Ομιλία του Σερζ Αλιμί, διευθυντή της «Le Monde Diplomatique» στην Αθήνα, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των είκοσι χρόνων παρουσίας της εφημερίδας στην Ελλάδα
Μέχρι πρόσφατα, η κριτική στα μέσα ενημέρωσης είχε εξαφανιστεί από τον δημόσιο διάλογο.
Εμείς, στη «Le Monde Diplomatique» την επαναφέραμε.
Ωστόσο, ας το παραδεχτούμε, εκείνο που μας βοήθησε να αναπτύξουμε την κριτική μας ματιά ήταν η ανοιχτά μεροληπτική στάση των μέσων ενημέρωσης, ιδίως όσον αφορά ζητήματα σχετικά με οικονομικές αποφάσεις και ευρωπαϊκές πολιτικές – το γνωρίζετε καλύτερα από όλους στην Ελλάδα: συνδέονται στενά αυτά τα δύο.
Κι έπειτα, όπως συμβαίνει συχνά, όταν ένα θέμα έχει σημαντική δυναμική και παίρνει διαστάσεις, σταδιακά γίνεται κτήμα όλων. Ακόμα και ατόμων ελάχιστα αξιόπιστων. Κάτι που εξηγεί, λόγου χάρη, το γεγονός ότι στις ΗΠΑ ο Ντόναλντ Τραμπ χαρακτηρίζει σχεδόν συστηματικά τις ειδήσεις των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης που τηρούν εχθρική προς τον ίδιο στάση ως «fake news».
Εντούτοις, το ζήτημα των μέσων ενημέρωσης ακόμα καταλαμβάνει υπερβολικά μικρή θέση στον πολιτικό διάλογο. Μόλις τελειώνει η προεκλογική εκστρατεία και ολοκληρώνονται οι εκλογές, σχεδόν όλοι επιστρέφουν στις κακές τους συνήθειες. Δηλαδή, συνηθίζουν στο άσχημο. Αυτή η στάση, αυτή η παραίτηση δεν υφίσταται μόνο στην Ευρώπη.
Υφίσταται και στις ΗΠΑ. «Φανταστείτε ότι η κυβέρνηση με διάταγμά της απαιτεί τη δραστική υποβάθμιση των διεθνών ειδήσεων στον Τύπο, το κλείσιμο των γραφείων των ανταποκριτών στο εξωτερικό ή επιβάλλει αυστηρές περικοπές στο προσωπικό και στον προϋπολογισμό τους. Φανταστείτε ο επικεφαλής του κράτους να δώσει διαταγή στα μέσα ενημέρωσης να εστιάσουν την προσοχή τους περισσότερο σε διασημότητες και ασήμαντες ειδήσεις, παρά στην έρευνα σκανδάλων που συνδέονται με την εκτελεστική εξουσία. Σε μια τέτοια υποθετική κατάσταση, οι καθηγητές δημοσιογραφίας θα ξεκινούσαν απεργίες πείνας και ολόκληρα πανεπιστήμια θα έκλειναν εξαιτίας των διαμαρτυριών. Ωστόσο, όταν τα ιδιωτικά συμφέροντα, που λειτουργούν υπό σχεδόν μονοπωλιακό καθεστώς, αποφασίζουν σχεδόν το ίδιο πράγμα, δεν καταγράφεται καμία αξιοσημείωτη αντίδραση» λέει ο Αμερικανός πανεπιστημιακός Ρόμπερτ ΜακΤσέσνι.
Ο ΜακΤσέσνι καταλήγει τον συλλογισμό του με ένα ουσιαστικό ερώτημα: Μια και διαρκώς προτάσσεται η δημοκρατία, πότε ακριβώς αποφασίσαμε συλλογικά, με ποια ψηφοφορία, ότι την πληροφόρησή μας θα ελέγχει μια χούφτα μεγάλων επιχειρήσεων που η πρώτη τους έννοια είναι το μέγιστο κέρδος από τις διαφημίσεις ή η επιρροή τους στην πολιτική εξουσία; Είναι ερωτήματα που κανείς δεν θέτει. Και που, συνεπώς, θα συνεχίσουν να τίθενται όσο δεν απαντώνται.
«Ενημέρωση» επικίνδυνη για τη δημοκρατία
Ας το θέσουμε ωμά: πρέπει να πάψει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ένα θεμελιωδώς φαύλο σύστημα πληροφόρησης παράγει μια ενημέρωση επικίνδυνη για τη δημοκρατία.
Ας εκτιμήσουμε τους κινδύνους που διατρέχουμε. Εδώ και μερικά χρόνια έχουν πολλαπλασιαστεί οι απόπειρες ρήξης με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Μετά την ελληνική ελπίδα (που διαψεύστηκε σύντομα), υπήρξε η απρόβλεπτη εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν επικεφαλής των Εργατικών στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη συνέχεια η εκστρατεία του Μπέρνι Σάντερς, που έγινε ο πιο δημοφιλής πολιτικός στις ΗΠΑ. Επίσης, η απροσδόκητη εκλογική επίδοση του Ζαν-Λικ Μελανσόν στη Γαλλία.
