Οι εξεγέρσεις δεν μπαίνουν στα μουσεία, μπαίνουν όμως στα πανεπιστήμια. Η φράση «τα δικαιώματα με αγώνες κατακτιούνται» δεν είναι απλώς ένα σύνθημα που μνημονεύεται στις επετείους ή το καπηλεύονται οι εκάστοτε εξουσίες, αλλά μια διαρκής υπόθεση, την οποία ερευνά με επιστημονικά εργαλεία το Εργαστήριο Συγκρουσιακής Πολιτικής, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Σήμερα, μια εποχή που τα συγκρουσιακά κινήματα επανέρχονται στο διεθνές προσκήνιο, οι εκδηλώσεις του εργαστηρίου, με διαρκές ετήσιο σεμινάριο, πολλές και ποικίλες δράσεις, αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, που ξεπερνά τα όρια της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Ο Σεραφείμ Σεφεριάδης, διευθυντής του Εργαστηρίου, αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο, και η Λουκία Κοτρωνάκη, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο ίδιο πανεπιστήμιο, μιλάνε στην «Εφ.Συν.» για το αντικείμενο των ερευνών τους και για όσα συμβαίνουν σήμερα σε διαφορετικές γωνιές του πλανήτη.
● Αυτή τη στιγμή βλέπουμε μεγάλα μαζικά κινήματα από τη Χιλή μέχρι τον Λίβανο και από το Χονγκ Κονγκ μέχρι το Ιράκ. Βλέπετε κάτι κοινό σε αυτούς τους ξεσηκωμούς;
Αυτό που στις περιστάσεις είναι κυριολεκτικά συγκλονιστικό είναι ακριβώς το κοινό όλων αυτών των μαζικών –συχνά εξεγερσιακών– κινημάτων που ξεσπούν σ’ ένα τόσο μεγάλο γεωγραφικό εύρος στον πλανήτη. Ποιο είναι αυτό; Μα τι άλλο από την τρέχουσα καταστρεπτική φάση του καπιταλισμού.
Μόνο το 2018 οι 26 πιο πλούσιοι δισεκατομμυριούχοι κατείχαν τον ίδιο πλούτο με αυτόν του φτωχότερου μισού του παγκόσμιου πληθυσμού. Αποκαλυπτική είναι επίσης η δυναμική του φαινομένου: τη χρονιά που μας πέρασε οι δισεκατομμυριούχοι αυτοί αύξαιναν τον πλούτο τους κατά 2,5 δισ. δολ. την ημέρα, ενώ τα εισοδήματα των 3,5 δισ. φτωχότερων μειώνονταν κατά 500 εκατ. δολ. την ημέρα (στοιχεία Oxfam).
Εδώ λοιπόν έγκειται το κοινό: στον απόλυτα αντιδραστικό χαρακτήρα του καπιταλισμού που, για να επιβιώσει, διατείνεται πως προϋπόθεση της «ανάπτυξης» είναι ο οικονομικός στραγγαλισμός ολοένα και περισσότερων κοινωνικών ομάδων και η κοινωνική εξίσωση προς τα κάτω σε συνδυασμό με διεύρυνση του διευθυντικού δικαιώματος της εργοδοσίας (ένα μοτίβο με το οποίο καθημερινά βομβαρδιζόμαστε και στην Ελλάδα).
Δεν είναι διόλου παράξενο ότι, παρά τις ειδικές συνθήκες και τις επιμέρους διαφορές στα μοντέλα διακυβέρνησης της κάθε χώρας, οι άνθρωποι εξεγείρονται. Εχουμε μια παγκόσμια ενεργοποίηση του δήμου, μεγαλύτερη από εκείνη της δεκαετίας του 1960 και της πιο πρόσφατης του 2010, που είδε το φως με τις καταλήψεις των πλατειών στον αραβικό κόσμο, τα κινήματα «Occupy» και όλα εκείνα τα ρεύματα αμφισβήτησης που έμελλε να καταγραφούν ως «κινήματα ενάντια στη λιτότητα» ή/και «κινήματα για τον εκδημοκρατισμό». Ενεργοποιείται και πάλι η νεολαία (και κυρίως οι νέες γυναίκες), η γενιά εκείνη που εισήλθε ή ενηλικιώθηκε στην αγορά εργασίας σε συνθήκες κατάρρευσης της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας και της εγκαθίδρυσης του δόγματος της φρενήρους ανισότητας.
