Τον σεβασμό και την αγάπη μου για τον Ρόμπερτ Φισκ, τον σπουδαίο Βρετανό ανταποκριτή της Independent στη Μέση Ανατολή και «δάσκαλο» όλων ημών των ημιμαθών διεθνατζήδων, τον έχω ομολογήσει επανειλημμένα σε αυτή τη στήλη.
Οταν όμως διάβασα, προχθές, τη συνέντευξή του που πήρε στο Τελ Αβίβ από ένα άλλο «ιερό τέρας» της μεσανατολικής δημοσιογραφίας, τον αιρετικό Ισραηλινό δημοσιογράφο της Ha’aretz, Γκιντεόν Λεβί, έναν αναλυτή τόσο ειλικρινή για τα αποικιοκρατικά εγκλήματα του λαού του σε βάρος των Παλαιστινίων, ώστε να ζει αναγκαστικά υπό συνεχή αστυνομική προστασία, ο ενθουσιασμός μου εκτινάχτηκε στα ύψη.
Μακάρι να μπορούσα να μεταφράσω εδώ ολόκληρη την κουβέντα τους, και τις δυόμισι χιλιάδες λέξεις· τόσο καλή είναι. Αναγκαστικά, όμως, θα περιοριστώ σε μερικά «ζουμερά» αποσπάσματα.
Γράφει ο εβδομηντάρης Φισκ για τον 65χρονο Λεβί: «Γενναίος, ανατρεπτικός, πένθιμος -με έναν σκληρό, ασυμβίβαστο τρόπο-, είναι το είδος του δημοσιογράφου που είτε λατρεύεις είτε μισείς. Οι Ισραηλινοί συμπατριώτες του απειλούν τη ζωή του, επειδή λέει την αλήθεια· και αυτό είναι το καλύτερο δημοσιογραφικό βραβείο που μπορεί να κερδίσει κανείς».
Λέει ο Λεβί για την απανθρωπιά των συμπατριωτών του:
«Το 1986, έγραψα για μια Παλαιστίνια που έχασε το μωρό της. Προσπάθησε να περάσει από τρία οδοφράγματα, αλλά την εμπόδισαν και γέννησε μέσα στο αυτοκίνητο. Δεν την άφησαν να πάει με το αμάξι στο νοσοκομείο, στην ανατολική Ιερουσαλήμ, που απείχε δύο χιλιόμετρα, και αυτή το μετέφερε πεζή. Το βρέφος πέθανε. Οταν δημοσίευσα την ιστορία, έγινε μεγάλο σκάνδαλο, ασχολήθηκε το υπουργικό συμβούλιο, δύο αξιωματικοί κάθισαν στο σκαμνί. Μετά, ανακάλυψα άλλες δέκα παρόμοιες περιπτώσεις… Σήμερα, αν δημοσιεύσω μια τέτοια ιστορία, ακόμη και οι λίγοι που θα τη διαβάσουν, το πολύ πολύ να χασμουρηθούν. Είναι πια απόλυτα νορμάλ, απόλυτα δικαιολογημένο. Εχουμε σήμερα μια δικαιολογία για το καθετί. Η απ-ανθρωποποίηση των Παλαιστινίων έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε απλά δεν μας νοιάζει. Χωρίς καμιά υπερβολή, πιο πολλή προσοχή θα τραβήξει στα ισραηλινά ΜΜΕ ο φόνος ενός ισραηλινού σκύλου από έναν Παλαιστίνιο, παρά η εκτέλεση 20 νεαρών Παλαιστινίων -που δεν έκαναν τίποτε- από ελεύθερους σκοπευτές στον φράχτη της Γάζας».
«Η ζωή των Παλαιστινίων είναι πια το φτηνότερο πράγμα στον κόσμο. Είναι ένα ολόκληρο σύστημα δαιμονοποίησης, απ-ανθρωποποίησης, ένα ολόκληρο σύστημα δικαιολόγησης που λέει “έχουμε πάντα δίκιο, γιατί δεν μπορούμε ποτέ να έχουμε άδικο” (…). Βλέπουν σκοπευτές να σκοτώνουν ένα παιδί που κουνά μια σημαία. Βλέπουν στην TV σκοπευτές να σκοτώνουν μια όμορφη νοσοκόμα με τη στολή της. Βλέπουν ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι να πηγαίνει οχτώ μήνες φυλακή, επειδή χαστούκισε ένα στρατιώτη. Και τα δικαιολογούν όλα (…). Αυτή η αδιαφορία, η απάθεια είναι ο χειρότερος εχθρός μας. Γι’ αυτό κι εγώ προσπαθώ συνεχώς να τους ταρακουνήσω, να τους φρικάρω, να τους κάνω να θυμώσουν μαζί μου -ξέρεις, πολλές φορές σκέφτομαι ότι, αν τους θυμώσω πολύ, αυτό είναι ένα σημάδι ότι κάπου βαθιά στη συνείδησή τους ξέρουν ότι κάτι καίγεται κάτω απ’ τα πόδια μας, ότι κάτι έχει πάει τελείως λάθος».
