Τη συνέντευξη πήραν η Ιωάννα Δρόσου και ο Παύλος Κλαυδιανός
Παρά τα περί του αντιθέτου ρεπορτάζ, ο ελληνικός προϋπολογισμός φαίνεται να παίρνει το πράσινο φως από το Γιούρογκρουπ. Η μη περικοπή των συντάξεων αλλά και η θεσμοθέτηση των λελογισμένων -όπως τα χαρακτηρίζει η κυβέρνηση- μέτρων που ανακοινώθηκαν στη ΔΕΘ, από την αντιπολίτευση χαρακτηρίζονται ως παροχολογία». Πώς το σχολιάζεις;
Στις 12 Δεκεμβρίου θα εισαχθεί προς ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής ο προϋπολογισμός του 2019. Τελικά οι διαβεβαιώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ότι δεν θα ισχύσει ο νόμος για την περικοπή των συντάξεων, γίνονται πραγματικότητα. Και μαζί η νομοθέτηση των αντίμετρων, που εξαγγέλθηκαν στη ΔΕΘ, χωρίς να υπάρχουν επιπλέον μέτρα. Πρόκειται για μια μεγάλη επιτυχία της κυβέρνησης, που για να τελεσφορήσει, πάτησε στις επιδόσεις της οικονομίας, που αποτρέπουν την περικοπή των συντάξεων. Η ΝΔ, αυτή τη μεγάλη επιτυχία, την απαξιώνει χαρακτηρίζοντάς την ως παροχολογία. Ο χαρακτηρισμός αυτός, όμως, προδίδει εκτός της μικροψυχίας, που συναντάται στον προεκλογικό ανταγωνισμό, και κάτι πολύ σοβαρότερο. Αν η αποκατάσταση μιας αδικίας σε βάρος των συνταξιούχων, μετά από πολλές περικοπές που έχουν προηγηθεί στη διάρκεια των μνημονίων, χαρακτηρίζεται ως παροχολογία, υπάρχουν υπαρκτοί κίνδυνοι σε περίπτωση που στις εκλογές κερδίσει η ΝΔ. Ο βασικός κίνδυνος είναι η διαιώνιση της λιτότητας και της λεηλασίας των κοινωνικών δικαιωμάτων.Το γεγονός ότι η ΝΔ δεν παραδέχεται το τέλος των μνημονιακών προγραμμάτων, δεν έχει να κάνει μόνο με την μικροψυχία και την καταστροφολογία που διακρίνει την αντιπολιτευτική τακτική της, αλλά με την πολιτική που σχεδιάζει να εφαρμόσει σε περίπτωση ανάδειξής της ως κυβέρνησης. Τα μνημόνια ήταν η μεγάλη ευκαιρία για τη ΝΔ να υιοθετηθεί ο νεοφιλελευθερισμός και να σχεδιαστεί η συνέχιση της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης, της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας του κράτους και χωρίς μνημόνια. Αυτό είναι το πρόγραμμα της ΝΔ, με πρόσημο την ανάπτυξη. Η ΝΔ εκπροσωπεί και απολογείται στις οικονομικές ελίτ και όχι στην κοινωνία.
Σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας
Οι εξελίξεις μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας Τσίπρα-Ιερώνυμου είναι γνωστές. Ο διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας και η θρησκευτική ουδετερότητα είναι μια από τις συνεδριακές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Μπορούμε τελικά να φτάσουμε σε αυτό που εφαρμόζεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, εδώ και δεκαετίες;
Η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους και ο πλήρης διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας, όπως αυτά είχαν διατυπωθεί στις συνεδριακές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούσαν και αποτελούν για τη ριζοσπαστική Aριστερά καταστατικές αρχές, όπως αυτές απορρέουν από τις ιδεολογικές της καταβολές. Την προηγουμένη όμως περίοδο, μέσα στη δίνη των μνημονιακών πολιτικών και των αξιολογήσεων, θα πρέπει να παραδεχθούμε το γεγονός ότι καμιά κομματική πρωτοβουλία δεν είχε αναληφθεί για να προετοιμάσει την κοινωνία και να την εξοπλίσει με επιχειρήματα, ιδεολογικά και πολιτικά, για την υλοποίηση ενός τέτοιου ενδεχομένου. Η κοινωνία, από την πλευρά της, βουτηγμένη και αυτή μέσα στο πλήθος τον οικονομικών προβλημάτων που εισέπραττε από τη μνημονιακή λαίλαπα, δεν έδειξε να έχει κανέναν καημό να στρέψει την προσοχή της σε προβλήματα που αφορούσαν στον εκσυγχρονισμό του κοσμικού Κράτους. Έμενε, συνακόλουθα, στην κυβέρνηση η πρωτοβουλία να επιλέξει το πότε, το πώς και σε ποιο βαθμό θα προχωρούσε στην υλοποίηση της προγραμματικής της δέσμευσης. Πίστεψε λοιπόν πως η στιγμή της συνταγματικής αναθεώρησης ήταν η κατάλληλη να κάνει ένα βήμα προς την θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, για να μην αναδεικνύονται, στο μέλλον τουλάχιστον, προβλήματα συνταγματικής νομιμότητας, σαν αυτό που ανέδειξε η απόφαση του ΣτΕ, για τη διδασκαλία των θρησκευτικών στα σχολεία. Πιστεύω πως αυτή η ανάγκη την οδήγησε να φέρει στην επικαιρότητα κάποιες επεξεργασίες, που είχαν συντελεστεί την προηγούμενη περίοδο σε συνεργασία με τον Αρχιεπίσκοπο, στο χρονίζον πρόβλημα της εκκλησιαστικής περιουσίας, με στόχο να βάλει το ακανθώδες αυτό ζήτημα σε μία τροχιά αφενός, και, αφετέρου, να το εγγράψει στις θετικές πολιτικές πρωτοβουλίες που λαμβάνει, χωρίς να υποκύπτει στο πιθανό πολιτικό κόστος. Ας ελπίσουμε ότι η αντιπαράθεση που διεξάγεται γύρω από το ζήτημα, θα κερδίσει το ενδιαφέρον των πολιτών, ώστε να υπερασπιστούν, τουλάχιστον, αυτές τις λιγότερο τολμηρές αλλαγές που προτείνουμε. Όλα αυτά βέβαια τα συζητάμε στην Ελλάδα με καθυστέρηση πολλών δεκαετιών, αφού οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τα έχουν λύσει αυτά τα προβλήματα από τον 20ο ή και από τον 19ο αιώνα! Είχαν βέβαια διαφορετικές ιστορικές διαδρομές και διαφορετικούς όρους στη συγκρότηση του εθνικού κράτους. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι άλλοθι, γιατί οι διακριτοί ρόλοι κράτους και εκκλησίας αναβαθμίζουν την ποιότητα τόσο της δημοκρατίας, όσο και της θρησκευτικής πίστης.
Ευκαιρία για να γίνουν κατανοητές οι θεσμικές διαφορές
Έχει αρχίσει η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση. Κρίνεις πως η ΝΔ θα μείνει ως το τέλος στη συνταγματική αναθεώρηση;
Εκτιμώ ότι η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ θέλουν να σαμποτάρουν και να ακυρώσουν την κυβερνητική πρωτοβουλία. Το αν, όμως, θα παραμείνει η ΝΔ, αλλά και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, στη διαδικασία για τη συνταγματική αναθεώρηση που ξεκίνησε, νομίζω ότι θα εξαρτηθεί, σε μεγάλο βαθμό, από το ενδιαφέρον που θα προκαλέσει αυτή η διαδικασία. Είναι μεγάλη ευκαιρία να παρακολουθήσει η κοινωνία τη συζήτηση που θα διεξάγεται στη Βουλή για να καταλάβει και τις θεσμικές διαφορές των κομμάτων και, ταυτόχρονα, να οργανωθεί ένας δημόσιος διάλογος, που θα αναδεικνύει διαφορές και συμπτώσεις.
Ποιες είναι οι λογικές των συνταγματικών προτάσεων που έχουν κατατεθεί;
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις προτάσεις του, επιχειρεί να συνταγματοποιήσει την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων, τη διεύρυνση της δημοκρατίας, την αναβάθμιση του Κοινοβουλίου, τη λαϊκή συμμετοχή, την κατάργηση των προνομίων σε υπουργούς και βουλευτές σχετικά με την ποινική τους ευθύνη, τη δημιουργία θεσμικών αντίβαρων απέναντι σε μια τυχόν νέα περιπέτεια με επιβολή μνημονίων και ταυτόχρονα να κρατήσει άμυνα σε διατάξεις του Συντάγματος, που κινδυνεύουν να σαρωθούν από τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα, όπως το άρθρο 16. Αντίθετα, η ΝΔ, μέσα από τις προτάσεις της, επιχειρεί να συνταγματοποιήσει το νεοφιλελευθερισμό και να διαιωνίσει την ηγεμονική οικονομική πολιτική της ΕΕ, που τόσα δεινά έχει επιφέρει στους ευρωπαϊκούς λαούς, κρατώντας αμυντική επιθετικότητα σε διατάξεις που διευρύνουν τη δημοκρατία και κατοχυρώνουν την κοινωνική δικαιοσύνη. Η απάντησή μου δεν μπορεί να είναι αναλυτική λόγω χώρου, αλλά αξίζει τον κόπο να κάνουν όλα τα ΜΜΕ αφιερώματα στη συνταγματική αναθεώρηση και να καταγράψουν τις εξελίξεις από τις συνεδριάσεις της Επιτροπής, φιλοξενώντας, ταυτόχρονα, απόψεις που ενισχύουν το δημόσιο διάλογο και τη δημόσια δυναμική.
Ανιστόρητες αναγωγές στο βρώμικο 1989
Φαίνεται ότι οι αρχικοί σχεδιασμοί της κυβέρνησης που ψήφισε την απλή αναλογική ότι θα ανοίξει διαύλους συνεργασίας με τους χώρους του κέντρου, όχι μόνο δεν επιβεβαιώνονται αλλά όλο και περισσότερο αυξάνεται η αντιπαλότητα και η σύγκρουση. Ειδικά, η προφυλάκιση Παπαντωνίου και το άνοιγμα των λογαριασμών του Κ. Σημίτη αντιμετωπίζονται από το ΚΙΝΑΛ ως «σκανδαλολογία» και «επιχείρηση λάσπης». Συγχρόνως, βλέπουμε στην τοπική αυτοδιοίκηση να επιχειρούνται προγραμματικές συνεργασίες. Τι σημαίνουν όλα αυτά;
Ο άξονας της καταπολέμησης της διαφθοράς αποτελεί κεντρικό στοιχείο της πολιτικής της κυβέρνησης. Δεν μπορεί, επομένως, η κυβέρνηση να κλείσει τα μάτια σε υποθέσεις που διερευνά η δικαιοσύνη και να κατηγορηθεί για συνενοχή. Η σύμπτωση, πάντως, να ανοίγουν ταυτόχρονα τόσες υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται στελέχη του ΚΙΝΑΛ, δεν συνιστά πολιτικό σχέδιο, το οποίο μάλιστα καταστρώνεται από κοινού με τη δικαστική εξουσία, για να βλάψει πολιτικούς αντιπάλους ή εν δυνάμει πολιτικούς συμμάχους. Η θεωρία της πολιτικής σκευωρίας είναι πολύ προσφιλής άμυνα σε όλους τους ελεγχόμενους, ανεξάρτητα του είδους των υποθέσεων για τις οποίες ελέγχονται, αλλά και της πολιτικής προέλευσής τους. Να δηλώσω, όμως, για μια ακόμα φορά, ότι βασική μας θέση είναι πως η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής είναι η πιο ευτελής μέθοδος πολιτικού ανταγωνισμού. Να δηλώσω, ταυτόχρονα, ότι με την επικαιρότητα της συνταγματικής αναθεώρησης, η ισονομία πολιτικών και πολιτών, είναι στο επίκεντρο της πρότασή μας, αλλά και προτάσεων άλλων κομμάτων, έτσι ώστε να μην θέλουμε να εμπλακούμε σε συστάσεις προς τη δικαιοσύνη, ποιους να ελέγχει και ποιους να παραλείπει να ελέγχει. Όχι μόνο γιατί πιστεύουμε στην ανάγκη ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, αλλά και γιατί, ως γνωστόν, δεν ασκούμε καμία επιρροή στους λειτουργούς της. Προφανώς και η δικαστική έρευνα του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, πόλωσε περαιτέρω το κλίμα αντιπαράθεσης ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ. Η εχθρότητα, όμως, απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ είναι διαχρονική και έχει να κάνει κυρίως με την αδυναμία του ΠΑΣΟΚ, να διδαχθεί από την ήττα και την κρίση του. Έτσι, σήμερα, καταφεύγει σε ανιστόρητες αναγωγές στο βρώμικο 1989, σε εποχή που το ΠΑΣΟΚ, ήταν ένας από τους δυο ισχυρούς πόλους του δικομματισμού. Έχω την πεποίθηση ότι, προεκλογικά, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να αποτρέψουμε το ΚΙΝΑΛ από την προαναγγελθείσα κυβερνητική συμμαχία με τη ΝΔ. Αυτό που πρέπει να κάνουμε, είναι να κερδίσουμε στις εκλογές, ώστε να ανοίξει άλλη προοπτική για το μέλλον της χώρας, μετά τις εκλογές.