Για τους βαρόνους των Δημοκρατικών συνδυάζει δύο ολέθρια μειονεκτήματα: είναι πολύ ηλικιωμένος και πολύ ριζοσπαστικός για να εκλεγεί. Η κοινή γνώμη φαίνεται να έχει διαφορετική άποψη. Οι προτάσεις του Μπέρνι Σάντερς κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος στην αμερικανική κοινωνία, ενώ έχουν ήδη επηρεάσει τα εκλογικά προγράμματα αρκετών άλλων υποψηφίων. Και ο Μπέρνι δεν είναι γέρος. Τουλάχιστον όχι για τους νέους.
Πολλοί αναλυτές περίμεναν ότι η πολυαναμενόμενη αναγγελία της υποψηφιότητας του πρώην αντιπροέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν -ναυαρχίδα της συντηρητικής πτέρυγας του κόμματος- θα φρέναρε μια και καλή την ορμή του Σάντερς. Η προσδοκία δεν επιβεβαιώθηκε. Μια δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα για λογαριασμό του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ έδειξε μάλιστα ότι ο αντισυμβατικός γερουσιαστής από το Βερμόντ προηγείται με μεγάλη διαφορά ανάμεσα στους νέους Αμερικανούς.
Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα έδειξε ότι εξασφαλίζει ποσοστό 31% ανάμεσα στους ψηφοφόρους ηλικίας 18 έως 29 ετών. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνηση Ομπάμα ακολουθεί με 20% και ο ανερχόμενος αστέρας Μπέτο Ο’ Ρουρκ καταλαμβάνει την τρίτη θέση με 10%. Μάλλον απογοητευτικά ήταν τα ποσοστά για άλλους προβεβλημένους υποψηφίους, όπως η Καμάλα Χάρις (5%), η Ελίζαμπεθ Γουόρεν (4%) και ο Κόρι Μπούκερ (3%).
Το γεγονός ότι ο Μπέρνι Σάντερς θα έχει συμπληρώσει τα 79 του χρόνια όταν θα διεξαχθούν οι προεδρικές εκλογές του 2020, κάτι που οι Αμερικανοί πολιτικοί σχολιαστές δεν παύουν στιγμή να επαναλαμβάνουν, δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τους νέους. «Η έρευνα αποδεικνύει ότι οι νέοι ψηφοφόροι διακρίνουν πολλά περισσότερα από την ηλικία, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι υποψήφιοι με μεγαλύτερη πολιτική εμπειρία προηγούνται σε αυτή τη φάση» σημειώνει ο υπεύθυνος της έρευνας Τζον Ντε Λα Βόλπε, υπογραμμίζοντας παράλληλα πως οι νέοι δείχνουν αυτή τη φορά περισσότερο αποφασισμένοι να επηρεάσουν με την ψήφο τους την τελική υποψηφιότητα των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές.
Οικονομική ενίσχυση από 500.000 Αμερικανούς
Τα καλά νέα για τον Μπέρνι Σάντερς όμως δεν σταματούν εδώ. Το επιτελείο του ανακοίνωσε ότι η οικονομική καμπάνια για την ενίσχυση της υποψηφιότητάς του έχει συγκεντρώσει μέσα σε 41 μέρες το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 18,2 εκατομμυρίων δολαρίων. Ένα ποσό που προέρχεται από 900.000 μεμονωμένες χορηγίες και όχι από τα ταμεία μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών.
Για την ακρίβεια, εννέα στις δέκα χορηγίες αφορούν ποσά κάτω των 200 δολαρίων, με τον μέσο όρο να κυμαίνεται στα 20 δολάρια. Μέχρι στιγμής, την υποψηφιότητα Σάντερς έχουν ενισχύσει οικονομικά 525.000 Αμερικανοί. Επιβεβαιώνεται δηλαδή στην πράξη η προσπάθεια για τη δημιουργία ενός μαζικού κινήματος που δεν θα επιτρέψει στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και στον εκλογικό μηχανισμό των Δημοκρατικών να αναδείξουν τον δικό τους υποψήφιο, όπως έγινε στις προεδρικές εκλογές του 2016 με τη Χίλαρι Κλίντον.
«Η συμμετοχή μετρά περισσότερο από τις χορηγίες» σχολίασε η Νίνα Τέρνερ από το επιτελείο του Σάντερς, σημειώνοντας επίσης ότι ο μεγάλος αριθμός όσων έχουν συμβάλει μέχρι τώρα δείχνει «την ενέργεια και την ενότητα» που αντανακλά η εκστρατεία Σάντερς σε ολόκληρη τη χώρα.