Αυτές οι απόπειρες ρήξης με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν μετέβαλαν ουσιαστικά το τοπίο. Ωστόσο, ορισμένα από τα εμπόδια που πρέπει να ξεπεραστούν από μια διαφορετική πολιτική είναι πλέον πολύ αναγνωρίσιμα:
* Οι χρηματοπιστωτικές αγορές, για τις οποίες ένας Ευρωπαίος επίτροπος πριν από λίγο καιρό μάς πληροφόρησε ότι θα διδάξουν στους Ιταλούς πώς να ψηφίζουν καλύτερα.
* Οι πολυεθνικές εταιρείες.
* Οι οίκοι αξιολόγησης.
* Το Eurogroup.
* Το ΔΝΤ.
* Η ΕΚΤ.
* Ο ολοένα αυξανόμενος αστικός χαρακτήρας των πολιτικών ελίτ.
Από αυτή τη λίστα όμως (και τη γνωρίζετε πολύ καλά στην Ελλάδα) λείπει ένα αποφασιστικό στοιχείο, που αναλύεται τακτικά στις στήλες της «Le Monde Diplomatique». Το στοιχείο αυτό αγνοείται ευρύτατα, ιδίως από τις πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς, οι οποίες ωστόσο θα έπρεπε να ανησυχούν πρωτίστως γι’ αυτό. Πρόκειται για την τελειοποίηση ενός μιντιακού «λουκέτου» από την οικονομική και χρηματοπιστωτική ολιγαρχία, ικανού να αποκλείσει και να απαξιώσει κάθε σχέδιο αντίθετο στην εξουσία των μετόχων.
Πώς θα ήταν άλλωστε διαφορετικά τα πράγματα τη στιγμή που οι νυν ιδιοκτήτες των ΜΜΕ είναι επίσης και:
* Οι αρχιτέκτονες της βιομηχανικής συγκέντρωσης.
* Οι επωφελούμενοι από τις τεράστιες χρηματιστηριακές κεφαλαιοποιήσεις.
* Οι αυτουργοί της μεγάλης φοροδιαφυγής.
Παρά τα πλείστα παραδείγματα, σε αυτόν τον τομέα – κλειδί που διαμορφώνει ταυτόχρονα τη δημόσια πληροφόρηση, την οικονομία, τον πολιτισμό, τον ελεύθερο χρόνο, την εκπαίδευση δυσκολευόμαστε να εντοπίσουμε την παραμικρή κριτική αντεπίθεση. Είναι σαν να λέει κάποιος ότι θα εξετάσει σφαιρικά το ζήτημα αργότερα, ότι τώρα υπάρχουν άλλες προτεραιότητες, άλλα επείγοντα ζητήματα.
Θα το κοιτάξουμε αργότερα; Το έργο το έχουμε ήδη δει…
Ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015 και τα ΜΜΕ
Το 2015, όταν ήρθε στην εξουσία, η κυβέρνηση Τσίπρα ήλπιζε, κάπως απερίσκεπτα, πως η αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών λαών ενάντια στις πολιτικές λιτότητας θα της επέτρεπε να αντισταθεί στη γερμανική αδιαλλαξία. Πολλοί λόγοι, που συνδέονται με τον κατακερματισμό και τις αδυναμίες των Ευρωπαίων συμμάχων του ΣΥΡΙΖΑ, πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων, εξηγούν τη διάψευση αυτής της ελπίδας. Έπαιξε τον ρόλο της και η υποταγή του Φρανσουά Ολάντ στις πολιτικές λιτότητας της Γερμανίας. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ένα σημαντικό στοιχείο.
Επί έξι μήνες η αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος από τα μέσα ενημέρωσης, σχεδόν σε όλη την Ευρώπη, διαστρέβλωσε τους όρους της συζήτησης. Τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης επιχείρησαν -και σε μεγάλο βαθμό πέτυχαν- να κινητοποιήσουν την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη κατά της πλήρους ή μερικής διαγραφής του ελληνικού χρέους. Και δεν δυσκολεύτηκαν, αφού την περίοδο 2011-2012 είχαν ήδη διαχύσει συγκεκριμένες, πολιτικά εκρηκτικές τοποθετήσεις και πεποιθήσεις.
Θα αναφέρω τέσσερις από αυτές:
1. Η πεποίθηση ότι οι άλλοι Ευρωπαίοι δεν πρέπει να πληρώσουν για τους Έλληνες, που έκαναν μεγάλο πάρτι, που είναι αχάριστοι και εξάλλου είναι αδύνατον να κυβερνηθούν.
2. Η πεποίθηση ότι και άλλοι λαοί υπέφεραν τόσο όσο οι Έλληνες, ενώ ορισμένοι είναι φτωχότεροι από αυτούς. Επομένως, δεν έχουν κανένα λόγο να πληρώσουν και άλλα για τους Έλληνες.
3. Η πεποίθηση ότι ο Τσίπρας και η ελληνική Αριστερά είναι ανεύθυνοι και επικίνδυνοι. Πρέπει συνεπώς να τους ελέγξουμε, να τους επιβάλουμε πειθαρχία, να τους συντρίψουμε και όχι να τους ικανοποιήσουμε.
4. Η πεποίθηση ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να επιβάλει τη βούλησή της στα άλλη κράτη της Ε.Ε.
Ας τις εξετάσουμε λεπτομερώς:
Η πρώτη πεποίθηση: «Η Ελλάδα έκανε πάρτι. Πρέπει να πληρώσει».
Στις 7 Ιουνίου 2012, ένα άρθρο στο φιλελεύθερο δεξιό γαλλικό περιοδικό «Point» εκτιμά: «Πρέπει άραγε να διασώσουμε την Ελλάδα; Μα όσο περισσότερο τη βοηθά η Ευρώπη τόσο η Ελλάδα την κατηγορεί: δαγκώνει το χέρι που την ταΐζει, όπως αποδεικνύεται από την άνοδο της ριζοσπαστικής και αντιευρωπαϊκής Αριστεράς».
Δύο εβδομάδες νωρίτερα, στις 23 Μαΐου 2012, άρθρο στη φιλελεύθερη κεντροαριστερή γαλλική εφημερίδα «Monde» αναφέρει περίπου τα ίδια. «Πάνω από δύο χρόνια καταβάλλεται τεράστια προσπάθεια υπέρ αυτής της μικρής χώρας. Δώδεκα σύνοδοι κορυφής για την αντιμετώπιση της κρίσης, δύο μεγάλα σχέδια διάσωσης, μέσα έκτακτης στήριξης, χρέος εν μέρει διαγραμμένο… Συνολικά κάθε Έλληνας, από τον δημόσιο υπάλληλο της Αθήνας έως και τον εφοπλιστή του Πειραιά, έχει λάβει ήδη από τον Ιανουάριο 2010 το ποσό των 31.000 ευρώ, που δόθηκαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο από τους Ευρωπαίους φορολογούμενους.
Αν οι Έλληνες θέλουν να συνεχίσουν να αποτελούν μέρος της λέσχης, πρέπει να αποδεχθούν τον εσωτερικό της κανονισμό -και να τον εφαρμόσουν. Άλλες χώρες κατέβαλαν και καταβάλλουν τις αναγκαίες προσπάθειες, ιδίως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία.
Δεν είναι αποδεκτό μια μικρή χώρα, αρνούμενη τους κανόνες του παιχνιδιού, να συνεχίσει να θέτει σε κίνδυνο το σύνολο της ηπείρου».
Όλα έχουν ήδη ειπωθεί σ’ αυτό το άρθρο της «Monde» σχετικά με τα θέματα που θα είναι κυρίαρχα στην αντίληψη των Γάλλων τρία χρόνια αργότερα, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ανέλθει στην εξουσία:
1. Οι Ευρωπαίοι έκαναν πολλά για την Ελλάδα.
2. Άλλοι λαοί κατέβαλαν προσπάθειες τις οποίες αρνούνται να καταβάλλουν οι Έλληνες.
3. Οι κανόνες του παιχνιδιού πρέπει να επιβληθούν σε κάποια κράτη – μέλη της Ε.Ε.
Ή, για να το πούμε πιο ωμά, όπως το εκφράζει τον Φεβρουάριο του 2012 ο βετεράνος Γάλλος σχολιαστής Αλέν Ντιαμέλ μιλώντας στον ιδιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό Europe 1 του ομίλου Λαγκαρντέρ: «Φταίει η Ευρώπη; Όχι, δεν φταίει η Ευρώπη. Δεν είπε η Ευρώπη ψέματα για τους αριθμούς. Δεν πάει στην Ευρώπη το 40% της οικονομίας στην παραοικονομία, στην παράλληλη, τη μαύρη οικονομία. Δεν είναι η Ευρώπη ανίκανη να εφαρμόσει ένα φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα. Αντίθετα, η Ευρώπη είναι εκείνη από την οποία ζητούνται χρήματα».
Παράλληλα, στο φιλελεύθερο κεντροδεξιό εβδομαδιαίο περιοδικό «L’Express» διαβάζουμε τον ίδιο συλλογισμό. Κάτι που καταδεικνύει, όπως εδώ και είκοσι χρόνια εξηγούμε, ότι η πληθώρα ΜΜΕ δεν σημαίνει και πλουραλισμό στον σχολιασμό. Ο διευθυντής του περιοδικού «L’Express» ρωτά και αγανακτεί: «Οι Έλληνες θα βυθιστούν στη φτώχεια – και ποιος φταίει; Το ΔΝΤ; Η Ευρώπη; Όχι! Ευθύνονται πρώτα απ’ όλα οι Έλληνες και οι ηγέτες τους, που για πολλά χρόνια έλεγαν ψέματα, εξαπατούσαν, βούλιαξαν οι ίδιοι τη χώρα τους».
Στην άλλη πλευρά του Ρήνου, ο τόνος δεν διαφέρει. Οι αρθρογράφοι της εφημερίδας «Frankfurter Allgemeine Zeitung» (“FAZ”), προσκείμενοι στους Γερμανούς επιχειρηματίες, εκτιμούν: «Το ελληνικό ζήτημα είναι γνωστό… Η κατασπατάληση πόρων, το πελατειακό σύστημα, η διαφθορά είναι στα γονίδιά τους και είναι ανώφελο να κουράζεσαι όπως ο Σίσυφος για να τους κάνεις να ξαναβρούν τον δύσκολο δρόμο της αρετής». Ήδη από εκείνη την περίοδο, δηλαδή το 2011, δεν έχει μεγάλη αξία η εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας…
Συνεπώς, βλέπετε ότι, πολύ πριν από την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, τα επιχειρήματα ήδη είχαν διαμορφωθεί. Το κυριότερο από αυτά είναι αναμφίβολα η άποψη ότι οι άλλοι Ευρωπαίοι έκαναν περισσότερα για την Ελλάδα από ό,τι για άλλα κράτη και πως ήρθε η ώρα να σταματήσει αυτό.
Συνεπώς, από αυτά προκύπτει και η δεύτερη βασική πεποίθηση: ορισμένοι ευρωπαϊκοί λαοί είναι σε χειρότερη κατάσταση από τους Έλληνες.
Ήδη τον Φεβρουάριο του 2015 ο Ζακ Αταλί, πρώην σύμβουλος του Φρανσουά Μιτεράν, ο ίδιος που ανακάλυψε τον Εμανουέλ Μακρόν, δηλώνει: «Οι μικρές χώρες θα μπορούσαν να πουν: τι μας ζητούν οι Έλληνες; Μας ζητούν χρήματα για να αυξήσουν τους μισθούς τους. Εμείς, π.χ. στις βαλτικές χώρες ή στην Ισπανία, μειώσαμε τους μισθούς μας γιατί βρισκόμαστε σε δύσκολη κατάσταση. Και γιατί να δανείσουμε χρήματά μας στους Έλληνες για να αυξήσουν τους μισθούς τους; Είναι ένα επιχείρημα που μπορούμε να καταλάβουμε. Αν οι Έλληνες επωφελούνταν πραγμάτων που δεν δόθηκαν στους άλλους, οι Ισπανοί θα μπορούσαν να πουν ‘μα γιατί όχι κι εμείς;‘, οι Ιταλοί και οι Γάλλοι θα έλεγαν ‘γιατί όχι κι εμείς;‘ και η Ευρώπη θα διαλυόταν».
Απειλείται η μιντιακή διαπαιδαγώγηση τριάντα ετών…
Αν και στη συνέχεια βλέπουμε όλο και περισσότερα ρεπορτάζ για τον πόνο και τη δυστυχία των Ελλήνων, η γενικότερη αυστηρότητα απέναντι στην Ελλάδα και στους ηγέτες της θα γίνει ακόμα μεγαλύτερη, καθώς -εδώ η τρίτη σημαντική πεποίθηση – οι ψηφοφόροι προτίμησαν ένα κόμμα που αρχικά είναι πολύ αριστερό και διεκδικεί την αντίσταση στις διαταγές της τρόικας.
Η «Le Figaro» έλεγε μοχθηρά τον Ιούλιο του 2015: «Ο Αλέξης Τσίπρας ζαλίζει τους Ευρωπαίους. Η εφαρμογή του προγράμματός του, εξωπραγματική και δημαγωγική, απαιτεί εκ νέου την ευρωπαϊκή γενναιοδωρία προκειμένου να χρηματοδοτήσει την πρόσληψη δημόσιων υπαλλήλων και να μοιράσει κι άλλα επιδόματα. Με λίγα λόγια, άλλοι να πληρώσουν για ακόμη μία φορά την ελληνική κακοδιαχείριση. Ποιος μπορεί να δεχτεί έναν τέτοιο εκβιασμό;»
Ο Μπερνάρ Ανρί Λεβί έχει άποψη επί παντός επιστητού εδώ και περίπου πενήντα χρόνια. Κι αυτός επίσης μισεί την ελληνική Αριστερά. Από τον Φεβρουάριο του 2015, βλέπει σε αυτή έναν ρωσικό Δούρειο Ίππο για την ευρωπαϊκή δημοκρατία. Γράφει λοιπόν: «Ξέρουμε ότι ο πρώτος που συνεχάρη τον Τσίπρα ήταν ο πρεσβευτής της Ρωσίας. Ξέρουμε επίσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολλές φορές εκφράσει την πολιτιστική και πολιτική αλληλεγγύη του προς τη Ρωσία. (…) Καταλαβαίνουμε ότι ο Βλαντίμιρ Πούτιν έχει, στο πρόσωπο του Έλληνα Τσίπρα, μετά τον Ούγγρο Όρμπαν, ακόμα έναν Δούρειο Ίππο στον μακροχρόνιο πόλεμο που φαίνεται πως διεξάγει απέναντι στην Ε.Ε. και τις αξίες της;».