Στις μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στην αύξηση του εισιτηρίου στα μέσα μαζικής μεταφοράς στη Χιλή και στις εξίσου μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στην αύξηση του φόρου σε εφαρμογές κινητών όπως το WhatsApp στη Βηρυττό, μπορεί κανείς να δει τη γενιά των εργαζομένων της κρίσης, της επισφαλούς εργασίας και των προσβλητικών στάτους επιβίωσης, τη γενιά των σπασμένων ονείρων.
Εξαιρετικά σημαντικό είναι επίσης ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, παρακάμπτονται οι παραδοσιακοί (αλλά και οι νεότεροι) σχηματισμοί της Αριστεράς και των συνδικάτων – όλων εκείνων που το προηγούμενο διάστημα, μόνο και μόνο για να κρύψουν το δικό τους πολιτικό έλλειμμα, αποφαίνονταν ότι «ο κόσμος δεν τραβάει».
● Πέρυσι η Γαλλία συγκλονίστηκε από τα «Κίτρινα Γιλέκα». Η Καταλονία σείεται. Λένε κάτι για το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα αυτές οι κινητοποιήσεις;
Αυτό το περίφημο «ευρωπαϊκό οικοδόμημα» τι είναι άραγε; Είναι η βαρβαρότητα απέναντι στους πρόσφυγες που και αυτό δημιούργησε και δημιουργεί. Είναι η παρατεταμένη λιτότητα με το σκεπτικό που προηγουμένως αναφέρθηκε. Είναι οι φρικιαστικές δομικές ανισότητες και η βιοπολιτική τής δαιμονοποίησης του κοινωνικά κατώτερου ή του διαφορετικού. Πρέπει συνεπώς να μιλήσει κανείς απλά.
Τουλάχιστον από τη Συνθήκη της Λισαβόνας και μετά, η Ε.Ε. είναι ένας φορέας κατίσχυσης της αντιδραστικότητας. Οχι μόνο παράγοντας για την ανάδυση μιας υπερεθνικής ταυτότητας δεν είναι, αλλά κυοφορεί και τον κίνδυνο της ιστορικής παλινδρόμησης σε εθνικιστικές «λύσεις».
Η περίπτωση της Καταλονίας, αν και διαφορετική από εκείνη των «Κίτρινων Γιλέκων» (που θα εντάσσαμε πιο άμεσα στην ευρύτερη οικογένεια των κινημάτων ενάντια στη λιτότητα), είναι εντούτοις αντιπροσωπευτική των ημερών μας. Σε ένα κλίμα διάχυτης αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και της κοινωνικής ευταξίας που επαγγέλλεται, παλιές διαιρετικές τομές έρχονται και πάλι επιτακτικά στο προσκήνιο.
● Τα κινήματα συσχετίζονται μεταξύ τους;
Πέρα από την κοινότητα των καθημερινών αδιεξόδων που το σύστημα επιβάλλει, έχουμε σήμερα την ανάδυση και μιας διεθνούς κοινωνίας – όχι με τους όρους των διεθνολόγων, αλλά με όρους συνολικής πολιτικής. Το φαινόμενο είναι διαλεκτικό: παραπέμπει στο απόφθεγμα ότι το ίδιο το σύστημα παράγει τους όρους αυτοκαταστροφής του.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, λ.χ., αλλά όχι μόνον αυτά (διότι η δικτύωση έχει συντελεσθεί και από την ίδια την ανάγκη των ανθρώπων να ενταχθούν σε δίκτυα σχέσεων και επικοινωνίας για να επιβιώσουν), δημιουργούν μια κατάσταση πραγμάτων όπου οι υποτελείς και γνωρίζουν τη συνθήκη της παγκόσμιας υποτέλειας αλλά και αντιλαμβάνονται το μείζον σκάνδαλο της παγκόσμιας εκμετάλλευσης και των μηχανισμών χειραγώγησης της «κοινής γνώμης».
