Κάθε χρόνο ορισμένες πόλεις «πνίγονται» στα σκουπίδια, η δε αποκομιδή τους αναδεικνύεται στο μεγαλύτερο αστικό πρόβλημα της χώρας μας. Η δημόσια συζήτηση που αναπτύσσεται είναι σταθερά προσανατολισμένη στο «που θα πάμε τα σκουπίδια;» και στο ποιος φταίει που τα σκουπίδια είναι στην πόρτα μας. Δεν μας περνάει από το μυαλό να μην κάνουμε σκουπίδια, δηλαδή να μην μετατρέπουμε τα υπολείμματα των δραστηριοτήτων μας σε σκουπίδια. Θεωρούμε αναφαίρετο δικαίωμά μας να κάνουμε όσο περισσότερα σκουπίδια μπορούμε και αναφαίρετη την υποχρέωση του κράτους να τρέχει από πίσω μας να τα μαζεύει, όσο και αν αυτό κοστίζει. Η ελληνική κοινωνία διακατέχεται στην πλειοψηφία της από τη λογική «not in my backyard» («όχι στην αυλή μου»), «μακρυά από μένανε και όπου θέλει ας είναι», ενώ η ελληνική πολιτεία (κυβέρνηση και τοπική αυτοδιοίκηση) διακατέχεται από την ιδέα ότι τα σκουπίδια είναι θέμα της κρατικής γραφειοκρατίας, των ΟΤΑ και των εθνικών καπιταλιστών που καλούνται να κερδοσκοπήσουν επί αυτών. Τα σκουπίδια, με άλλα λόγια, θεωρούνται ζήτημα διαχείρισης πραγμάτων, όχι ανθρώπων.
Η προσέγγιση αυτή είναι αποδεδειγμένα λανθασμένη. Εάν οι πολίτες θεωρήσουν ότι δεν έχουν την παραμικρή ευθύνη για τα σκουπίδια που δημιουργούν, εκτός από το να τα πηγαίνουν στον κάδο, εκείνο που θα κάνουν είναι απλώς περισσότερα σκουπίδια. Εάν δε τα σκουπίδια περάσουν την πόρτα του σπιτιού μας χύμα, έχουν αρχίσει ήδη να κοστίζουν πολύ και να αντιμετωπίζονται μόνο με γραφειοκρατικές και κοστοβόρες διαδικασίες. Εάν από την άλλη γίνει διαλογή στην πηγή, οι διαδικασίες αυτές καθίστανται σε κρίσιμο βαθμό αχρείαστες. Και με τον τρόπο αυτό κερδίζουμε χρόνο και χρήμα. Υπό μία προϋπόθεση όμως: οι άνθρωποι να μετατραπούν από σκουπιδομηχανές σε ενεργούς πολίτες. Με μια απλή κίνηση: σε έναν κάδο κομποστοποίησης τοποθετούμε οργανικά κατάλοιπα (φλούδες, φρούτα, τσόφλια, φυτική ύλη κλπ, όχι σάπια φρούτα, ωμά και μαγειρεμένα φαγητά) και κάπου αλλού (σακούλες ή κάδο) τα ανακυκλώσιμα υλικά. Με αυτό το σύστημα, τα χαρτιά της τουαλέτας και τα υπολείμματα μαγειρεμένου φαγητού (που δεν είναι πολλά, εάν δεν είμαστε ασυνείδητοι καταναλωτές) είναι τα μοναδικά που χρειάζεται να κατεβάσουμε στο δημόσιο κάδο σκουπιδιών. Έτσι, δημιουργούμε πολύ λιγότερα σκουπίδια, που μας κοστίζουν πολύ λιγότερο. Η ύπαρξη ενός κομποστοποιητή στο σπίτι μας μπορεί πραγματικά να κάνει τη διαφορά.
Γιατί όμως να ανταποκριθεί θετικά ο Έλληνας πολίτης; Από υψηλόφρονα οικολογική συνείδηση που δε διαθέτει; Όχι βέβαια. Αυτό χρειάζεται εκπαίδευση στις νέες γενιές, άρα χρόνο που δεν διαθέτουμε. Σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να βασιστούμε σε υπαρκτά πράγματα: υλικά ατομικά συμφέροντα και ανάγκη ικανοποίησης μη υλικών αναγκών, όπως τη συμμετοχή σε κάτι νέο, ενδιαφέρον, θετικό. Αφενός, λοιπόν, δημιουργείται λίπασμα, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις γλάστρες, τα παρτέρια, τους κήπους και τις «πράσινες ταράτσες», και ό,τι περισσεύει να μεταφερθεί στο πάρκο. Στην επαρχία προστίθεται και η δυνατότητα χρήσης του λιπάσματος στα χωράφια. Υλικό κίνητρο μπορεί να αποτελέσει και η μείωση των δημοτικών τελών, εφόσον το μέτρο αποδώσει και μειώσει τα έξοδα της αποκομιδής. Αφετέρου, έχουμε ανάγκη περισσότερο από ποτέ να νιώσουμε ότι κάνουμε κάτι καλό στους εαυτούς μας και στους συνανθρώπους μας (δες περιπτώσεις μαζικής ανταπόκρισης σε περιπτώσεις σεισμών, πλημμυρών και πυρκαγιών), ότι «όλοι μαζί μπορούμε», ότι μπορούμε να συνεννοηθούμε και να συνεργαστούμε, ότι είμαστε σε κάτι πρωτοπόροι, ότι βλέπουμε μπροστά, ότι αφήνουμε πίσω το παρελθόν, ότι είμαστε καινοτόμοι-έξυπνοι-αισιόδοξοι-δημιουργικοί-νέοι κλπ.
