Αν κάποιος επιχειρούσε να αναλύσει την ελληνική πραγματικότητα στην παρούσα συγκυρία, θα βρισκόταν μπροστά στο εξής παράδοξο: αυτοί που κατηγορούν τα κυβερνητικά κόμματα, και ιδίως τον ΣΥΡΙΖΑ, ότι επιδιώκουν την ακραία πολιτική πόλωση, είναι ακριβώς εκείνοι που καλλιεργούν με κάθε μέσο και σε κάθε ευκαιρία την πολωτική πολιτική. Μια ματιά στον επίσημο λόγο τής αξιωματικής αντιπολίτευσης και το λόγο των μέσων που τη στηρίζουν καθημερινά, αρκεί για να μας πείσει. Οι χαρακτηρισμοί ψεύτες, απατεώνες, κλέφτες, ανίκανοι, επικίνδυνοι, προδότες, εθνικοί μειοδότες βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.
Δεν υπάρχει αντίφαση
Δεν πρόκειται, βέβαια, για κάποια αντίφαση. Διαμορφώνουν το κατάλληλο κλίμα, ώστε να υπάρξει πόλωση στο εκλογικό και στο κοινωνικό σώμα, χωρίς, όμως, να χρεωθούν την ευθύνη γι΄ αυτή την κατάσταση. Γιατί, αφενός, θέλουν να εξασφαλίσουν τα οφέλη της πόλωσης, δηλαδή τη διατήρηση της ήδη υψηλής συσπείρωσης, αφετέρου, να μην ορθώσουν τείχη για ενδεχόμενες νέες προσχωρήσεις από πιο μετριοπαθείς «δεξαμενές», αφού την ευθύνη για την πόλωση ελπίζουν να τη φορτώσουν στον αντίπαλο.
Έτσι μπορεί να εξηγηθούν οι όλο και πιο «εκρηκτικές» εμφανίσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Εμφανίσεις που δεν ταιριάζουν με το υποτιθέμενο κεντροδεξιό προφίλ που διεκδικεί. Το ότι πρόκειται για μια «γενική γραμμή», μπορούμε να το αντιληφθούμε και από τη στάση που τηρήθηκε πρόσφατα με αφορμή το τρομοκρατικό χτύπημα στις εγκαταστάσεις του συγκροτήματος Αλαφούζου (Σκάι, Καθημερινή κ.λπ.). Ενώ η αυθόρμητη καταδίκη ήταν καθολική από την πρώτη στιγμή, τόσο οι πρώτες όσο και οι δεύτερες φωνές τής αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν έχασαν την ευκαιρία να επιρρίψουν όχι την πολιτική, αλλά και την ποινική ευθύνη (αυτό σημαίνει «ηθική αυτουργία») στην κυβέρνηση. Και τη στιγμή που διαμορφωνόταν κλίμα άρσης τού λεγόμενου «εμπάργκο» τόσο του ΣΥΡΙΖΑ για τον Σκάι όσο και της ΝΔ για την ΕΡΤ (παρότι πρόκειται για ανόμοιες περιπτώσεις), ήρθε ως αποκορύφωμα η (εν τη αφελεία της;) αποκαλυπτική τών διαθέσεων ανακοίνωση της ιδιοκτησίας του συγκροτήματος, που μιλάει για «ηθική αυτουργία» τής κυβέρνησης, για να ανακόψει κάθε προσπάθεια ύφεσης και να επαναφέρει το καλλιεργημένο ήδη κλίμα πόλωσης.
Ποιον ευνοεί η πόλωση
Δεν πρόκειται περί εσφαλμένης εκτίμησης. Σωστά υποθέτουν ότι το πολωτικό κλίμα μπορεί να τους ευνοήσει. Για προφανείς λόγους.
Πρώτον, όταν οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν συσπείρωση της τάξης του 85%, αναμενόμενο είναι να θέλεις να περιχαρακώσεις αυστηρά το πλεονέκτημα (αν θεωρηθεί απόλυτο πλεονέκτημα) του πόλου σου, ακόμα κι αν είναι υπαρκτός ο κίνδυνος η περιχαράκωση να υψώσει, τελικά, τείχη αδιαπέραστα.
Δεύτερον, όταν ο κύριος πολιτικός αντίπαλος έχει συσπείρωση της τάξης του 55%, η οποία μάλιστα τείνει να ενισχύεται, αναμενόμενο είναι να επιδιώξεις με την πόλωση να ανακόψεις τις τάσεις επανόδου στον άλλο πόλο ψηφοφόρων που ακόμα το σκέφτονται.