Θα ήταν ένα μάλλον βιαστικό συμπέρασμα αν την ίδια ώρα δεν πλήθαιναν οι ενδείξεις ότι το πολιτικό πρόγραμμα του Μπέρνι Σάντερς έχει επηρεάσει έντονα την πολιτική ζωή της χώρας. Την προηγούμενη εβδομάδα, το Μέριλαντ έγινε η έκτη αμερικανική πολιτεία που ενέκρινε την καθιέρωση κατώτατου ωρομισθίου 15 δολαρίων.
Ο Σάντερς, που είχε δεχτεί πυρά από παντού κατά την προηγούμενη προεκλογική εκστρατεία όταν είχε υιοθετήσει πρώτος ανάμεσα στους υποψηφίους το αίτημα για εθνικό κατώτατο μισθό στο ίδιο ύψος, δεν απέφυγε, φυσικά, να σχολιάσει την εξέλιξη. «Μόλις πριν από λίγα χρόνια ακούγαμε ότι η πρόταση για το κατώτατο ωρομίσθιο των 15 δολαρίων ήταν ‘πολύ ριζοσπαστική’. Σήμερα το Μέριλαντ έγινε η έκτη πολιτεία που στέλνει ξεκάθαρα το μήνυμα ότι η δουλειά θα πρέπει τουλάχιστον να σε βγάζει από την ανέχεια» σχολίασε στο Twitter.
“Φορολογήστε τους πλούσιους”
Δεν είναι όμως μόνο οι αμερικανικές πολιτείες αλλά και οι ίδιοι οι Δημοκρατικοί που στρέφονται τώρα στο πεδίο όπου ο Σάντερς επικέντρωσε την καμπάνια του στις προηγούμενες εκλογές: τις κοινωνικές ανισότητες και την οικονομική πολιτική. Η υπερβολική προσκόλληση στην έρευνα του ανακριτή Ρόμπερτ Μάλερ και η γενικότερη προσπάθεια στιγματισμού του Ντόναλντ Τραμπ ως ενεργούμενου της Μόσχας αποδείχτηκε μια μάλλον ολέθρια πολιτική επιλογή.
Οι Δημοκρατικοί προσπαθούν επομένως, έστω και καθυστερημένα, να καλύψουν το χαμένο έδαφος με μια στροφή προς την κοινωνία. Στα μέσα της εβδομάδας, βουλευτές του κόμματος υπέβαλαν επισήμως το αίτημα να δοθούν στη δημοσιότητα οι φορολογικές δηλώσεις του Αμερικανού Προέδρου, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για μια νομική μάχη που αυτή τη φορά θα έχει έντονο πολιτικό περιεχόμενο. Η κίνηση δεν θα παρουσίαζε όμως τόσο ενδιαφέρον αν δεν συνδυαζόταν με μια σημαντική πρωτοβουλία «από τα κάτω».
Ένας συνασπισμός δεκάδων προοδευτικών οργανώσεων ανακοίνωσαν την Τετάρτη ότι ξεκινούν σε εθνικό επίπεδο μια εκστρατεία με στόχο τη ριζική αναθεώρηση της φορολογικής πολιτικής, την οποία η κυβέρνηση Τραμπ έσπευσε να «απλοποιήσει» σε τέτοιο σημείο, ώστε δεκάδες δισεκατομμύρια να χαριστούν στο μεγάλο κεφάλαιο. Διόλου τυχαία, η καμπάνια ονομάζεται «Φορολογήστε τους πλούσιους».
«Δεν είναι μόνο μια καλή τακτική, είναι μια καλή πολιτική και η καμπάνια μας πρόκειται να το αποδείξει αυτό» τόνισε η εκπρόσωπος του κινήματος Μόρα Κουίντ. «Η αύξηση της φορολόγησης για τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους πλούσιους είναι εξαιρετικά δημοφιλής στην πλειοψηφία τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων» πρόσθεσε.
«Οι 400 πλουσιότεροι Αμερικανοί διαθέτουν περισσότερο πλούτο από 150 εκατομμύρια χαμηλόμισθους» διαβάζει κανείς στην ηλεκτρονική σελίδα της καμπάνιας που θα ξεκινήσει επίσημα στις 13 Απριλίου, με τις πρώτες κινητοποιήσεις στους δρόμους των αμερικανικών πόλεων να προγραμματίζονται δύο μέρες αργότερα.
Όλα αυτά είναι φυσικά εξαιρετικά ενθαρρυντικά για την καμπάνια του Σάντερς όπου έχει λόγο να ελπίζει ότι θα διασταυρώσει τον δρόμο της με αντίστοιχα κινήματα. Και σίγουρα θα ήθελε να δει το «Φορολογήστε τους πλουσίους» να μετατρέπεται στο ισοδύναμο του τραμπικού «Χτίστε το τείχος» κατά την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση.
Μιχάλης Τρίκκας
Πηγή: Η Αυγή