Macro

Δεκέμβρης 2008: Από τη δολοφονία στην εξέγερση

Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολόπουλου Δεκέμβρης 2008. Ανάλυση και Ερμηνεία, Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2016

Τα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου δεν ήταν γραμμένα στα άστρα. Δεν ακολούθησαν το ένα το άλλο με τρόπο αναπόδραστο. Η εξέγερση δεν είναι το φυσικό ή λογικό επακόλουθο μιας δολοφονίας στο κέντρο της Αθήνας. Δεν ήταν η πρώτη άλλωστε. Το θέμα είναι ποιος σκότωσε ποιόν, που, με ποιόν τρόπο, για πιο λόγο και αν υπήρχαν μάρτυρες. Ένας 15χρονος νέος δολοφονήθηκε από αστυνομικό, στα Εξάρχεια, χωρίς σημαντικό λόγο, μπροστά σε μάρτυρες. Κάθε λέξη της παραπάνω πρότασης έχει το δικό της φορτίο. Εάν έλειπε έστω και μία μπορεί να μην μιλούσαμε σήμερα για την εξέγερση του Δεκέμβρη. Ολόκληρη η πρόταση συνιστά φορτίο που είναι δύσκολο να το αντέξουν όσοι το μάθαιναν. Το γεγονός δεν ήταν μία αφορμή που ξεχάστηκε στη συνέχεια. (Γι αυτό μέχρι το τέλος των γεγονότων δεν έχασε την αποδεικτική και, ως εκ τούτου, τη νομιμοποιητική και προωθητική του δύναμη. Γι αυτό και η κυβέρνηση δεν ένιωσε άνετα με το Συμβάν παρά μόνο μετά τις ένοπλες επιθέσεις σε αστυνομικούς και τον συμψηφισμό που επιχείρησε να κάνει). Ανεξάρτητα από το αν μπορούμε να του αποδώσουμε το χαρακτηρισμό του Συμβάντος έτσι όπως το εννοεί ο Μπαντιού (Γαλανόπουλος κα 2008), πρόκειται σίγουρα για ένα, όπως συχνά αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία, καταλυτικό γεγονός με συνεπακόλουθα «αιφνιδίως επιβεβλημένα αιτήματα» (Walsh and Warland 1983). «Φτάνει πια», «το ποτήρι ξεχείλισε», ήταν οι χαρακτηριστικές φράσεις που χρησιμοποιούνταν από εκείνους/ες που επρόκειτο να λάβουν μέρος στις κινητοποιήσεις που ακολούθησαν. «Το ποτήρι ξεχείλισε» σημαίνει ότι το ποτήρι ήταν γεμάτο και «η σφαίρα που ξεχείλισε το ποτήρι» συνιστούσε μια «κατασταλτική απειλή» που επικαιροποιούσε όλες τις «τρέχουσες απειλές» (Goldstone and Tilly 2001:184-5) που βίωναν οι πολίτες.

Η απειλή στρεφόταν από έναν ήδη απονομιμοποιημένο και εμφανή σε όλους τους κινηματικούς δρώντες στόχο, το κράτος, σε μια πολυπληθή κοινωνική ομάδα με συσσωρευμένα προβλήματα, τη νεολαία, και στην εξωκοινοβουλευτική (τουλάχιστον) Αριστερά της οποίας με εγκληματικό τρόπο, θυμίζω, παραβίασε το “άβατο”. Φυσικά η απειλή αυτή δεν είχε αντικειμενικό χαρακτήρα ούτε οι ταυτίσεις έγιναν αυτόματα. Εκλήφθηκε ως τέτοια όμως, όπως φαίνεται από τον πολιτικό λόγο που εξέπεμψαν οι οργανωμένες τουλάχιστον συλλογικότητες που συμμετείχαν στην εξέγερση μέσω των ανακοινώσεων, των φυλλαδίων που διακίνησαν, των συνθημάτων στο δρόμο και στους τοίχους. Συγκεκριμένα, οι ερμηνευτικές πλαισιώσεις (Snow et al. 1986, Snow and Benford 1988) που αναπτύχθηκαν από τις οργανωμένες συνιστώσες της εξέγερσης συνέδεαν, γεφύρωναν (Snow et al. 1986) τη δολοφονία του 15χρονου νέου με το πολιτικό, το οικονομικό και το εκπαιδευτικό πλαίσιο των τελευταίων πολλών χρόνων που συγκροτούσε την τρέχουσα απειλή4.