Στις μέρες μας αυτό συντελείται εν πολλοίς αυθόρμητα και «από τα κάτω» – η διεκδικητική σπίθα μεταλαμπαδεύεται πιο γρήγορα σε απρόβλεπτους τόπους και χρόνους. Ομως οι αλλαγές στις οποίες τα κινήματα προσβλέπουν δεν μπορούν να γίνουν αυτόματα. Μείζον αίτημα αποτελεί, ως εκ τούτου, ο στρατηγικός διεθνικός συντονισμός.
● Κινήματα πυροδοτούνται από κάτι φαινομενικά απλό, όπως η αύξηση των εισιτηρίων στα ΜΜΜ. Ωστόσο, γρήγορα έχουν περισσότερα προτάγματα. Σε τι λένε «όχι»; Και σε τι λένε «ναι»;
Δι-ιστορικό γνώρισμα όλων των μετασχηματιστικών εγχειρημάτων (αυτών στα οποία οφείλεται και το πέρασμα των κοινωνιών από τη δουλοκτησία της αρχαιότητας στις μέρες μας) είναι πως ξεκινούν γνωρίζοντας περισσότερο τι δεν θέλουν παρά αυτό που θέλουν. Ομως οι πρόσφατες εμπειρίες της Χιλής, του Χονγκ Κονγκ, του Λιβάνου, του Σουδάν αλλά και άλλων περιπτώσεων είναι ότι, ενώ οι κυβερνήσεις δείχνουν να υποχωρούν και να παίρνουν πίσω τα μέτρα που λειτούργησαν ως καταλύτες, τα κινήματα επιμένουν.
Η διάθεση, λοιπόν, για πολιτικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς που θα ανατρέπουν ριζικά τις συνθήκες εκμετάλλευσης είναι τεράστια (υπάρχει εδώ το συγκλονιστικό σύνθημα της Χιλής «Δεν είναι για 30 πέσος, είναι για 30 χρόνια») και αποτελεί το μεγάλο «ναι» των κινημάτων. Πρόκληση είναι η συγκρότηση του ενσυνείδητου πολιτικού υποκειμένου που θα συντονίσει αυτήν την τεράστια μετασχηματιστική διαθεσιμότητα. Η απουσία του, το γεγονός ότι ακόμα και τα νέα κόμματα που ξεπήδησαν μέσα από μεγάλα κινήματα κοινωνικής αλλαγής τάχιστα μετατράπηκαν σε σταυροφόρους της «μη εναλλακτικής»/ΤΙΝΑ, είναι η ελπίδα των κυρίαρχων.
Πέρα από την απηνή καταστολή στην οποία αυτοί οι κυρίαρχοι προσφεύγουν, περιμένουν ότι, χωρίς στρατηγική κλιμάκωσης και ευκρινή αποτύπωση της εναλλακτικής, τα κινήματα –αργά ή γρήγορα– θα κοπάσουν. Ομως η διαδικασία είναι μακρά. Τα κινήματα λένε πολλά «ναι», όμως η πολιτική αποτύπωση αυτών των καταφάσεων είναι δύσκολη. Ετσι ήταν πάντα, αλλά –εξίσου πάντα– η εξίσωση λυνόταν.