Κατά βάθος, όλοι έχουν καταλάβει ότι, πέρα από τη μεμονωμένη περίπτωση της Ελλάδας, είναι στο σύνολό της η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική που τίθεται υπό αμφισβήτηση. Καθώς και η πιθανότητα να βγουν από αυτή ή να επιλέξουν μια άλλη πολιτική, με λιγότερη λιτότητα, λιγότερο άκαμπτη, λιγότερο υποταγμένη στις απαιτήσεις της Γερμανίας. Αν η Ελλάδα καταφέρει να αποκτήσει εκείνο που επιθυμεί, η Αριστερά θα έχει πραγματικά επιχειρήματα προκειμένου να λάβει χώρα και αλλού η ίδια προσπάθεια. Και έτσι απειλείται όλη η μιντιακή διαπαιδαγώγηση των τελευταίων τριάντα ετών.
Με την άφιξη του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ελλοχεύει ο κίνδυνος αλυσιδωτών αντιδράσεων και γίνεται λόγος για φαινόμενο ντόμινο, ευρωπαϊκό και οικονομικό. Στη «Figaro» της 11ης Φεβρουαρίου 2015 διαβάζουμε για παράδειγμα: «Παντού στην Ευρώπη οι κυβερνήσεις κάνουν προσπάθεια για δημοσιονομική αυστηρότητα, με μείωση των δημοσίων εξόδων και σεβασμό στις ευρωπαϊκές συνθήκες. Ωστόσο, οι λαοί κοιτούν, νοσηρά γοητευμένοι, το ξύπνημα της Ακροαριστεράς στην Ελλάδα. […]
Όποια χάρη κι αν γίνει στην Ελλάδα, ακόμα κι αν το κόστος είναι περιορισμένο για τους άλλους Ευρωπαίους, θα υπάρξει ένα τρομερό ‘φαινόμενο ντόμινο‘ για την Ισπανία, όπου το κίνημα Podemos βλέπει ήδη τον εαυτό του στην εξουσία προκειμένου να ξηλώσει όλες τις φανταστικές προσπάθειες που πραγματοποιήθηκαν στη χώρα εδώ και τρία χρόνια. […]
Όταν ο Τσάμπερλεν και ο Νταλαντιέ επέστρεφαν από το Μόναχο το 1938, ορισμένοι νόμισαν όπως είχαν κερδίσει χρόνο. Το μόνο που είχαν κερδίσει ήταν η προαναγγελθείσα διάλυση της Ευρώπης. Δηλαδή, ταυτόχρονα και διασυρμό, και πόλεμο».
Αν οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας μοιάζουν με τον Τσάμπερλεν και τον Νταλαντιέ, σας αφήνω να φανταστείτε ποιος έχει τον ρόλο του Χίτλερ… Σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να αφήσουμε, όπως ανησυχεί η “Figaro” τον Φεβρουάριο του 2015, «την Ελλάδα για ακόμα μία φορά να δηλητηριάσει την Ευρώπη». Σε αυτό τον φόβο όμως προστίθεται και μία ελπίδα. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτύχει, εάν ο Τσίπρας συνθηκολογήσει, αυτό -όπως ελπίζουν οι συντηρητικοί αλλά και οι σοσιαλιστές σαν τον Φρανσουά Ολάντ- «θα άρει την προοπτική μιας άλλης οικονομικής πολιτικής». Εκείνης που θέτει υπό επανεξέταση τις ευρωπαϊκές συνθήκες.
Θα μπορούσαμε σε αυτή την περίπτωση να αντιτάξουμε ότι οι Έλληνες είναι εθνικά κυρίαρχοι, ότι έχουν δικαίωμα να αποκηρύξουν μια πολιτική που εκτιμούν πως είναι κακή, που συντελεί στη δυστυχία τους. Αλλά κι εδώ επίσης η απάντηση είναι έτοιμη και την ακούμε συχνά μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουλίου 2015. Είναι η τέταρτη πεποίθηση που δίνει τον τόνο της μιντιακής διαχείρισης της ελληνικής κρίσης:
* «Οι κυβερνήσεις των 28 κρατών – μελών προέρχονται από νόμιμες εκλογές και ο τελευταίος νεοεκλεγείς δεν είναι πιο δημοκρατικός από όλους τους υπόλοιπους».
* Ενδεχόμενη ελληνική εξαίρεση θα ερχόταν σε αντίθεση με την επιλογή των άλλων.
* Ή, για να το πούμε με τα λόγια του διευθυντή της «Libération» και έμπιστου του Φρανσουά Ολάντ: «Δικτατορία των Βρυξελλών; Όχι. Η κυριαρχία του ελληνικού λαού, ιδιαίτερα σεβαστή, σκοντάφτει, όπως πάντοτε συμβαίνει στην Ένωση, στην κυριαρχία των άλλων εθνών, ιδιαίτερα σεβαστή και αυτή. Είναι δικαίωμα κάθε δανειστή να εξασφαλίζεται απέναντι στον οφειλέτη του».
Τέσσερις πεποιθήσεις λοιπόν.
Θεωρώ ωστόσο πως το πιο αποτελεσματικό επιχείρημα, το πιο καταστροφικό στη διάρκεια εκείνης της περιόδου, εκείνο που συνέβαλε περισσότερο ώστε να αποφευχθεί η ενεργοποίηση ενός κινήματος αλληλεγγύης άλλων ευρωπαϊκών λαών προς τον ελληνικό λαό ήταν το επίμονο μοτίβο: ορίστε, αν βοηθήσουμε τους Έλληνες, τόσα θα κοστίσει «σε κάθε Γάλλο», Γερμανό, Ισπανό, Ιταλό, Σλοβάκο κ.λπ.
Η Ελλάδα ως παράδειγμα πειθάρχησης
Στη Γαλλία, η εκστρατεία ξεκίνησε από τη «Figaro» στις 8 Ιανουαρίου 2015 (Τίτλος: «Κάθε Γάλλος θα πληρώσει 735 ευρώ για τη διαγραφή του ελληνικού χρέους»). Η εκστρατεία αυτή αναπαράχθηκε από την πλειονότητα των άλλων μέσα ενημέρωσης, ειδικά από τα δύο κύρια τηλεοπτικά γαλλικά δίκτυα TF1 και France 2.
Τα κυριότερα μέσα πληροφόρησης βρίσκουν εδώ έναν σχεδόν αλάνθαστο τρόπο που θα περιορίσει ένα ευρωπαϊκό κίνημα αλληλέγγυο με την ελληνική Αριστερά. Με μια άλλη προσέγγιση από τα ΜΜΕ, η Ελλάδα θα μπορούσε να μην έχει παρουσιαστεί ως ένας κακοπληρωτής ικανός να επιδεινώσει τις δυσκολίες των δανειστών του, των πιο φτωχών συμπεριλαμβανομένων. Αλλά περισσότερο ως μια χώρα που βρίσκεται τοποθετημένη στην πρώτη γραμμή μιας ευρωπαϊκής μάχης εναντίον μιας αποτυχημένης πολιτικής λιτότητας. Μιας πολιτικής λιτότητας που έπρεπε να αμφισβητηθεί.
Από τον Ιούνιο του 2015 ακούγεται το εξής στη δημόσια τηλεόραση: «Ο Τσίπρας πίστεψε ότι θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τον γερμανικό δράκο, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπος με τους χωρικούς της Λετονίας και με ένα σωρό ανθρώπους από μικρές χώρες που έλεγαν στους Έλληνες: Δεν θέλουμε να πληρώσουμε για τα κοινωνικά σας προγράμματα. […] Οι πιο σκληροί δεν είναι οι Ευρωπαίοι, αλλά το ΔΝΤ. Γιατί; Γιατί το ΔΝΤ έχει τις φτωχές χώρες, τη Ζάμπια, το Κονγκό, που λένε: Είστε έτοιμοι να κάνετε για τους Έλληνες εκείνο που ποτέ δεν κάνατε για εμάς».
Ας αναρωτηθούμε λοιπόν: το κόστος για τον Γάλλο, τον Γερμανό, τον Ιταλό, τον Σλοβένο φορολογούμενο, για κάθε οικονομικό μέτρο, υπολογίζεται πάντα ευρώ προς ευρώ;
Δεν θυμάμαι το κόστος για το σύνολο των φορολογικών περικοπών από τις οποίες επωφελούνται εδώ και τριάντα χρόνια -και συνεχίζουν να επωφελούνται- οι πιο πλούσιοι φορολογούμενοι να έχει υπολογιστεί ευρώ προς ευρώ για τον Γάλλο, τον Γερμανό, τον Ιταλό, τον Νορβηγό, τον Βέλγο ή τον φορολογούμενο από τις Κάτω Χώρες. Δεν θυμάμαι να έχει υπολογιστεί το κόστος των σχεδίων διάσωσης των ιδιωτικών τραπεζών με την ίδια μανία, ευρώ προς ευρώ, για «κάθε Γάλλο», Γερμανό, Ισπανό, Βέλγο, Εσθονό, Σλοβένο ή Τσέχο.
Και όταν, στις 27 Αυγούστου 2015, αυτοί οι ίδιοι οι Δυτικοί πιστωτές, που μόλις είχαν φανεί αδιάλλακτοι έναντι του ελληνικού χρέους, συναίνεσαν στη απομείωση ενός μέρους του χρέους της Ουκρανίας, ποια μεγάλη εφημερίδα υπολόγισε τι κόστος θα κινδύνευε να έχει για «κάθε Γάλλο», Βέλγο, Κροάτη ή, βεβαίως, Έλληνα; Ποιο τηλεοπτικό κανάλι έσπευσε να συλλέξει, σε συνεντεύξεις στον δρόμο, τις αντιδράσεις τρομοκρατημένων πολιτών για το κόστος που θα πλήρωναν για μια τέτοια διαγραφή χρέους;
Στο βάθος, όλη αυτή την περίοδο, η Ελλάδα χρησίμευσε ως παράδειγμα προκειμένου να καταδειχθεί σε έναν λαό που προσπαθούσε να εξεγερθεί ότι κάτι τέτοιο θα του στοίχιζε ακριβά, πολύ ακριβά. Και για να αποτρέψει άλλους λαούς να ακολουθήσουν την ίδια οδό.
Το παρατηρούμε σήμερα. Τα μεγάλα γαλλικά μέσα ενημέρωσης πρέπει ταυτόχρονα να υπερβάλλουν σε σχέση με την ανάκαμψη της Ελλάδας και να απειλούν άλλες κυβερνήσεις, όπως εκείνη της Ιταλίας, που θα έμπαιναν στον πειρασμό να παραβούν τους ευρωπαϊκούς κανόνες, λέγοντας τους: θυμηθείτε την Ελλάδα.
Πριν από λίγες ημέρες, στην εφημερίδα «Le Monde», σε κύριο άρθρο αφιερωμένο στην ιταλική κρίση, διαβάζουμε: «Αφότου εξέφρασαν μια δικαιολογημένη μνησικακία κατά των Βρυξελλών, οι Έλληνες το ξανασκέφτηκαν τελικά το 2015, εκτιμώντας πως η έξοδος από το ευρώ θα προκαλούσε περισσότερες ζημιές απ’ όσα προβλήματα θα διευθετούσε. Ιδού υλικό προς στοχασμό. Ανάμεσα στον φόβο της εγκατάλειψης της Ευρώπης και του θυμού έναντι των σφαλμάτων της, ποιο συναίσθημα θα επικρατήσει;»
Πρέπει να σπάσουμε το μιντιακό «λουκέτο»
Το μιντιακό «λουκέτο» υπάρχει παντού, το συναντάμε κι αλλού, πέρα από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη – όπως στη Βραζιλία. Τα μέσα ενημέρωσης είναι ο «ένοπλος βραχίονας» για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης ως έχει. Ένας «ένοπλος βραχίονας» που δεν διστάζει απλώσει τα πλοκάμια του προκειμένου να γίνει πιο αποτελεσματικός. Διότι ποια σχέση υπάρχει στις ΗΠΑ ανάμεσα σε ένα κανάλι συνεχούς ενημέρωσης με προτίμηση στις «ελαφριές ειδήσεις», όπως το Fox News, και μια μεγάλη έγκριτη οικονομική εφημερίδα, όπως η «Wall Street Journal»; Ότι ανήκουν και οι δύο στον Ρούπερτ Μέρντοχ;
Και ποια είναι η σχέση στη Γαλλία ανάμεσα σε μια λαϊκή εφημερίδα όπως η «Le Parisien», έναν σοβαρό ραδιοφωνικό σταθμό όπως το Radio Classique και μια οικονομική εφημερίδα όπως η «Les Echos», αν όχι η ταυτότητα του κοινού τους ιδιοκτήτη Μπερνάρ Αρνό;
Αυτό το μιντιακό «λουκέτο» θα πρέπει να το σπάσουμε.
Κατά συνέπεια, το ζήτημα που τίθεται για εμάς είναι να δούμε πώς, υπό τέτοιες συνθήκες ιδεολογικής και μιντιακής αντιπαράθεσης, μπορούμε να γνωστοποιήσουμε τις αναλύσεις της αντίθετης άποψης πέρα από τον στενό κύκλο όσων έλκονται από αυτή.
Μπαίνουμε στον πειρασμό να υπενθυμίσουμε τις ανάλογες θεαματικές περιπτώσεις όπου το προπαγανδιστικό «πυρ ομαδόν» απέτυχε. Για παράδειγμα, το γαλλικό δημοψήφισμα του Μαΐου 2005 και το ελληνικό δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015. Κατά τη διάρκεια αυτών των ψηφοφοριών, η αγανάκτηση που προκλήθηκε από την ομοφωνία των κυρίαρχων ΜΜΕ υπέρ του «Ναι» αποτέλεσε στην πραγματικότητα ένα εργαλείο σημαντικής λαϊκής κινητοποίησης για τους οπαδούς του “Όχι”.
Ένα στέλεχος της ελληνικής Αριστεράς έφτασε μέχρι το σημείο να εκφράσει την εκτίμηση ότι «το γεγονός ότι το στρατόπεδο του ‘Ναι‘ κινητοποίησε μισητούς πολιτικούς, σχολιαστές, επιχειρηματίες και διασημότητες των ΜΜΕ κατάφερε να πυροδοτήσει μια ταξική αντίδραση» υπέρ του «Όχι».
Είναι λίγο σαν κι αυτό που παρατηρήσαμε στις ΗΠΑ το 2016 με τις εκστρατείες του Τραμπ και του Σάντερς, που κινητοποίησαν τους οπαδούς τους κατά της μεροληψίας των ΜΜΕ, ώστε να μπορέσουν να αντισταθούν στην εκστρατεία που τα μέσα ενημέρωσης διεξήγαγαν εναντίον τους.
Αυτό σημαίνει ότι το να μη μάχεσαι κατά του κυρίαρχου μιντιακού συστήματος πληροφόρησης είναι σφάλμα υπολογισμού, αλλά και διανοητικό σφάλμα. Παραχωρεί στους χειρότερους αντιπάλους μας ένα πεδίο μάχης που θα έπρεπε να είναι δικό μας. Είναι ένα από τα παράδοξα της εποχής μας: οι αντικαπιταλιστές διασώζουν τον μιντιακό καπιταλισμό, ενώ άτομα όπως ο Τραμπ, που ενσαρκώνουν το καπιταλιστικό καθεστώς στο οποίο στηρίζονται οι αυτοκρατορίες του Τύπου, δεν συγκρατούν τις βολές τους.
Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι η μάχη δεν έχει χαθεί εκ των προτέρων.
O Ζαν-Λικ Μελανσόν το είχε επισημάνει τον Ιανουάριο του 2017: «Γνωρίζω ότι τα γαλλικά ΜΜΕ που έχουν στην κατοχή τους οι πολυεκατομμυριούχοι θα αντικαταστήσουν την αξιωματική αντιπολίτευση της κυβέρνησής μου και ότι θα ξεσπάσουν χωρίς όρια. Σε όλες τις χώρες του κόσμου υπήρξαν οι πραγματικοί αντίπαλοι των κυβερνήσεων που γεννήθηκαν από δημοκρατικά κύματα».
Ωστόσο, ενδεχόμενες πολιτικές νίκες θα παραμείνουν χωρίς αύριο και η αγανάκτηση θα αποδειχτεί ανίσχυρη χωρίς μια ριζική αναμόρφωση του συστήματος ενημέρωσης με:
* Αυστηρούς νόμους κατά της συγκέντρωσης.
* Λιγότερη εξάρτηση από τα διαφημιστικά έσοδα.
* Ανάπτυξη ενός καλά χρηματοδοτούμενου δημόσιου τομέα, που δεν υπακούει στην πολιτική εξουσία.
* Εφαρμογή μιας συνεισφοράς ενημέρωσης που θα χρηματοδοτούσε ένα κοινό σύστημα εκτύπωσης, διανομής, διόρθωσης, σελιδοποίησης εφημερίδων και ιστοσελίδων.
Στα τέλη του 2015, δύο μήνες μετά την υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο αριστερός Γάλλος οικονομολόγος Ζαν-Μαρί Αριμπέ αποκόμιζε το ακόλουθο δίδαγμα: «Αναμφίβολα, και περιλαμβάνω τον εαυτό μου σε αυτή την κριτική διαπίστωση, υπήρξαμε αφελείς σε τέτοιο σημείο ώστε να υποτιμήσουμε την ταξική βία που είχαν τη δυνατότητα να επιδείξουν οι κυρίαρχοι, είτε μιλάμε για καπιταλιστές είτε για οικονομολόγους είτε για κυβερνώντες, χωρίς να ξεχνάμε τα φερέφωνά τους στα μέσα ενημέρωσης. Ελλείψει κοινωνικών κινημάτων στις χώρες που πλήττονται κάπως λιγότερο από την κρίση (όπως η Γαλλία), οι χώρες του Νότου, κυρίως εάν είναι μικρές όπως η Ελλάδα, πηγαίνουν για σφαγή εάν νομίζουν πως θα πείσουν διά της λογικής τον νεοφιλελεύθερο στρατό απέναντί τους».
Serge Halimi
Πηγή: Η Αυγή από Le Monde Diplomatique