Είναι σαφές ότι, αν οι κινητοποιούμενοι δεν μοιράζονταν κοινές ή συμβατές ερμηνευτικές πλαισιώσεις σχετικά με το ποιος φταίει και τι πρέπει να γίνει, εάν δεν ενεργοποιούνταν η δημοκρατική ταυτότητα και δεν διαμορφωνόταν μια κατηγορία, μια συμμαχική δομή, τα γεγονότα δεν θα είχαν πάρει την τροπή που πήραν. Τι είναι όμως αυτό που ξύπνησε ό,τι βρισκόταν εν υπνώσει; Tίποτε άλλο από τα συναισθήματα που γεννήθηκαν από την είδηση της δολοφονίας του νεαρού Γρηγορόπουλου. Άλλωστε, “η σημασία των αθώων θυμάτων” είναι ευρέως καταγεγραμμένη ως προς την ικανότητά της να κινητοποιεί ευρεία υποστήριξη σε κινητοποιήσεις (Collins 2001:32-33). Είναι σαφές ότι δεν υπάρχει απόδοση απειλής (McAdam et al. 2001) χωρίς οργή. Σκέψεις και συναισθήματα συνδιαμορφώνονται (Flam 2005b:19), στόχος των γνωστικών σχημάτων είναι να προσανατολίσουν σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις τη συναισθηματική ενέργεια που εκλύεται (Eyerman 2005:45), ενώ οι ταυτότητες απακτούν δύναμη εξαιτίας των συναισθημάτων που τις συνοδεύουν (Goodwin et al. 2001:9). Τα συναισθήματα που επικράτησαν στην “κινηματική κοινότητα” (Staggenborg 1998) στο άκουσμα της δολοφονίας ήταν οργή και μίσος απέναντι στην αστυνομία και, κατ’ επέκταση, στο κράτος. Οι κινηματίες προσπάθησαν, ως συνήθως, να δημιουργήσουν/ενισχύσουν το θυμό και την αγανάκτιση της κοινής γνώμης. Αυτή η τελευταία, βέβαια, σε κατάσταση “ηθικού σοκ” (Jasper 1997) δε χρειάστηκε παρότρυνση από τους κινηματίες, καθώς “το κράτος που υποτίθεται ότι υπερασπίζεται το νόμο και την τάξη, προβαίνοντας σε αδικαιολόγητη βία, έκανε τη δουλειά γι αυτούς” (Flam 2005b:33). Ωστόσο, η κινηματική κοινότητα επιδόθηκε σε συστηματική προσπάθεια ενίσχυσης της “συναισθηματικής αναπλαισίωσης της πραγματικότητας” (Flam 2005a:12) χρησιμοποιώντας σοκαριστικές πληροφορίες, μαρτυρίες και εικόνες, σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει κινηματική δυναμική. Η δυναμική είναι βασικά συναισθηματική και έντονα χρονικά προσδιορισμένη, καθώς τα συναισθήματα που δημιουργούνται από δραματικά γεγονότα είναι συσσωρευμένα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα ολίγων ημερών (Collins 2001:32). Με άλλα λόγια, οι κινηματίες είχαν πιάσει το timing.

Ωστόσο η απόδοση απειλής δεν λαμβάνει χώρα αυτόματα ούτε οδηγεί αυτόματα σε συλλογική δράση. Οι συγκρούσεις όμως άρχισαν λίγα λεπτά μετά τη δολοφονία στην περιοχή των Εξαρχείων ύστερα από την ενεργοποίηση μιας σειράς μηχανισμών. Η δολοφονία, όπως προανέφερα, έλαβε χώρα στα Εξάρχεια, μια περιοχή που θεωρείται “άβατο” για τις δυνάμεις καταστολής, όπου υπάρχουν συμπαγή δίκτυα της Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου που βρίσκονται διαρκώς σε αγωνιστική ετοιμότητα. Πρόκειται δηλαδή για μια κλασική “κινηματική περιοχή” (Melucci 1984). Oι νέες τεχνολογίες επίσης (κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικά μηνύματα, indymedia) έπαιξαν καθοριστικό ρόλο αφενός στη διακρίβωση της δολοφονίας και στη γρήγορη διάχυση της πληροφορίας και αφετέρου στη συγκρότηση συγκέντρωσης μέσα σε λίγη ώρα στα Εξάρχεια. Η ενεργοποίηση των τοπικών δικτύων (Tilly 2003) και η διαμεσολάβηση μεταξύ ασύνδετων μέχρι τότε ατόμων (McAdam et al. 2001) χάρη στις νέες τεχνολογίες οδήγησε σε αυτό που ο Tilly (2003) ονομάζει κλιμάκωση στη βάση της δικτύωσης.

Οι ίδιες οι έννοιες ωστόσο της ενεργοποίησης των τοπικών δικτύων, της διαμεσολάβησης μεταξύ μέχρι τότε ασύνδετων ατόμων και τόπων, της διάχυσης και της κλιμάκωσης στη βάση της δικτύωσης ενέχουν μία χωρική διάσταση. Η μελέτη της σχέσης του χώρου με την κινηματική δράση είναι πλέον μέρος της κλασικής ερευνητικής ατζέντας (Sewell 2001, Tilly 2000, Martin and Miller 2003, Nicholls et al. 2013), ενώ οι πόλεις έχουν συνδεθεί τόσο με την ανάπτυξη της κινηματικής δράσης (Nicholls 2008, Miller and Nicholls 2013) όσο και με το ξέσπασμα εξεγέρσεων (Hobsbawm 2008). Τόσο τα χαρακτηριστικά των Εξαρχείων όσο και τα χαρακτηριστικά της ίδιας της πρωτεύουσας θα πρέπει να θεωρούνται αυτό που οι McAdam, Tarrow και Tilly ονομάζουν ευνοϊκοί περιβαλλοντικοί παράγοντες (2001). Η Αθήνα ως μητροπολιτικό κέντρο συγκεντρώνει τα πιο δυναμικά στρώματα της κοινωνίας, μεγάλες ανισότητες αποτυπωμένες στο χώρο, μεγάλα προβλήματα και ευκαιρίες, ενώ διαθέτει κεντρομόλο πολεοδομική συγκρότηση και αστικές συγκοινωνίες, γεγονός που διευκολύνει τις κινηματικές εκρήξεις (Παπανικολόπουλος 2013, 2015).

Ο ρόλος των Εξαρχείων στα γεγονότα του Δεκέμβρη έχει τονιστεί αρκετά μέχρι τώρα (Παπανικολόπουλος 2009, Kanellopoulos 2012, Kotronaki and Seferiades 2012). Ωστόσο καλό θα ήταν να προσδιορίσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τη σημασία των Εξαρχείων, αποφεύγοντας παρανοήσεις σαν αυτές που θέλουν όσους συγκρούστηκαν πρώτοι με τις δυνάμεις καταστολής να είναι τοπικοί ακτιβιστές των Εξαρχείων γαλουχημένοι σε τοπικές μάχες, οι οποίοι συνασπίστηκαν με εθνικές κινηματικές οργανώσεις για να αντισταθούν στην αστυνομική καταπίεση και να προστατέψουν τον χώρο τους (Arampatzi και Nicholls 2012:2605-6). Τα Εξάρχεια δεν είναι μια γειτονιά με τοπικούς ακτιβιστές, είναι μια «κινηματική περιοχή» (Melucci 1984) όπου συγκεντρώνονται σημαντικοί οργανωτικοί και συμβολικοί πόροι προς χάριν ολόκληρης της ελληνικής αριστερής και αναρχικής «κινηματικής κοινότητας» (Staggenborg 1998). Είναι ο χώρος που επιμελώς παρήγαγε μεταπολεμικά η ελληνική κινηματική κοινότητα και που με τη σειρά του βοηθά στην (ανα)παραγωγή της ίδιας. «Επειδή ορισμένα μέρη μέσα σε ένα δικτυωμένο χώρο είναι πιο ισχυρά από άλλα με όρους υλικής και συμβολικής δύναμης γίνονται κατασκευαστικές και καθοδηγητικές δυνάμεις μέσα στο ευρύτερο κινηματικό δίκτυο» (Nicholls et al. 2013:12). Είναι δε τόσο συνδεδεμένη η ελληνική κινηματική κοινότητα με αυτό το χώρο, τουλάχιστον στην Αθήνα, ώστε οι συμμετέχοντες σε αυτή την κοινότητα θεωρούν ότι ανήκουν στο «χώρο» (αυτή είναι η λέξη που χρησιμοποιούν όταν μιλούν μεταξύ τους). Πρόκειται για ένα «ασφαλές μέρος» (Tilly 2000), που κρατά μακριά την εξουσία και κοντά τους κινηματίες, ή, για να το πω πιο αναλυτικά, για ένα «διακινηματικό ελεύθερο χώρο» (Polletta 1999) γεμάτο τόσο «ενδογενείς» όσο και «προεικονιστικούς ελεύθερους χώρους» (στο ίδιο), στέκια, καφενεία, οργανώσεις, δομές αλληλεγγύης, καταλήψεις κλπ. Σε αυτούς τους «ελεύθερους χώρους», όπου (ανα)παράγονται τόσο αντιπολιτευτικές ερμηνευτικές και αξιακές πλαισιώσεις όσο και μια κουλτούρα αντίστασης, δεν μπορεί παρά να συμπεριλαμβάνονται και οι πανεπιστημιακές σχολές του Πανεπιστημίου Αθηνών, του Πολυτεχνείου και της ΑΣΟΕΕ, που περιστοιχίζουν τα Εξάρχεια και προσφέρουν «άσυλο» στους κινητοποιούμενους, όταν αυτοί το χρειάζονται. Για την ακρίβεια, η δυνατότητα καταφυγής στα πανεπιστημιακά κτίρια έχει μια σαφή σχέση με τα βίαια κινηματικά ξεσπάσματα των τελευταίων δεκαετιών στο κέντρο της Αθήνας (Andronikidou 2012:11).