Για τη Γάζα και τους δημοσιογράφους:
«Το μόνο πράγμα που αληθινά μου λείπει είναι η Λωρίδα της Γάζας… Τα μεγαλύτερά μου θέματα τα έβγαλα εκεί. Εδώ και έντεκα χρόνια δεν με αφήνουν να πάω. Αλλά ακόμη και να άνοιγαν τα σύνορα, ελάχιστοι Ισραηλινοί δημοσιογράφοι θα πήγαιναν (…). Κανένας άλλος δημοσιογράφος δεν διαμαρτύρεται για την απαγόρευση. Δεν τους καίγεται καρφί -τα παίρνουν όλα έτοιμα από τον εκπρόσωπο του ισραηλινού στρατού, γιατί να πάνε στη Γάζα; Οταν με ρωτάνε πού θέλω να πάω περισσότερο στον κόσμο, στο Μπαλί; -εγώ απαντάω, δώστε μου μια βδομάδα στη Γάζα και δεν θέλω τίποτε άλλο!» (…).
«Εχουμε μερικά νέα παιδιά που θέλουν να πάνε στις πολεμικές ζώνες, μόνο για να δείξουν πόσο θαρραλέοι είναι. Πάνε στο Ιράκ, πάνε στη Συρία. Συνήθως επιστρέφουν με φωτογραφίες από τη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου ή από κάποιο υποτιθέμενο πεδίο μάχης… Αλλά και οι ξένοι [ανταποκριτές] δεν είναι καλύτεροι. Βλέπω ακόμη και τώρα [ξένους] δημοσιογράφους, που μπορούν να μπουν στη Γάζα, να κάθονται στομ φράχτη, όλους αυτούς τους ματωμένους μήνες, με 200 άοπλα θύματα. Δεν είναι επικίνδυνο γι’ αυτούς τους ξένους συναδέλφους να μπουν στη Γαζα. Κι όμως βλέπω ακόμη κι αυτούς του BBC ή του Al-Jazeera να δίνουν τις ανταποκρίσεις τους από έναν λόφο στο νότιο Ισραήλ και να παίρνουν κάποια πλάνα από τα media και από ντόπιους καμεραμέν. Αλλά δεν είναι το ίδιο»! (…).
«Ας το πάρουμε απόφαση -η δικιά μας δημοσιογραφία πεθαίνει. Τώρα μετράνε μόνο τα social media. Τώρα όλοι νοιάζονται μόνο ποιος θα γράψει το πιο έξυπνο τουίτ. Και για να γράψεις το πιο έξυπνο τουίτ, δεν χρειάζεται να πας πουθενά -κάθεσαι σπίτι σου μ’ ένα ποτήρι ουίσκι και γράφεις κάτι πολύ πολύ έξυπνο, με λίγο χιούμορ και πολύ κυνισμό. Ο κυνισμός, αυτός είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους δημοσιογράφους -εννοώ ότι οι περισσότεροι δεν νοιάζονται πραγματικά για τίποτα, εκτός από τη δική τους εξυπνάδα και προβολή»
Για τη «λύση των δύο κρατών» και τις σχέσεις ΗΠΑ – Ισραήλ:
«Κοίτα, έχουμε τώρα να κάνουμε με κάπου 700.000 [Εβραίους] εποίκους [στα κατεχόμενα]. Δεν είναι ρεαλιστικό να πιστεύουμε ότι κάποιος θα διώξει 700.000 εποίκους -κι αν δεν φύγουν όλοι τους, δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμο παλαιστινιακό κράτος. Ολοι το ξέρουν αυτό, αλλά όλοι -η Παλαιστινιακή Αρχή, η Ευρωπαϊκή Ενωση, οι ΗΠΑ- συνεχίζουν να λένε το ίδιο παλιό τραγούδι για τα «δύο κράτη», γιατί αυτό τους βολεύει. Κι έτσι η κατοχή μπορεί να συνεχιστεί για άλλα εκατό χρόνια, με την ιδέα ότι κάποτε θα υπάρξει μια λύση των δύο κρατών. Αυτό πλέον αποκλείεται. Αυτό το τρένο το χάσαμε οριστικά.» (…)
«Τι γίνεται σήμερα; Τίποτε δεν γίνεται -μια από τα ίδια. Πενήντα χρόνια κατοχή, τίποτε δεν άλλαξε. Το ίδιο πλαίσιο -ναι, περισσότεροι έποικοι, περισσότερη ωμή βία και μεγαλύτερη αίσθηση ότι έτσι θα μείνουν τα πράγματα. Αυτό είναι το Ισραήλ (…). Και το Ισραήλ είναι πολύ εθνικιστικό, πολύ δεξιό και πολύ θρήσκο -και η ισραηλινή κυβέρνηση αντανακλά πολύ καλά τον ισραηλινό λαό. Ο Νετανιάχου είναι ο καλύτερος για να παρουσιάσει την οπτική του Ισραήλ -ισχύς, ισχύς και πάλι ισχύς, διαιώνιση του στάτους κβο για πάντα, απόλυτη δυσπιστία απέναντι στους Αραβες, καμία διάθεση συμβιβασμού μαζί τους, ποτέ. Να ζούμε μόνο με το σπαθί μας, σε μια μόνιμη κατάσταση πολέμου»(…).
Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει σε πόσο μεγάλο βαθμό ο Νετανιάχου υπαγορεύει την αμερικανική πολιτική. Ο,τι αποφασίζεται σήμερα, όπως οι περικοπές της αμερικανικής βοήθειας στις υπηρεσίες του ΟΗΕ, όλα αυτά ξεκινούν από το Ισραήλ. Ο Τραμπ δεν δίνει φράγκο. Ο ρατσισμός είναι πλέον πολιτικά ορθός».
Γιώργος Τσιάρας
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών