Συνεντεύξεις

Δημήτρης Χριστόπουλος: Είναι μια μάχη συμβόλων…

Τη συνέντευξη πήρε η Ιωάννα Δρόσου

Η ανακοίνωση της συμφωνίας προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις από την πλευρά του κλήρου, αλλά και από τα πολιτικά κόμματα. Πώς ερμηνεύεις τις αντιδράσεις αυτές;
Οι αντιδράσεις είναι απολύτως εύλογες –για την κάθε πλευρά και από τη σκοπιά της– και αναμενόμενες. Από τη συμφωνία προκύπτει η βούληση των δύο μερών οι κληρικοί να μη μισθοδοτούνται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών, όπως σήμερα. Δεν είναι όμως σαφές πώς θα ρυθμίσει μελλοντικά η Εκκλησία της Ελλάδας ως νομικό πρόσωπο τις εργασιακές της σχέσεις, εφόσον τελικά η συμφωνία υλοποιηθεί. Η πρώτη κατηγορία των αντιδράσεων αποδίδεται στην εν γένει εργασιακή ανασφάλεια που δημιουργεί η παύση της ιδιότητας του δημόσιου υπάλληλου και η δεύτερη κατηγορία αντιδράσεων προκύπτει από το φόβο ενός τμήματος του κλήρου απέναντι στη δεσποτοκρατία. Αυτά σε ό,τι αφορά τις αντιδράσεις εντός της Εκκλησίας. Ξαναλέω, απολύτως εύλογες – και, το λέω αυτό ενώ ταυτόχρονα πιστεύω ότι δεν μπορεί αυτές να είναι το βασικό κριτήριο αποτίμησης της συμφωνίας. Οι αντιδράσεις του πολιτικού κόσμου κινούνται στη σφαίρα της θλιβερής πεπατημένης της αντιπολίτευσης. Η Νέα Δημοκρατία, για παράδειγμα, όταν δημοσιοποιήθηκε η συμφωνία καθησύχασε το κοινό της ότι «ο Τσίπρας έρχεται στα λόγια μας», ενώ θα θυμάστε ότι ως τη στιγμή εκείνη το τέμπο το έδινε η ακροδεξιά πτέρυγα με διάφορα ευτράπελα του τύπου «θα καταργηθούν τα Χριστούγεννα και οι σταυροί»… Όταν όμως φάνηκε ότι ο Ιερώνυμος θα έχει δυσκολίες να περάσει τη συμφωνία στην Ιερά Σύνοδο, τότε ο πρόεδρος της ΝΔ βρήκε στο πρόσωπο τον κληρικών τους ιδανικούς δημόσιους υπάλληλους, παρουσιάζοντας τον Αρχιεπίσκοπο ως θύμα του πρωθυπουργού.

Μάχη συμβόλων

Από τη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση, αλλά και με τη συμφωνία μεταξύ Τσίπρα και Ιερώνυμου αναδείχθηκαν δύο έννοιες, που μοιάζουν αντιπαραθετικές: η «θρησκευτική ουδετερότητα» και η «επικρατούσα θρησκεία». Γίνεται να ισχύουν και τα δύο;
Έχει επανειλημμένως ειπωθεί –κι από μένα, κι από άλλους πιο επαΐοντες– ότι οι δύο έννοιες συνιστούν κατεξοχήν αντίφαση. Ο όρος «επικρατούσα θρησκεία» στο Σύνταγμά μας δεν αποτελεί πραγματολογική διαπίστωση, αλλά κανόνα. Το Σύνταγμα δεν κάνει απογραφή πόσοι είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, αλλά περιέχει κανόνες που ρυθμίζουν τη ηγεμονική θέση της Εκκλησίας στο δημόσιο βίο. Επομένως, και «επικρατούσα θρησκεία» και «θρησκευτική ουδετερότητα» δεν μπορεί να συνυπάρχουν χωρίς ακροβασίες. Σε κάθε περίπτωση, όπως έχω ξαναπεί, ούτε το Σύνταγμα, ούτε η Συμφωνία μπορούν από μόνα τους να αλλάξουν το καθεστώς της πολλαπλά επιβαλλόμενης θρησκείας αν δεν συνοδευθούν με αλλαγές στην έννομη τάξη που είναι απαραίτητες ώστε να εδραιωθεί η θρησκευτική ελευθερία στη χώρα για ετερόθρησκους ή άθρησκους. Μπορούμε πάντως να καθησυχάσουμε τους Έλληνες πιστούς ότι και να φύγει από το Σύνταγμα το «επικρατούσα θρησκεία», η Ορθοδοξία δεν πρόκειται να χάσει τη δεσπόζουσα θέση που έχει στον ελληνικό δημόσιο χώρο. Απλώς, η θέση αυτή θεσμικά τουλάχιστον θα αφορά μόνο τους πιστούς της Εκκλησίας, χωρίς να παραβιάζει τη θρησκευτική ελευθερία των υπολοίπων.

Τελικά, μπορούμε να καταφέρουμε να εκκοσμικεύσουμε το κράτος με τη συναίνεση της Εκκλησίας;
Το προοίμιο του Συντάγματος μας «εις το Όνομα της Αγίας και Ομοουσίας και Αδιαιρέτου Τριάδας» κατατάσσει την Ελλάδα στα πιο θρησκευόμενα κράτη της Ευρώπης. Αν αφαιρεθεί, ώστε το πολίτευμά μας να μην έχει θεοκρατικά σύμβολα, σε τίποτε δεν θα αλλάξει η ζωή των ανθρώπων που θρησκεύονται. Είναι μια μάχη συμβόλων… Η Εκκλησία δεν έχει μάθει να χάνει. Όταν έχασε πάντως με την υπόθεση των ταυτοτήτων, της πήρε λίγο καιρό αλλά το συνήθισε. Υπάρχουν και πολίτες σε αυτή τη χώρα που δεν αντιλαμβάνονται τη σχέση με την πατρίδα τους στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Είναι θέμα στοιχειώδους ισότητας και όχι μόνο ελευθερίας το προοίμιο να καταργηθεί, όσο κι αν αντιδράει η Εκκλησία. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι ο αιρετός αρχηγός του Κράτους, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πρέπει να είναι χριστιανός ορθόδοξος είναι πραγματικά ακραίο! Τι θα κάνουμε αν η Εκκλησία διαφωνεί με την κατάργηση αυτού του άρθρου στο Σύνταγμα; Θα το υποστούμε εσαεί; Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να αποκτήσουμε μια πολιτεία απαλλαγμένη από θεοκρατικές αναφορές και δεσμεύσεις με τις ευλογίες της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Αν υπάρχει πολιτική βούληση

Φαίνεται να είναι περιορισμένα τα ζητήματα, με τα οποία καταπιάνεται η συμφωνία. Είναι γιατί μέχρι εκεί μπορεί να φτάσει αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση ή μήπως ανοίγει έτσι ένας δρόμος;
Δεν τα βλέπω διαζευκτικά αυτά. Αν θέλουμε τη συναίνεση της Εκκλησίας ώστε να επιφέρουμε κάποιες αλλαγές στο εποικοδόμημα Εκκλησίας – Κράτους είναι προφανές ότι μέχρι εκεί φτάνουμε, μέχρι το σημείο της συμφωνίας, κι αν φτάνουμε μάλιστα ως εκεί… Η άποψή μου είναι ότι η δημοκρατικά κυρίαρχη πολιτεία στο όνομα του λαού – κι όχι της Αγίας Τριάδας– οφείλει να θέσει στην Εκκλησία με τον δέοντα σεβασμό τις αυτονόητες αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο Σύνταγμά μας. Αν η Εκκλησία διαφωνήσει και δείξει την πυγμή της– διότι αυτό θα συμβεί – τότε θα πρέπει και το κράτος να δείξει «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο». Το παράδειγμα των ταυτοτήτων και της μη αναγραφής του θρησκεύματος είναι ενδεικτικό, δείχνει ότι η Εκκλησία έχει όρια, δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει όταν το κράτος έχει σαφή στάση. Ξαναλέω πάντως, δεν έχει νόημα να εναποθέτουμε όλες τις επίδικες αλλαγές στο Σύνταγμα. Πολλά μπορούν να γίνουν και χωρίς συνταγματική αναθεώρηση και θα πρότεινα να ξεκινήσουμε από αυτά, ό,τι και να γίνει με την αναθεώρηση.

Η συμφωνία αυτή ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση-ταμπού περί διαχωρισμού κράτους και Εκκλησίας. Ένας παράγοντας που μπαίνει στη συζήτηση είναι κατά πόσο είναι ώριμο το αίτημα στην κοινωνία. Είναι ένα στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη;
Όταν ακούω ότι “η κοινωνία δεν είναι ώριμη” περιμένω να ακούσω κάτι αντιδραστικό μετά…. Το θέμα είναι τι θέλουμε. Αν υπάρχει πολιτική βούληση ή όχι. Τα υπόλοιπα είναι υπεκφυγές. Το καλό της συμφωνίας είναι αυτό που επισημαίνεις: ότι ανοίγει τη συζήτηση κάνοντας ένα βήμα. Ωστόσο, το βήμα αυτό είναι επικίνδυνα μετέωρο καθώς αφενός δεν έχει αποτιμηθεί η εκκλησιαστική περιουσία που συμψηφίζεται με τη μισθοδοσία και αφετέρου προβλέπει την εσαεί μισθοδοσία των κληρικών από το κράτος. Γι’ αυτό, ο εν τέλει απολογισμός της συμφωνίας είναι αρνητικός. Τέλος, το γεγονός ότι από τη συζήτηση αυτή απείχε το Πατριαρχείο είναι θεσμικά λάθος διότι σημαντικό τμήμα των μητροπόλεων της χώρας υπάγονται απευθείας σε αυτό.

Άλλο θρησκεία, άλλο Εκκλησία

Συνολικά η εκτίμηση για την επιρροή που έχει η Εκκλησία στην κοινωνία μήπως είναι λανθασμένη και τελικά αυτή είναι πολύ πιο περιορισμένη από αυτή που νομίζει η πολιτεία;
Στην Ελλάδα η θρησκεία έχει μεγάλη επιρροή. Όχι όμως θεολογική ή κανονιστική αλλά πολιτισμική, καθώς τμήμα των παραδόσεών μας πηγάζουν από τη θρησκευτική πίστη και πλέον έχουν εισαχθεί στην ζωή μας ως κανονικότητες: αργούμε την Κυριακή, γιορτάζουμε το Πάσχα, νηστεύουμε τη Μεγάλη Πέμπτη και πάει λέγοντας. Οι περισσότεροι, ακόμη και μη ένθεοι άνθρωποι, έχουν αυτή την επίγνωση. Από την άλλη, ακριβώς επειδή η θρησκεία είναι συνυφασμένη με την καθημερινότητα, αυτό την ενσωματώνει και την ουδετεροποιεί σε σημαντικό βαθμό, διότι καθίσταται κομμάτι μιας τελετουργίας απολύτως κοσμικού χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση πάντως, άλλο όμως η θρησκεία κι άλλο η Εκκλησία. Η Εκκλησία έχει επιρροή σε έναν ασφαλώς πιο περιορισμένο κύκλο συμπολιτών μας, και μάλιστα ούτε καν όλων των ανθρώπων που θρησκεύονται. Η σύγχυση της επιρροής Εκκλησίας και θρησκείας υπηρετεί σκοπούς πολιτικής χειραγώγησης. Πολλώ δε μάλλον όταν οι πολλοί μητροπολίτες λειτουργούν ως κομματάρχες της Άκρας Δεξιάς…

 

Επί του πιεστηρίου

Υ.Γ.: Αφού είχε πραγματοποιηθεί η συνέντευξη, η Ιερά Σύνοδος κατέληξε στο ότι δεν αποδέχεται την αλλαγή του καθεστώτος μισθοδοσίας των κληρικών. Επικοινωνήσαμε με τον Δ. Χριστόπουλο ο οποίος σχολίασε: «Η απόφαση της Ιεράς Συνόδου δείχνει πανηγυρικά πως δεν έχει νόημα να ψάχνουμε περαιτέρω συναίνεση. Η συναίνεση με την εκκλησία είναι καλοδεχούμενο μέσο, δεν είναι αυτοσκοπός»

Πηγή: Η Εποχή