Η άμεση κινητοποίηση όμως δεν συνεπάγεται αυτόματα και τις βίαιες συγκρούσεις που ακολούθησαν παρόλη την οργή των συγκεντρωμένων για το νωπό γεγονός. Τι είναι λοιπόν αυτό που τις προξένησε; Είναι η κάθοδος των ΜΑΤ στην πλατεία Εξαρχείων, η ενεργοποίηση δηλαδή των εξαρτημένων αντανακλαστικών των δυνάμεων καταστολής7, η ενεργοποίηση της κυρίαρχης στρατηγικής του κράτους όσον αφορά στην αντιμετώπιση ανάλογων κινητοποιήσεων. Πόλωση, ενεργοποίηση διαχωριστικής γραμμής και αντιπαραθετική διάθεση ακολούθησαν αυτήν την ενέργεια, ενώ η αβεβαιότητα για τις προθέσεις της άλλης πλευράς και τα αλλεπάλληλα σινιάλα μεταξύ των δύο πλευρών (Tilly 2003) οδήγησε στη ριζοσπαστικοποίηση (McAdam et al. 2001) των συγκεντρωμένων. Οι πρώτες λοιπόν συγκρούσεις δεν υπήρξαν αποτέλεσμα κάποιου οργανωμένου σχεδίου, αλλά αιτιωδών μηχανισμών, όπως ενεργοποίηση διαχωριστικής γραμμής, αντιπαραθετική διάθεση, ενεργοποίηση των τοπικών δικτύων, διαμεσολάβηση μεταξύ ασύνδετων μέχρι τότε ατόμων, κλιμάκωση στη βάση της δικτύωσης, αβεβαιότητα για τις προθέσεις της αντίπαλης πλευράς, σινιάλα μεταξύ των δρώντων, και διαδικασιών όπως πόλωση, κινητοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση. Το σώμα που δημιουργήθηκε από την αντιπαράθεση με τις δυνάμεις της τάξης προέβη σε διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας. Χάρη στη διαμεσολάβηση μεταξύ ασύνδετων δρώντων και τη διάχυση της πληροφορίας και της ερμηνευτικής πλαισίωσης του γεγονότος που προσέφεραν οι νέες τεχνολογίες, έγινε δυνατό άτομα και συλλογικότητες σε όλη την Ελλάδα που μοιράζονταν όμοια κοινωνικοπολιτική θέση και αιτήματα να ενεργήσουν αλληλέγγυα και με συνάφεια προς την αρχική κινητοποίηση στο κέντρο της Αθήνας. Η διάχυση των συγκρούσεων που προέκυψε από αυτή τη συντονισμένη δράση προσδιόρισε μια ανοδική αλλαγή κλίμακας.

Κρίσιμη τις πρώτες αυτές στιγμές ήταν η συνεισφορά των νέων τεχνολογιών, όχι μόνο όσον αφορά στην οργάνωση των κινητοποιήσεων, αλλά πρωτίστως στην ενημέρωση, καθώς προώθησε μια ερμηνευτική πλαισίωση των γεγονότων ανταγωνιστική προς αυτή των παραδοσιακών ΜΜΕ, που αρχικά πρόβαλαν μια εκδοχή των γεγονότων πιο ευνοϊκή για την αστυνομία.

Την επόμενη μέρα ακολούθησε γενική αποδοκιμασία από πολιτικά κόμματα και δελτία ειδήσεων που συνέβαλε στην περαιτέρω απονομιμοποίηση της κυβέρνησης και των δυνάμεων της τάξης, ενώ συγκροτήθηκε διαδήλωση διαμαρτυρίας στο κέντρο Αθήνας. Η απόδοση απειλής που επιτεύχθηκε χάρη στη γεφύρωση του γεγονότος της δολοφονίας με τα τρέχοντα οικονομικά, πολιτικά, εκπαιδευτικά και λοιπά προβλήματα, η ενεργοποίηση της διαχωριστικής γραμμής και η αντιπαράθεση με την κυβέρνηση στη βάση της παραπάνω απειλής, που ενισχυόταν μάλιστα από την ενεργοποίηση των σχετικών ιστοριών και σχέσεων (Tilly 2003), καθώς και η συνεχιζόμενη διαμεσολάβηση μεταξύ ασύνδετων ατόμων, συλλογικοτήτων και διεκδικητικών τόπων που τους συνέδεε πιο στενά, οδηγούσε στη δημιουργία μιας συμμαχίας και προοδευτικά μιας κατηγορίας. Από την ενεργοποίηση των παραπάνω μηχανισμών προέκυψε πόλωση που προμήνυε εκτεταμένη σύγκρουση.

Στην Αθήνα συγκροτήθηκε ογκώδης διαδήλωση με πάνω από 10.000 άτομα. “Στο δρόμο, στο δρόμο, να σπάσουμε τον τρόμο” φώναζαν οι διαδηλωτές. “Να πέσει η κυβέρνηση των δολοφόνων” ήταν το κύριο προγραμματικό αίτημα. Η παρουσία των δυνάμεων καταστολής και των αναρχικών ήταν έντονη γεγονός που αύξανε την αβεβαιότητα μεταξύ της διαχωριστικής γραμμής. Η αντιπαραθετική διάθεση που αναπτύχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας μεταξύ διαδηλωτών και δυνάμεων καταστολής εξέθρεψε ένα σπιράλ βίας που είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή ενός ολόκληρου εμπορικού δρόμου και την παρεμπόδιση της πορείας να φτάσει στον προορισμό της (ΓΑΔΑ). Κρίσιμο στοιχείο για την εξέλιξη των γεγονότων ήταν η απροθυμία ή η ανικανότητα των ΜΑΤ να διαχωρίσουν τους “ειρηνικούς” από τους “βίαιους” διαδηλωτές με άμεσα αποτελέσματα την περεταίρω απονομιμοποίηση των δυνάμεων της τάξης και την περεταίρω ριζοσπαστικοποίηση του συνόλου των διαδηλωτών. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, λειτούργησε το “παράδοξο της καταστολής” (Tarrow 1998). Αντί, ανεβάζοντας το κόστος συμμετοχής στις κινητοποιήσεις, να οδηγήσει σε κινηματική ύφεση, η καταστολή οδηγούσε σε ριζοσπαστικοποίηση. “Δεν μας φοβίζουν, μας εξοργίζουν”, ανέφεραν συχνά στις ανακοινώσεις τους οι οργανωμένες συνιστώσες. Για την ακρίβεια, η ίδια η απειλή καταστολής των κινητοποιήσεων συνιστούσε και/ή υποδήλωνε το μέγεθος της τρέχουσας απειλής. Την ίδια μέρα στην υπόλοιπη Ελλάδα σημειώθηκαν περισσότερες κινητοποιήσεις σε σχέση με την προηγούμενη (18), συγκρούσεις με την αστυνομία σε πολλές από αυτές (7) και εκτεταμένες φθορές στο 1/3 των περιπτώσεων.

Δημήτρης Παπανικολόπουλος

 

Βιβλιογραφία

Andronikidou A., “Cultures of protest in Greece”, Paper presented in the 62nd Annual Conference of the Political Studies Association in Belfast, Northern Ireland, 3-5 April 2012

Arampatzi A. and Nicholls W., “The urban roots of anti-neoliberal social movements: the case of Athens, Greece”, Environment and Planning A, vol. 44:2591-2610, 2012

Collins R., “Social movements and the focus of emotional attention”, in Goodwin J., Jasper J.M. and Poletta F. (eds.), Passionate politics. Emotions and social movements, University of Chicago Press, 27-57, 2001

Eyerman R., “How social movements move. Emotions and social movements”, in Flam H. and King D. (eds.), Emotions and social movements, Routledge, 41-56, 2005

Flam H., “Introduction”, in Flam H. and King D. (eds.), Emotions and social movements, Routledge, 1-18, 2005a

Flam H., “Emotions’ map. A research agenda”, in Flam H. and King D. (eds.), Emotions and social movements, Routledge, 19-40, 2005b

Goldstone J. and Tilly Ch., “Threat (and opportunity): Popular action and state response in the dynamics of contentious action”, στο Aminzade R., Goldstone J., Mc Adam D., Perry E., Sewell W., Tarrow S., Tilly Ch., Silence and voice in the study of contentious politics, CUP, 2001

Goodwin J., Jasper J.M. and Poletta F., “Introduction: Why emotions matter”, in Goodwin J., Jasper J.M. and Poletta F. (eds.), Passionate politics. Emotiona and social movements, University of Chicago Press, 1-26, 2001

Kanellopoulos K., “The accidental eruption of an anarchist protest”, in Seferiades S., Johnston H. (eds.), Violent protest, contentious politics, and the neoliberal state, Ashgate, 2012

Kotronaki L. and Seferiades S., “Along the pathways of rage: The space-time of an uprising”, in Seferiades S., Johnston H. (eds.), Violent protest, contentious politics, and the neoliberal state, Ashgate, 2012

Martin D. and Miller B., “Space and contentiouw politics”, Mobilization, vol. 8 (2):143-156, 2003

McAdam D., Tarrow S., and Tilly Ch., Dynamics of Contention, CUP, 2001

Melucci A. (ed.), Altri codici, Bologna: il Mulino, 1984

Nicholls W., Beaumont J., Miller B., Spaces of contention. Spatialities and social movements, Ashgate, 2013

Sewell W.H. Jr., “Space in Contentious Politics.” in Aminzade R., Goldstone J., McAdamD., Perry E., Sewell W.H. Jr., Tarrow S., and Ch. Tilly (eds.), Silence and Voice in the study of contentious politics, Cambridge University Press, 51-89, 2001

Snow D. and Benford R., “Ideology, frame resonance, and participant mobilization”, International social movement research, vol.1, 1988

Snow D., Burke Rochford E. Jr, Worden S. and Benford R., “Frame alignement processes, Micromobilization, and Movement participation”, American Sociological Review, vol. 51, 1986

Staggenborg S., “Social movement communities and cycles of protest: The emergence and maintenance of a local women’s movement”, Social Problems, vol. 45:180-204, 1998

Tilly Ch., “Spaces of contention”, Mobilization, vol. 5 (2):135-159, 2000

Tilly Ch., The politics of collective violence, CUP, 2003

Tarrow S., Power in movement, CUP, 1998

Walsh E. and Warland R., “Social movement involvement in the wake of a nuclear accident: Activists and free riders in the TMI area”, American Sociological Review, vol. 48: 764-80

Γαλανόπουλος Κώστας, Καράμπελας Γιώργος, Μανιάτης Γιάννης, Πατέλης Νίκος, Στανγκανέλλης Πέτρος-Ιωσήφ, Τάκου Ελένη και Τσάμπουρας Κώστας, “Συμβάντα και Τέρατα”, Αυγή, 21/12/2008

Παπανικολόπουλος Δ., “‘Μας ρημάξατε τη ζωή, θα ρημάξουμε τα πάντα’: Οι αιτιώδεις μηχανισμοί πίσω από τα γεγονότα του Δεκέμβρη”, Εισήγηση στο Διεθνές Συνέδριο “Εξεγερσιακές Συλλογικές Δράσεις σε Συγκριτική Προοπτική”, που έγινε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στις 9-11 Δεκεμβρίου 2009

Παπανικολόπουλος Δ., Ο κύκλος διαμαρτυρίας του 1960. Συλλογική δράση και δημοκρατία στην προδικτατορική Ελλάδα, Νήσος, 2015

Πηγή: Η Αυγή