Αν το κράτος επιδοτούσε έναν κομποστοποιητή σε όσους θέλουν να τον χρησιμοποιήσουν, θα δημιουργούσε α) μια γρήγορη αλλαγή στις καθημερινές συνήθειες (καθώς θα φαινόταν γρήγορα μια αλλαγή στις ποσότητες των σκουπιδιών στους δρόμους), β) κοινωνικό κεφάλαιο μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών, γ) την ιδέα ότι η κινητοποίησή μας μπορεί να λύσει χρονίζοντα και σοβαρά προβλήματα χωρίς περισσότερο κόπο ή χρήματα, δ) τη δυνατότητα να εντάξουμε την καθημερινή μας συμπεριφορά σε ευρύτερα συλλογικά σχέδια. Έτσι, μπορεί να συνδυαστεί το «κάτι θα βγάλουμε» με το «θα γλιτώσουμε πολλά». Με λίγα λόγια, με μία έξυπνη κίνηση, που προϋποθέτει για αρχή ένα κονδύλι λίγων εκατομμυρίων ευρώ, μπορεί να εξαχθεί άφθονη κοινωνική και πολιτική υπεραξία. Αρκεί αυτή η κίνηση (καθώς και η κάθε κίνηση) να στοχεύει στην εξόρυξη των αδιάθετων ή αειπάρθενων ψυχικών αποθεμάτων των πολιτών. Αρκεί, δηλαδή, η πολιτική να θεωρείται ως η τέχνη της παρακίνησης των πολιτών προς ευσεβείς σκοπούς και όχι ως η τέχνη της ικανοποίησης καταναλωτικών αναγκών που μαρτυρούν την απουσία ευσεβών σκοπών.
Στην αγορά υπάρχουν κομποστοποιητές 300 λίτρων που μπορούν να καλύψουν τις οικογενειακές ανάγκες και κοστίζουν γύρω στα 50 ευρώ. Δεν είναι ογκώδεις και μπορούν να τοποθετηθούν μέχρι και στα μπαλκόνια. Το κράτος θα μπορούσε να επιδοτεί το 50% της τιμής αγοράς, ώστε να υπάρχει ένα σημαντικό κίνητρο.
Μιλώντας σε επίπεδο γενικού σχεδιασμού, η τοποθέτηση ενός κομποστοποιητή πάνω στο χώμα του κήπου είναι κάτι απλούστατο και μπορεί άμεσα να εφαρμοστεί. Άρα, το σχέδιο μπορεί να περιλαμβάνει δύο φάσεις: α) Σε ανοιχτές πόλεις, περιαστικές περιοχές, αγροτοαστικά συνεχή και γενικά οπουδήποτε εκτός από τα κέντρα των πόλεων. Στην πρώτη φάση θα συμμετέχουν μόνο όσοι έχουν κήπο. β) Φάση όπου οι κομποστοποιητές επιδοτούνται και στα μπαλκόνια ή τις ταράτσες, σε συνθήκες εντελώς τεχνητές. Επίσης, κατά τη δεύτερη φάση καλό είναι να προβλεφθούν και «κοινοτικοί» κομποστοποιητές σε πάρκα.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε εξ αρχής να επενδύσουμε στο ότι θα έχουμε ποιοτικό κομπόστ. Αντίθετα, μπορούμε με ασφάλεια να επενδύσουμε στο ότι θα εξοικονομήσουμε πολλά χρήματα από τη διαχείριση απορριμμάτων. Προτείνω να μην δώσουμε έμφαση στο ποιος θα πάρει το κομπόστ. Η μεγάλη δυναμική αυτής της πρότασης – και που ταιριάζει στον Έλληνα και την Ελληνίδα- είναι ότι, αν το επιθυμεί, δεν χρειάζεται να «διώξει» τίποτα. Ο κομποστοποιητής, ιδιαίτερα πάνω στο χώμα, είναι πρακτικά μια μαύρη τρύπα όπου συνεχώς πετάς μέσα και δεν τελειώνει. Άρα, η κομποστοποίηση είναι ευκολότερη από την ανακύκλωση όπου μπορεί να έχεις κάνει καταπληκτική δουλειά, αλλά μετά να μην έχεις πού να τα δώσεις και στο τέλος όλα να απαξιώνονται. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, πρέπει από την αρχή να προβλεφθούν χώροι και δομές όπου να πηγαίνει το κομπόστ που δεν ρίχνεται ούτε στις γλάστρες, τα παρτέρια και τους ιδιωτικούς κήπους, ούτε σε κτήματα. Σε μια πρώτη φάση, ο δήμος θα μπορούσε να δέχεται σε καθορισμένους χώρους το περισσευούμενο κομπόστ, ώστε να το διαθέτει για τις ανάγκες του (σε πάρκα κλπ) και να το διαθέτει δωρεάν σε όποιους πολίτες το χρειάζονται. Σε μια δεύτερη φάση θα μπορούσαν να δημιουργηθούν τοπικοί συνεταιρισμοί που να το διαχειρίζονται. Αν τίποτε από αυτά δεν είναι επαρκές, το κενό μπορεί να καλυφθεί από ιδιωτικές εταιρίες. Προσωπικά θεωρώ πως ο απώτερος στόχος θα πρέπει να είναι προοδευτικά το μεγαλύτερο μέρος του κομπόστ να καταλήγει στις αγροτικές καλλιέργειες, ώστε να βοηθηθούν να διατηρήσουν τη γονιμότητά τους σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής. Η δυνατότητα εμπλουτισμού του εδάφους με φυσικό λίπασμα σε τέτοια κλίμακα είναι ένας άσσος στο μανίκι στην προσπάθεια ανασυγκρότησης και αναβάθμισης του αγροτοδιατροφικού συμπλέγματος.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι Δρ. Πολιτικής Επιστήμης
Πηγή: Η Αυγή