώζουν κάθε μία σχέση διακριτά χωρίς να τις αναμιγνύουν σε μια ευρωκεντρική συνολική εικόνα. Ό,τι είναι μέρος εδώ, μπορεί να είναι όλον αλλού. Στις «ζώνες επαφής» αναδύεται η μετάφραση ως πολιτική επικοινωνίας και κατασκευής ενός παγκόσμιου αλλά ανταγωνιστικού εσωτερικά δημόσιου χώρου, ως ένα εκπαιδευτικό διεθνικό κίνημα, διανοίγεται ο ρόλος των διανοουμένων και των καλλιτεχνών ως «μεταφραστών» για τη σύλληψη μιας νέας ιθαγένειας αντί των νομικών. Στην πολιτική της μετάφρασης, πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι τα μετακινούμενα πλήθη ως (οι) συγγραφείς εισέρχονται στη δημόσια σφαίρα φέρνοντας μαζί τους τις δικές τους παραδόσεις, ευαισθησίες, θέσεις και «φέρονται» από τη γλώσσα τους. Με αυτόν τον τρόπο, γίνονται «υποκείμενα που ομιλούνται» (Spivak και Balibar).
Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το καθολικό ιδεώδες, το οποίο είναι ζωτικής σημασίας για να δομηθεί και απεικονιστεί ο κόσμος σήμερα, δεν είναι ο διαφανής εκ των προτέρων διυποκειμενικός ορθολογισμός ενός συμβατικού κοσμοπολιτισμού, σύμφωνα με τον οποίο όλες οι διαφορετικές ταυτότητες αναγνωρίζονται ως αντίγραφά του. Αντιθέτως, αποτελείται εξίσου από διαφορετικές και ετερογενείς παραδόσεις και καθορίζεται από αντιφάσεις και συγκρούσεις. Οι «μεταφραστές»- οι μεσολαβητές ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς, χωρίς να ανήκουν αποκλειστικά σε κανέναν και δείχνουν μια πολιτική η οποία παρεμβαίνει με επιτυχία όσο ενεργούν θετικά ως «ξένοι από τα μέσα». Αυτές οι ιδέες και πρακτικές εμφανίστηκαν και λειτουργούν αλλά τους αντιστρατεύεται ένα αντίστροφο μοντέλο πολιτικής της διαφοράς που μας ενδιαφέρει περισσότερο.
Οι «αλλότριοι εισβολείς» (alien)
«People are strange
when you’re a stranger
Faces look ugly when you’re alone», (Jim Morrison)
Ας επανέλθουμε τώρα στο κεντρικό πρόβλημα εξετάζοντας μια αρνητική εκδοχή του «ξένοι από τα μέσα» που φαίνεται να επικρατεί. Η στροφή στον αυταρχικό συντηρητισμό δεν πηγάζει από τον ρομαντικό εθνικισμό, αφού οι γηγενείς απειλούμενες πλειονότητες δεν έχουν πού να επιστρέψουν, αλλά από τον φόβο και την απογοήτευση για την απώλεια των δικαιωμάτων που προβάλλεται στην εικόνα της εισβολής των αλλογενών (Krastev). Δεν μιλούμε για τον μετανάστη κατά πρόσωπο αλλά για την ιδέα του μετανάστη, του άλλου, του διαφορετικού, ως το σώμα που λανθάνει. Ιός ξενιστής που κολλάει στο πρόσωπο του ανθρώπου και το αλλοιώνει, απειλεί να αλλοιώσει τη φυσιογνωμία του. Ένα ον με άγνωστη προέλευση, που δεν εντοπίζεται και παραμένει πάντα «ξένο σώμα»(Sidi Mohammed Barkat), ανοίκειο(Freud), απόβλητο μέσα μας (abject) και δύναμη της φρίκης(Kristeva). Μπορούμε ως δυτικοί να φιλοξενήσουμε αλλά γενικά δεν δεχόμαστε ότι είναι όμοιοί μας ή ότι μπορούν να ενσωματωθούν πλήρως κάποτε.
Μια δευτερογενής παράσταση του Άλλου ως ετερογενούς, ασύμμετρου και επικίνδυνου έχει οργανωθεί και κρυσταλλωθεί, αυτονομημένη από την πραγματικότητα των κοινωνικών διαφορών και ανισοτήτων. Πάντοτε η ιδεολογία αναπαριστά τις φανταστικές σχέσεις των ατόμων με το πραγματικό αλλά αυτό που παρατηρούμε είναι ότι τώρα κλειδώνει και καθηλώνεται σε αυτή την φετιχιστική εμβληματική φιγούρα του «ξένου ως εισβολέα».
Όταν δεν υπάρχει σε λειτουργία ένα κλασικό οικουμενικό ιδεώδες που μας προσανατολίζει στην ιστορία, τότε τα μετεωριζόμενα υποκείμενα που είμαστε «τρώμε κόλλημα» σε κάποιες εικόνες στο φαντασιακό. Είναι λάθος αυτό που φανταζόμασταν ότι η «κρυμμένη αλήθεια» της πολιτικής είναι οι ταξικές συγκρούσεις, η εκμετάλλευση και ότι η αποκρυστάλλωση σε εθν(οτ)ικές διαμάχες είναι η εκτροπή, η «λάθος» εστία. Αν υπάρχει, λοιπόν, ένα ιστορικό αδιέξοδο ως αποτέλεσμα ήττας δεν είναι, απλώς, οι συμβιβασμοί του ΣΥΡΙΖΑ και οι αποτυχίες τη ευρωπαϊκής αριστεράς αλλά η γενικότερη ιδεολογική κρίση ως συνθήκη της εποχής μας. Η TINA δεν αναφέρεται μόνο στο οικονομικό πεδίο, δεν αφορά μόνο τις επαναστατικές ιδεολογίες. Ούτε φυσικά στο ταξικό, καθόσον είμαστε πλέον μάρτυρες από χρόνια ότι η εργατική τάξη ψηφίζει ακροδεξιά ολοφάνερα τώρα με τους Brexiters, την ψήφο στην γερμανική Afd παντού στην Ευρώπη. Η αυτονόμηση στο φαντασιακό, η μόνη πραγματική μετάλλαξη, μπορεί να κατανοηθεί με βάση μια φιλοσοφική ανθρωπολογία· και εκεί πρέπει να δράσει η πολιτική.
Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες εντάσσονται στο ευρωπαϊκό σώμα ως «σώματα κατ’ εξαίρεση», ως ξένη οντότητα, της οποίας η ανθρώπινη φύση είναι διφορούμενη. Η αρχή της ισότητας δεν αμφισβητείται, αλλά η εφαρμογή της αναβάλλεται. Περιγράφεται, ως σύνοψη από τον Balibar, ένα παράδοξο σχεσιακό σχήμα μεταξύ αποκλεισμού και ενσωμάτωσης, το οποίο απεικονίζει μια ρευστή κατάσταση των «ξένων», μια κατάσταση όπου βρίσκονται κάπου ανάμεσα στον άνθρωπο και τον υπ-άνθρωπο, η θέση του αλλοδαπού ως alien.
Αυτό που έχει σημασία είναι ότι συντηρείται στις κοινωνίες μας η συλλογική αναπαράσταση του «αλλοδαπού» όχι ως διαφορετικού απλώς αλλά κυρίως ως φυσικώς ασύμμετρου. Ο λόγος γι’αυτό είναι ότι η δυτική αντίληψη της διαφοράς επιμένει στη σχετική ασυμμετρία «εμείς και αυτοί» με την οποία κατασκευάζεται η έννοια του ανθρώπου σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Όταν διαπραγματευόμαστε την ταλάντωση από τον μη-άνθρωπο προς τον άνθρωπο, πολιτικοποιούμε τη μεταφυσική κατηγορία της ανθρωπιάς ή της ανθρωπότητας.
Η απάντηση που δίνει η Ευρώπη σε αυτό το ζήτημα καθορίζει τη δική της ύπαρξη. Για παράδειγμα, σε μια διάσκεψη στην Καρλσρούη, η Άνγκελα Μέρκελ δήλωσε ότι «στα σύνορα δεν βλέπουμε μάζες αλλά άτομα». Αυτή ήταν μια θέση που πολιτικοποιούσε όντως το μη-ανθρώπινο, παρ’ όλη τη θεολογική προέλευσή της. Όταν οι Ούγγροι αρνούνται τους πρόσφυγες και τους πετάνε έξω, αυτό είναι μια απόρριψη της πολιτικοποίησης του ανθρώπου και επιβολή ενός παλαιού ορισμού: «είμαστε οι άνθρωποι επειδή είμαστε Ευρωπαίοι». Το απάνθρωπο είναι τότε η σκληρότητα, η βία, και όχι η πολιτική.
Ακόμη μια προσπάθεια, κοσμοπολιτικοί
Ο ρόλος μας δεν είναι απλώς να καταγγείλουμε τις εξαιρέσεις, αλλά να εμβαθύνουμε στην πολιτική δράση για την μεταμόρφωση του ανθρώπου. Για τη σταθεροποίηση του μετεωρισμού των υποκειμένων, απαιτείται δράση σε έναν «ενδιάμεσο χώρο» ως προνομιακό τόπο για την πολιτική: τον διεθνικό χώρο. Εκεί συνυπάρχει η αντίθετη του σκοτεινού αυταρχισμού τάση της χειραφέτησης. Εκεί έχουμε τα πρώτα ισχυρά δείγματα ότι ανασυγκροτούνται οι δυνάμεις της δημοκρατίας και της «ελευθερίας μαζί με τους άλλους που γίνονται άνθρωποι», της σιγουριάς έναντι της «τάξης και του νόμου», της υπεράσπισης των κοινών έναντι της ιδιοποίησής τους για την αναστροφή της κλιματικής αλλαγής, της κριτικής στην πατριαρχία μαζί με τις γυναίκες και τους νέους. Ίσως μπορέσουμε να προσδιορίσουμε ένα μέλλον του ανθρώπου ως ένα αποτέλεσμα της φαντασίας και της κοσμο-πολιτικής, σε αντικατάσταση της ουτοπίας του κλασικού κοσμοπολιτισμού.
Σημείωση:
1. Για όποιον ενδιαφέρεται Bartsidis, Michalis (2020), “European Paradoxes of Humanness: Discussing Etienne Balibar’s work on Europe”, Cultural Critique 106, Winter 2020, 155-186.
O Mιχάλης Μπαρτσίδης είναι επιστημονικός διευθυντής Ινστιτούτου Ν. Πουλαντζάς και διδάσκων στο ΕΑΠ. Το κείμενο είναι διαμορφωμένο για την εφημερίδα, χωρίς βιβλιογραφία παρά μόνο ενδεικτικά, από την ομιλία στη Διεθνή Ημερίδα Left Theory 21st, που οργάνωσαν το Transform και το Ινστιτούτο Ν. Πουλαντζάς, στις 13/12/2019 στην Αθήνα.
Πηγή: Η Αυγή