Τρίτον, όταν το περιεχόμενο της πολιτικής πρότασής σου δεν είναι ελκυστικό για τα πιο αδύναμα στρώματα, αλλά είναι προσανατολισμένο στην εξυπηρέτηση των αναγκών τών «από πάνω» (τόσο σχετικά όσο και απόλυτα), ο μόνος τρόπος να θολώσεις την κρίση των αμφιταλαντευόμενων, είναι η καλλιέργεια της τεχνητής πόλωσης, που στηρίζεται κυρίως στο θυμικό. Από τη σκοπιά τους, λοιπόν, μια χαρά ενεργούν. Το θέμα είναι τι γίνεται με τους «απέναντι».
Με ποια μέσα αποκρούεται η επίθεση
Στην κυβερνητική πλευρά υπάρχουν δείγματα που δείχνουν ότι έχει εντοπιστεί το πρόβλημα. Στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό, πχ, ο πρωθυπουργός επισήμανε τη δηλωτική των προθέσεων της ηγεσίας τής ΝΔ διατύπωση του κ. Μητσοτάκη, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να ηττηθεί γι΄ αυτά που πιστεύει, όχι τόσο για όσα έχει κάνει. Και σωστά απάντησε ότι, αντίθετα, η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ θέλουν να ηττηθεί η ΝΔ όχι γι΄ αυτά που γενικώς πιστεύει, αλλά επί του πεδίου, γι΄ αυτά που έχει πράξει και γι΄ αυτά που προδιαγράφει το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμά της ότι θα πράξει. Επίσης, επισήμανε κάτι πολύ σημαντικό για τη μετά τη λήξη του μνημονιακού προγράμαμτος περίοδο: ότι οι πολίτες πια θα κρίνουν τα κόμματα με βάση τα πολιτικά τους προγράμματα, όσο κι αν αυτά ακόμη υπόκεινται σε περιορισμούς, γιατί από αυτά, από το χαρακτήρα τους, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά τους, την πειστικότητα και την εμπιστοσύνη που εμπνέουν ή δεν εμπνέουν, θα εξαρτάται η ελκτική δύναμη των κομμάτων και όχι από τις κορόνες των αρχηγών και των υπαρχηγών.
Δυστυχώς, αυτές οι επισημάνσεις ή βρίσκονται ακόμα σε πρώιμο στάδιο (και ο χρόνος δεν είναι απεριόριστος…) ή δεν έχουν εμπεδωθεί, ώστε να αντανακλώνται σε κάθε βήμα, σε κάθε έκφραση της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και της προγραμματικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ και των εξειδικεύσεών της εν όψει των (πολλαπλών) εκλογικών αναμετρήσεων. Η χειρότερη εκδοχή θα ήταν, αν αυτές οι επισημάνσεις δεν είναι ήδη κοινό κτήμα και υπάρχουν ακόμα αμφιβολίες για το κατά πόσο μια κάποια πόλωση θα παρουσίαζε κάποιο ενδιαφέρον.
Η μάχη των προγραμμάτων
Θα μπορούσαμε να το συζητήσουμε ακόμα και σε χρησιμοθηρική βάση, αν τα πράγματα δεν ήταν τόσο σαφή, ώστε να μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι το δυνατό χαρτί για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το πολωτικό κλίμα. Αυτό που ο αντίπαλος, εκ του αντιθέτου, το έχει αντιληφθεί, καιρός είναι να το αντιληφθούν και οι φίλιες δυνάμεις: η ενίσχυση του αριστερού, του κοινωνικού, του αλληλέγγυου, του δημοκρατικού, του ανοιχτού στα ζητήματα των κοινωνικών και προσωπικών δικαιωμάτων προφίλ δεν προϋποθέτει τακτική πόλωσης. Η διακριτότητα του αριστερού λόγου και της απόδειξής της στην πράξη, δεν συνεπάγεται περιχαράκωση, αντίθετα έχει ανάγκη να εξασφαλίσει τη διεισδυτικότητα σε όμορους χώρους και να καλλιεργεί τη δυνατότητα επιρροής σ΄ αυτούς, με στόχο την ενίσχυση της συσπείρωσης και την αποτροπή διαρροών προς τα δεξιά.
Αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά με την ανάδειξη της διακριτότητας των προγραμμάτων. Η ΝΔ έχει ένα μειονέκτημα σ΄ αυτό το πεδίο: το νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα των προτάσεών της και τη νεοδεξιά παρέκκλισή της τόσο στον ιδεολογικό όσο και στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως πολιτική δύναμη που άσκησε κυβερνητική εξουσία, έχει ένα κοινωνικό και δημοκρατικό δείγμα γραφής. Και μπορεί να επιδείξει ένα αντίστοιχο πολιτικό σχέδιο για τη νέα περίοδο, στο οποίο μπορούν να αναγνωρίσουν τις προσδοκίες τους όσοι θα πείθονται ότι δεν πρόκειται να αφήσουμε πίσω τα μνημόνια, φέρνοντας ξανά αυτούς που τα πίστεψαν βαθιά και θέλουν να συνεχίσουν την πολιτική τής υφεσιακής λιτότητας και του νεοφιλελεύθερου δόγματος.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή