Οι πολιτικές για την κλιματική αλλαγή δεν αποτελούν μια καθησυχαστική τήρηση ευρωπαϊκών δεσμεύσεων. Οι πολιτικές αυτές περιλαμβάνουν δύο σκέλη: από τη μία τις ενέργειες και αποφάσεις που μπορούν να οδηγήσουν στην άμβλυνσή της, οι οποίες προς το παρόν δεν μπορεί να θεωρηθούν ικανοποιητικές τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο. Και, από την άλλη, τις πολιτικές και τα μέτρα που θα προστατεύσουν τον πληθυσμό τής κάθε χώρας από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και που είναι πολύ απίθανο να εξελιχθεί με το πιο αισιόδοξο σενάριο.
Στα επόμενα χρόνια, το δεύτερο σκέλος θα είναι κυρίως αυτό που θα επιτρέψει στην Αριστερά να προστατεύσει μεγάλα τμήματα των λαϊκών τάξεων και των μεσαίων στρωμάτων στην Ελλάδα, ενώ η εφαρμογή αποτελεσματικών πολιτικών για την άμβλυνση και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα είναι ένα πεδίο που θα επιτρέψει μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες στην Ευρώπη.
Η πρόσφατη έκθεση της IPCC (της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή του ΟΗΕ) δεν μας λέει μόνο ότι η Συμφωνία των Παρισίων δεν μπορεί να τηρήσει την υπόσχεση της συγκράτησης της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμό Κελσίου, καθώς η προβλεπόμενη άνοδος εκτιμάται ότι θα είναι 3 βαθμοί, αλλά και ότι ο 1,5 βαθμός είναι ήδη μια εξέλιξη που θα φέρει αλλαγές, για τις οποίες πρέπει να προετοιμαστούμε.
Οι αλλαγές αυτές είναι ήδη ορατές στην Ευρώπη και τον κόσμο, καθώς έχουμε ήδη οδηγηθεί σε άνοδο κατά 1 βαθμό, σε σχέση με το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Για να συγκρατηθεί η άνοδος στον 1,5 βαθμό, η IPCC θεωρεί αναγκαία τη μείωση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων κατά 45% ώς το 2030 (σε σχέση με το 2010) και τον μηδενισμό της ώς το 2050. Αν ο στόχος είναι άνοδος κατά 2 βαθμούς, τότε η μείωση της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων ώς το 2030 πρέπει να είναι 20% και ο μηδενισμός ώς το 2075. Αλλά η διαφορά ανάμεσα σε αυτούς τους δύο στόχους είναι μεγάλη.
Με την πρώτη εκδοχή, 420 εκατομμύρια άνθρωποι λιγότεροι θα έχουν να αντιμετωπίσουν ακραίους καύσωνες και οι πληθυσμοί που θα αντιμετωπίσουν έλλειψη νερού θα είναι κατά 50% λιγότεροι, ενώ με άνοδο 2 βαθμών δέκα φορές περισσότεροι καλλιεργητές θα δουν την παραγωγή τους να μειώνεται και τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι κατά πολύ περισσότερα.
Η αριστερή διακυβέρνηση και η απήχηση της Αριστεράς μακροπρόθεσμα εξαρτώνται και από την αποτελεσματική αντιμετώπιση της ξηρασίας, της έλλειψης νερού, των επιπτώσεων ακραίων καιρικών φαινομένων, των αλλαγών στις καλλιέργειες, της συχνότητας καύσωνα στις πόλεις, φαινόμενα που επιδεινώνουν ταυτοχρόνως την παραγωγή, τις συνθήκες ζωής και την υγεία.
Η έκθεση της IPCC συνδέει άμεσα τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής με τον κίνδυνο διεύρυνσης της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων, θεωρώντας αναγκαίες προσαρμογές στις πολιτικές που αφορούν την ασφάλεια ως προς τα τρόφιμα και το νερό, τη μείωση των κινδύνων από καταστροφές, τη βελτίωση της προστασίας της υγείας, την προστασία των οικοσυστημάτων και τη μείωση της φτώχειας και των ανισοτήτων. Η εφαρμογή τέτοιων πολιτικών μπορεί να συνδυαστεί σε εθνικό επίπεδο με μια συνεπή πολιτική άμβλυνσης της κλιματικής αλλαγής, με ριζοσπαστική στρατηγική μείωσης της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων. Μια στρατηγική που συνδυάζει την άμβλυνση και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ευρείες συμμαχίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που θα κάνουν τη διαφορά για την επικράτηση μιας κοινωνικής στρατηγικής.
Θα γίνει εύκολα κατανοητό ότι η στρατηγική της Αριστεράς είναι ριζικά διαφορετική από την προσέγγιση του νεοφιλελευθερισμού σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Η προσέγγιση Τραμπ και Μπολσονάρο είναι απλή και συνοψίζεται στο ότι «όσο πιο πλούσιος είσαι, τόσο καλύτερα θα αντιμετωπίσεις την κλιματική αλλαγή». Κάθε καθυστέρηση ως προς την υλοποίηση της αντίθετης στρατηγικής ενισχύει τη συμμαχία αυτών που πιστεύουν ότι μόνο το χρήμα μπορεί να σε σώσει και από αυτή την απειλή.