Είναι εύκολο να υποδύεσαι τον προοδευτικό, τον φιλελεύθερο, τον δημοκράτη. Οσο η σχέση ιδεών και πραγματικότητας έχει απόσταση, η ασάφεια διευκολύνει ιδεολογικές επιλογές χωρίς δέσμευση. Φτάνει όμως κάποια στιγμή που πρέπει να αποφασίσεις συγκεκριμένα. Οχι επειδή είναι στο χέρι σου, αλλά επειδή τα πράγματα το επιβάλλουν. Και τότε η απόφασή σου είναι που μετράει, αυτή η απόφαση σε δεσμεύει, υποθηκεύει το μέλλον σου. Αυτή η απόφαση και μόνο, αυτή η απόφαση γυμνή, και όχι οι λόγοι που σε οδήγησαν σε αυτήν.
Προφανώς εννοώ το Μακεδονικό. Αποτελεί μια μουντζούρα στην εικόνα της Ελλάδας στο εξωτερικό, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει την ελληνική εμμονή, σκιάζει ακόμη και ζητήματα εξωτερικής πολιτικής στα οποία διεκδικούμε το δίκιο μας. Απλώνει όμως και μια τεράστια μελανιά στο εσωτερικό. Η αναμόχλευση ενός εθνικισμού παράλογου, φοβικού, επιθετικού, το σύνδρομο του έθνους-σκαντζόχοιρος με προτεταμένα αγκάθια προς όλες τις κατευθύνσεις. Το Μακεδονικό είναι δυστυχώς ο ελληνικός δρόμος προς την ακροδεξιά κατάσταση που σκιάζει όλη την Ευρώπη, από την Πολωνία και την Ουγγαρία έως την Ιταλία και τη Γαλλία.
Η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να πετύχει η Ελλάδα. Το ανώτερο δυνατό των παραχωρήσεων, υπό ειρηνικές συνθήκες. Υπήρξε ένα παράθυρο ευκαιρίας και δύο πρωθυπουργοί που αποφάσισαν να το ανοίξουν. Θα έπρεπε να εγκαλέσουμε τον Τσίπρα αν, λόγω Καμμένου, δεν άγγιζε τα παντζούρια. Οχι γιατί τα άνοιξε. Και τα παράθυρα ευκαιρίας, στα εθνικά ζητήματα, δεν ανοίγουν κάθε τόσο. Γιατί τα πράγματα παγιώνονται, η επόμενη φορά, αν υπάρξει, θα είναι απείρως δυσκολότερη της προηγούμενης.
Το Κυπριακό είναι το τέλειο αντι-παράδειγμα. Αν η Συμφωνία των Πρεσπών δεν περάσει, και μάλιστα με ελληνική υπαιτιότητα, το Μακεδονικό, ζήτημα ανύπαρκτο ουσιαστικά για τη διεθνή κοινότητα, θα έχει κλείσει με το τωρινό status quo.
Το ελληνικό veto θα παρακαμφθεί, τόσο ως προς την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και στο ΝΑΤΟ. Ουδείς θα διανοείται στο εξής να μην την αποκαλεί Μακεδονία. Οι Ελληνες θα παγιώσουν την υποκρισία. Στο εξωτερικό συμμόρφωση με τα διεθνή νόμιμα, στο εσωτερικό λεονταρισμοί. Εκείνο που θα μείνει θα είναι η δηλητηριασμένη ατμόσφαιρα. Ο εθνικισμός.
Καθώς οι διαδικασίες για τη Συμφωνία των Πρεσπών στη γειτονική χώρα ολοκληρώνονται, η συμφωνία θα έρθει στην ελληνική Βουλή σε λίγες βδομάδες. Υπάρχουν τρεις κατηγορίες πολιτικών σε σχέση με τη συμφωνία. Η πρώτη κατηγορία είναι των εθνικιστών, στην οποία δεν χρειάζεται εκτενέστερη αναφορά. Η δεύτερη κατηγορία είναι όλοι εκείνοι οι οποίοι δεν έχουν αντιρρήσεις αρχής, γιατί τη διπλή ονομασία την είχαν δοκιμάσει ή αποδεχτεί σε διάφορες απόπειρες στο παρελθόν. Και σ’ αυτή την κατηγορία ανήκουν ηγετικές πολιτικές προσωπικότητες εντός ή εκτός Κοινοβουλίου.
Ολοι οι πρώην πρωθυπουργοί, εκτός Σαμαρά. Και ο Σημίτης, και ο Καραμανλής, και ο Γ. Παπανδρέου, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επιδίωξαν να λύσουν το Μακεδονικό με διπλή ονομασία ή την αποδέχτηκαν. Το ίδιο ισχύει και για τη δυναστεία των Μητσοτάκηδων, καθώς και για τον Σταύρο Θεοδωράκη που σχημάτισε ένα κόμμα με αντίστοιχες προγραμματικές διακηρύξεις. Τέλος, η τρίτη κατηγορία είναι των καιροσκόπων. Οι «ναι μεν, αλλά» και όσοι κρύβονται. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη κατηγορία. Τους βρίσκει κανείς σε όλα τα πολιτικά περιβάλλοντα, παλαιοκομματικά και εκσυγχρονιστικά.
Τι θα κάνουν και τι θα πουν όλοι αυτοί τώρα; Το πρώτο επιχείρημα που προβάλλουν η δεύτερη και η τρίτη κατηγορία, για να μη συμπράξουν, είναι πως ο Τσίπρας δεν συνεννοήθηκε πριν μαζί τους και ότι επιδίωξε να τους διασπάσει. Ας υποθέσουμε πώς ήταν λάθος του που δεν συνεννοήθηκε. Αλλά ο εκ των υστέρων εναγκαλισμός του εθνικισμού εκ μέρους τους τι δείχνει; Η μόνη απάντηση που θα εισέπραττε θα ήταν «άσ’ το, μη θέτεις τέτοιο ζήτημα τώρα, το ακροατήριό μας δεν το σηκώνει». Το δεύτερο επιχείρημα είναι της «στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ», προερχόμενο από το ΚΙΝ.ΑΛΛ.
Δεν σχολιάζω τον μικρομεγαλισμό αυτού του φθίνοντος κόμματος. Συγκροτεί όμως πολιτική ευθύνη να θέτεις ένα ζήτημα του εσωτερικού πολιτικού παιχνιδιού πάνω από τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας; Μένει το τρίτο επιχείρημα: η κυβέρνηση, αφού την έκανε τη συμφωνία, θα την περάσει έστω και με πλειοψηφία επί των παρόντων, δηλαδή με κάτω από 150 ψήφους. Αρα και ο σκύλος χορτάτος και η πίτα άθικτη. Αφενός η συμφωνία θα περάσει και άρα δεν θα χρεωθούμε εμείς (δηλαδή η τωρινή αντιπολίτευση) την άρνηση, αφετέρου θα βγούμε να καταγγείλουμε την κυβέρνηση ότι περνάει με μειοψηφία, άρα πραξικοπηματικά, μια προδοτική συμφωνία. Η τέλεια παγίδα!
Αν τα δύο προηγούμενα επιχειρήματα ανήκουν στο καρναβάλι, κατανοητό και ώς ένα σημείο αναμενόμενο στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι, το τελευταίο επιχείρημα αποτελεί απλώς εκβιασμό. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα είναι πολλοί όσοι αποφασίσουν να αυτοκτονήσουν, πολιτικά και ηθικά, στα παγωμένα νερά των Πρεσπών.
Ο Αντώνης Λιάκος είναι Iστορικός, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών