Το πρώτο ελληνικό βιβλίο με αφηγήσεις προσφύγων και μεταναστών σε πρώτο πρόσωπο θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες. Καρπός συνεντεύξεων που έγιναν με τη μεθοδολογία της προφορικής ιστορίας, είναι μια πρωτοβουλία αλληλεγγύης που αφουγκράζεται τον πολύχρωμο κόσμο ο οποίος κινείται μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας στις γειτονιές του υποβαθμισμένου κέντρου της Αθήνας, και μας προκαλεί να γεφυρώσουμε τις μεταξύ μας αποστάσεις.
«Οι σκέψεις των ανθρώπων, οι μνήμες τους ή ακόμα και εκείνα που νομίζουν ότι σκέφτηκαν, συνιστούν ιστορικό γεγονός».
Αυτό υπογράμμιζε ο Ρόναλντ Φρέιζερ, ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της σχολής της προφορικής ιστορίας, του οποίου το αριστούργημα Blood of Spain για τον Ισπανικό Εμφύλιο, βασιζόταν σε προφορικές συνεντεύξεις. Αυτό ακριβώς το σχόλιο σκέφτεται κανείς –αλλά και τον Κοινό Λόγο της Έλλης Παπαδημητρίου με τις μαρτυρίες από τους Μικρασιάτες πρόσφυγες– όταν διαβάζει τη συλλογή Από τα τρία σημεία του ορίζοντα. Ιστορίες ζωής προσφύγων και μεταναστών, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Fairead. Από τότε που το προσφυγικό ζήτημα βρέθηκε σε ιστορική καμπή στην Ευρώπη, αυτό είναι το πρώτο ελληνικό βιβλίο που δίνει φωνή σε εκείνους που η φωνή τους δεν ακούγεται στον δημόσιο χώρο. Οι δεκαπέντε αφηγήσεις που παρουσιάζει είναι καρπός των εκτεταμένων συνεντεύξεων που πήρε το δεύτερο εξάμηνο του 2015 η ιστορικός Αιμιλία Σαλβάνου, και φωτίζουν την πολυπλοκότητα της μεταναστευτικής εμπειρίας στις αρχές του 21ου αιώνα, και ειδικότερα εκείνες τις πλευρές της που πάντα μένουν έξω από την θεσμική καταγραφή της μεταναστευτικής ροής. Ταυτόχρονα θέτουν στην πράξη το πιο καίριο πολιτικό και ανθρωπιστικό ερώτημα: πόσο δημοκρατικό ή λιγότερο δημοκρατικό προμηνύεται το μέλλον της Ευρώπης;
Διότι αυτό το ποτάμι των προσφύγων και μεταναστών δεν είναι ένα συγκυριακό ανθρώπινο ποτάμι, και κανένας φράχτης, κανένας νόμος, κανένα ναρκοθετημένο πεδίο δεν το σταματά. Ούτε οι αγριεμένες θάλασσες, ούτε οι επιχειρήσεις σκούπα, ούτε οι δολοφονίες με ρατσιστικά κίνητρα, ούτε οι γουρουνοκεφαλές και οι φωτιές σε ξενώνες, ούτε οι επαναπροωθήσεις, ούτε η κατά πρόσωπο περιφρόνηση. Και διότι, όπως τονίζεται και σε τούτο το βιβλίο: «Η προσφυγιά και η μετανάστευση δεν είναι επιλογή. Είναι μια τελευταία ελπίδα επιβίωσης. Είναι το αποτέλεσμα μιας παγκοσμιοποιημένης εποχής, όπου επικρατούν πολιτικές επιλογές οι οποίες οδηγούν σε πολέμους, ανισότητες, διαφθορά, υπερκέρδη και στην ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας σε βάρος της αειφόρου. Είναι το αποτέλεσμα της αποτυχίας να υποστηριχθεί μεταπολεμικά η ανάπτυξη του άλλοτε λεγόμενου «Τρίτου Κόσμου» από τις ανεπτυγμένες χώρες, οι οποίες αθέτησαν όλες τις προγραμματικές τους διακηρύξεις. Είναι το αποτέλεσμα ισορροπιών που ακύρωσαν τον νέο ρόλο που όφειλε να διαδραματίζει ο ΟΗΕ.»