● Η Γκρέτα Τούνμπεργκ ενέπνευσε ένα μαθητικό κίνημα που φαίνεται να γίνεται παγκόσμιο. Πώς το βλέπετε;
Η Γκρέτα Τούνμπεργκ έθεσε επί τάπητος το ζήτημα της κλιματικής κρίσης – να μην ξεχνάμε άλλωστε πόσους περιβαλλοντικούς πρόσφυγες ήδη μετρά η Ευρώπη. Αν και για την περίπτωσή της ειπώθηκαν πολλά και αντιφατικά, η παρουσία της εικονίζει γλαφυρά την ανάδυση μιας νέας διεκδικητικής γενιάς που, παρότι δεν έχει ακόμα ζυμωθεί με αντιστάσεις που άπτονται του «σκληρού πυρήνα» του νεοφιλελευθερισμού, αντιλαμβάνεται ωστόσο ότι η ζωή και ο πλανήτης απειλούνται από αυτόν.
Φάνηκαν ακόμα οι προσπάθειες του συστήματος να οικειοποιηθεί και να απονευρώσει τις νέες αντιστάσεις αλλά και η ουσιαστική απουσία της θεσμικής Αριστεράς. Το γεγονός και μόνο ότι μια μαθήτρια έγινε σύμβολο και πρόσωπο αναφοράς μιας νέας εποχής περιβαλλοντικών και μαθητικών αγώνων δείχνει τις τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν για συναφείς δράσεις και πρωτοβουλίες, αλλά και τη μεγάλη ένδεια του υπάρχοντος πολιτικού προσωπικού.
● Τι απέγιναν τα κινήματα στην Ελλάδα; Από τα δίκτυα αλληλεγγύης μέχρι τις Σκουριές;
Με τη μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, τα ριζοσπαστικά κινήματα του ελληνικού χώρου υπέστησαν βαριά ήττα και βρέθηκαν σε παρατεταμένη κατάσταση έντονου μετατραυματικού σοκ, που η υπέρβασή του αργεί.
Γι’ αυτό και σήμερα, που βρισκόμαστε μπροστά σε έναν παγκόσμιο εξεγερτικό πυρετό, στην Ελλάδα, που τόσα χρόνια ενέπνεε τα διεθνή κινήματα, βιώνουμε απλά και μόνο τη σταδιακή ανάνηψη από αυτό το βαρύ τραύμα – δείτε, λ.χ., την ελπιδοφόρα ανάκαμψη των φοιτητών στον νεοφιλελεύθερο οδοστρωτήρα της εξουσιάζουσας αγραμματοσύνης (που, ενώ αυτοπροσδιορίζονται ως «άριστοι», δεν μπορούν καν να συντάξουν συνεκτικές προτάσεις). Πρέπει όμως να βγουν τα συμπεράσματα από την πρόσφατη –εξαιρετικά πλούσια– εμπειρία μας.
Τόσο η επιστημονική αποτύπωση της παγκόσμιας δι-ιστορικής εμπειρίας όσο και η συγχρονική παρατήρηση επιτάσσουν την καταγραφή των προϋποθέσεων μιας εύρωστης εναλλακτικής απάντησης. Τα κοινωνικά αδιέξοδα δεν αντιμετωπίζονται με ενίσχυση της κερδοφορίας των λίγων, αλλά με την οικοδόμηση θεσμών ικανών να διαχειρίζονται τους καρπούς του συλλογικού μόχθου των εργαζομένων.
Απαιτούνται όμως και μέριμνες κατεξοχήν πολιτικές: θεσμοί που θα ελέγχουν τη διαρκή απειλή της γραφειοκρατικοποίησης – πρακτικών που, ενώ διατείνονται ότι θα συγκρουστούν με το σύστημα, αυτό που τελικά καταλήγουν να κάνουν είναι να αναπαράγουν νέους γραφειοκρατικούς ρόλους στο πλαίσιό του.
Πηγή: Εφημερίδα των συντακτών