Οι οκτώ αφηγητές και οι επτά αφηγήτριες του βιβλίου κατοικούν σήμερα στις γειτονιές του υποβαθμισμένου κέντρου της Αθήνας, ή στην περιφέρειά της, και, με δύο εξαιρέσεις, έχουν φτάσει στην Ελλάδα στο διάστημα 2005-2015.
Είναι με τη σειρά που ακούγονται: ο Παλαιστίνιος πρόσφυγας τρίτης γενιάς στη Συρία Abdul Moin Slon, ο χριστιανός Αφγανός Vahid Pejman, που επιβίωσε από τους μουτζαχεντίν, τους μουλάδες, τους ταλιμπάν και τους διεφθαρμένους φιλοαμερικανούς κυβερνητικούς, η Νιγηριανή αγγλικανή Blessing Ibeakam, ο Μαυριτανός Amin Fararat, ο οποίος είδε τη μητέρα του να πνίγεται στα νερά της Τουρκίας και ζει κατάμονος στην Ελλάδα από το 2011, που ήταν 13χρονών, η Σομαλή Farhia, ο Ibraim από την Ακτή Ελεφαντοστού, που έφτασε 14χρονος στην Ελλάδα το 2008 , η Μολδαβή Marianna Bordea, που έκανε οικογένεια με έναν Κούρδο εγκατεστημένο στην Ελλάδα εδώ και 25 χρόνια, ο Ιρακινός Halit, που ετοιμάζεται για τις Πανελλαδικές εξετάσεις και έχει καταγράψει την ξενοφοβία κάποιων συμμαθητών του, η Ιρακινή Mirvet, που ο άντρας της δραπέτευσε από τον στρατό του Σαντάμ Χουσεΐν, ο Σύριος Ghassan Naoura, που παντρεύτηκε Ρουμάνα, η Μαροκινή Fatiha Benradwan, η Mariam από χριστιανική οικογένεια της Αιγύπτου, η Νιγηριανή Ngozi, που γλίτωσε από κύκλωμα trafficking, ο ορφανός Κογκολέζος Engenheiro, που έφτασε ασυνόδευτος το 2011, και ο νεαρός Πακιστανός Suneel Nadin Masi, που έφτασε 16χρονος το 2013 όταν η χριστιανική οικογένειά του πούλησε το σπίτι της για να μπορέσει να πληρώσει μόνο γι αυτόν το ταξίδι της σωτηρίας από τους φανατικούς ισλαμιστές.
Όλοι τους εξιστορούν την τριπλή οδύσσειά τους «εκεί», στο επικίνδυνο ταξίδι τους, και «εδώ». Μιλούν για την φυγή, την περιπλάνηση και την αναγκαστική μετανάστευσή τους, για την υποκρισία και την ξενοφοβία που συνάντησαν στην Ελλάδα αλλά και για την πλατιά και ουσιαστική κοινωνική αλληλεγγύη που τους υποστήριξε με διακριτικότητα. Και διεκδικούν το στοιχειώδες: το δικαίωμα να ορίζουν και να χαράσσουν τις ζωές τους μέσα από όλες τις δυσκολίες που συναντούν στο δρόμο τους.
Οι ιστορίες τους αποκαλύπτουν ότι όλος ο γραφειοκρατικός μηχανισμός παροχής ασύλου ή άδειας παραμονής είναι μεν σημαντικός παράγοντας στην εξομάλυνση της ζωής τους, αλλά όχι ανασταλτικός στην απόφασή τους να μετακινηθούν, αν κρίνουν ότι αυτό είναι που πρέπει να κάνουν.
Όπως λέει η Αιμιλία Σαλβάνου: «Είναι ιστορίες ανθρώπων που βλέπεις να κινούνται διαδοχικά ανάμεσα σε καταστάσεις “νομιμότητας” και “παρανομίας” όσον αφορά το δικαίωμα παραμονής τους στη χώρα, και αυτή η εναλλαγή παρουσιάζεται ως κανονικότητα στις μεταναστευτικές τους ιστορίες. Αυτό που βαραίνει στις αφηγήσεις τους είναι το κατά πόσο εντάσσουν την νομιμοποίηση -τα “χαρτιά” – ως απαραίτητο σκαλοπάτι για να μπορέσουν να φανταστούν το μέλλον τους ως κοινωνικά υποκείμενα με πλήρη δικαιώματα, κι επομένως για να μπορέσουν να συνεχίσουν τις ζωές τους. Διότι στις περισσότερες περιπτώσεις η μετανάστευση φαίνεται να παραλληλίζεται με τομή στις ζωές τους, ορίζοντας την πριν και την μετά πραγματικότητα. Και αυτή η τομή αναδεικνύεται εντονότερη ή πιο σβησμένη στις διάφορες ιστορίες, ανάλογα με τον τρόπο που βιώνουν τη σημερινή τους πραγματικότητα. Οι διαδρομές όλων αυτών των ανθρώπων δίπλα μας, θυμίζει ότι αυτή η αναστρεψιμότητα της κανονικότητας δεν ανήκει στο παρελθόν, αλλά στο παρόν, και ότι είναι στο χέρι των ανθρώπων και των κοινωνιών τους να βρουν τρόπο να εξομαλύνουν τις αναταράξεις».
Από τις δεκαπέντε αυτές συνεντεύξεις προκύπτει μια ακόμα σημαντική διαπίστωση: ότι αυτοί οι άνθρωποι ορίζονται πλέον από τα ανθρωποδίκτυα στα οποία εντάσσονται και από τις βιωμένες διαδρομές τους στον χώρο αλλά και στον χρόνο. Με άλλα λόγια, οι ταυτότητές τους είναι υβριδικές και υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα.
Το Από τα τρία σημεία του ορίζοντα προσεγγίζει λοιπόν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες με βάση τα νέα δεδομένα, ως σύνολο που ξεφεύγει από τις συγκεκριμένες διάτρητες και ανεπαρκείς πλέον, ταξινομήσεις. Και, κυρίως, αναδεικνύει όχι την ακρίβεια των γεγονότων αλλά την αλήθεια των ανθρώπων. Το νόημα δηλαδή που είχαν για τους ίδιους τα βιώματά τους, οι προσδοκίες τους για τον προορισμό τους, οι απανωτές διαψεύσεις τους. Ίσως αυτό ακριβώς να χρειαζόμαστε για να τους κατανοήσουμε και για να αναστοχαστούμε το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας χωρίς περιθωριοποιήσεις και αποκλεισμούς.
Αυτή η συλλογή «φωνών» δεν είναι λοιπόν ούτε μια δημοσιογραφική έρευνα ούτε μια αποστειρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη, αλλά ένα επιδραστικό βιβλίο υψηλής θερμοκρασίας, ένα βιβλίο-αρχείο για τη μετανάστευση κατά τον 21ο αιώνα, ένα «διαβαστερό» βιβλίο αλληλεγγύης.
Η πρωτοβουλία γι’ αυτό το βιβλίο ανήκει στο «Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού», μη κερδοσκοπικό σωματείο με 80 εθελοντές, που έστρεψε το ενδιαφέρον στη μεταναστευτική παρουσία στις γειτονιές, και αποτελεί το σημείο αναφοράς των «φωνών» του βιβλίου. Εδώ και 12 χρόνια αυτό το Δίκτυο αγκαλιάζει παιδιά έως δεκαοκτώ χρονών από 27 διαφορετικές εθνότητες με ποικίλα κοινωνικοπολιτισμικά προγράμματα αλληλεγγύης. Παρέχει μαθησιακή υποστήριξη, δανειστική βιβλιοθήκη, δημιουργικές ομάδες, ενημέρωση των σχολείων, και πολλαπλή συμπαράσταση στις οικογένειες τόσο στο «Εργαστήρι πολιτισμού» όσο και στο «Κέντρο για το παιδί» που εδρεύουν κοντά στον Σταθμό Λαρίσης. Ιδρύτρια και πρόεδρός του είναι η δραστήρια Μυρσίνη Ζορμπά, άλλοτε συνεκδότρια του «Οδυσσέα», πρώτη διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (1994-99) και ερευνήτρια πολιτισμικής πολιτικής με θητεία και ως ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ (2000-2004), η οποία σχεδίασε και προλογίζει αυτή τη συλλογή αφηγήσεων. Μια συλλογή που απαντά εντέλει και στους δήθεν πραγματιστές οι οποίοι μέχρι πρόσφατα επέμεναν πεισματικά και αδιακρίτως στον χαρακτηρισμό «λαθρομετανάστες», προκαλώντας ηθικό πανικό, κι έπειτα έκαναν τούμπα επιδεικνύοντας μια προσχηματική συμπόνια και φιλανθρωπία. Να, όμως, που αναδύθηκε μια νέα πολιτισμική αλληλεγγύη η οποία διέσωσε την κοινωνική συνοχή στην πιο κρίσιμη στιγμή. Όπως σχολίαζε κι εκείνη ήδη από τα τέλη του 2015: «Το νεοφιλελεύθερο άτομο που ορισμένοι έβγαλαν αιφνιδιαστικά από το γυαλιστερό κουτί του για να το προβάλουν σαν υπόδειγμα ηθικού βίου, εγκράτειας και αριστείας βρήκε απέναντί του τον αντίλογο των πρακτικών αστικής αλληλεγγύης που επέτρεψαν στους καθημερινούς ανθρώπους να εκφράσουν, να προβάλουν και να βιώσουν την αξιοπρέπεια μαζί με την ανάγκη τους.»
Μιλώντας ειδικότερα με αφορμή τις «φωνές» σε τούτο το βιβλίο, αντιμάχεται τις κλειστές πόρτες και υποστηρίζει στον πρόλογό της πως: «Αν έμαθα κάτι μέσα στα τελευταία έξι-επτά χρόνια, αυτό ήταν ότι οι αποστάσεις, όταν γεφυρώνονται, μειώνονται, και ότι τα δεδομένα που μοιάζουν κλειστά και αδιαπέραστα αλλάζουν με την κοινή προσπάθεια. Σήμερα λοιπόν χρειάζεται να σκεφτόμαστε τρόπους να επανασχεδιάσουμε τις οικονομίες και τις κοινωνίες μας, ώστε να ζήσουμε μαζί με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες με ελευθερία, διαφορετικοί και ισότιμοι, ξεπερνώντας τα όποια προβλήματα με συνοχή και αλληλεγγύη.»
Από την πλευρά της, η Αιμιλία Σαλβάνου προσθέτει ότι: «Μέσα από την εμπειρία των συνεντεύξεων δεν μπορείς παρά να αναπλαισιώσεις τον τρόπο που ερμηνεύεις τις δυσκολίες της δικής σου πραγματικότητας, κυρίως στο τι έχουμε μάθει να θεωρούμε δεδομένο – και αυτό είναι ίσως και το πιο γόνιμο. Η μαρτυρία λ.χ. του νεαρού Ιμπραΐμ από την Αφρική είναι χαρακτηριστική της δύναμης των ανθρώπων. Ανάμεσα στα άλλα λέει ότι βεβαίως ο εμφύλιος μαινόταν γύρω του, βεβαίως είχε συνηθίσει τον ήχο από τις σφαίρες στα αυτιά του και την καθημερινότητα του θανάτου γύρω του, αλλά παρόλα αυτά, δεν ήταν αυτός ο βασικός λόγος που έφυγε. Ήξερε, λέει, ότι κάποια στιγμή όλο αυτό θα τελείωνε. Ο λόγος που έφυγε ήταν για να κυνηγήσει το όνειρό του – και αυτό εξακολουθεί να κάνει ως σήμερα».
* Η φωτογραφία είναι του Μάριου Βαλασσόπουλου, και εικονίζονται οι: Vahid Bejman, Fatiha Benradwan, Blessing Ibeakam, Marianna Bordea.
** Διαβάστε μια προδημισίευση από το βιβλίο, την ιστορία του Αμίν Φαραχάτ.