Οι πολίτες της γειτονικής μας Μακεδονίας αποφάνθηκαν για το αν εγκρίνουν τη συμφωνία των Πρεσπών. Θέλω να ελπίζω ότι θα παραμερίσουν τις πικρίες από το δύσκολο γι’ αυτούς συμβιβασμό και από τα όσα άδικα έχουν υποστεί την τελευταία εικοσιπενταετία και θα εγκρίνουν τη συμφωνία που τερματίζει μια παράλογη διαμάχη ανάμεσα στους δύο λαούς. Ίδωμεν.
Αν και το κοινοβούλιο της γείτονος θα εγκρίνει τις αναγκαίες συνταγματικές αλλαγές, οπότε θα είναι η σειρά της δικής μας Βουλής να κυρώσει τη συμφωνία. Φαίνεται να υπάρχει η αναγκαία (αν και οριακή) κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Όμως, δυστυχώς, η διαφωνία του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου, η κατηγορηματική εναντίωση στη συμφωνία των περισσοτέρων κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά και ενός σημαντικού τμήματος της κοινής γνώμης, καθιστούν όχι αδύνατη μια πολιτική κρίση που θα συνεπάγονταν αναβολή ή και ματαίωση της κύρωσης. Εξάλλου, η στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του ΚΙΝΑΛ έχει νομιμοποιήσει τους εθνικιστές και την ακραία ρητορική τους, τροφοδοτώντας έτσι μια διχαστική πόλωση που έχει φθάσει μέχρι και σε επεισόδια βίας. Αξίζει γι’ αυτό να επαναλάβουμε για μια ακόμη φορά πως η συμφωνία των Πρεσπών είναι συμφέρουσα για τη χώρα μας, αλλά και για τη σταθερότητα στην περιοχή, και πως όσο γρηγορότερα τεθεί σε ισχύ τόσο το καλύτερο.
Δύσκολα θα υπάρξει καλύτερη ευκαιρία
Το Μακεδονικό πρέπει επιτέλους να λυθεί. Η επίλυσή του απελευθερώνει την βαλκανική μας πολιτική από ένα μεγάλο βαρίδι και μας επιτρέπει να παίξουμε το ρόλο που μας αρμόζει στην περιοχή. Θα έχει και όχι αμελητέα οικονομικά οφέλη, και μάλιστα για τη βόρειο Ελλάδα. Η συμφωνία που επιτεύχθηκε ικανοποιεί όλες ουσιαστικά τις θέσεις της λεγόμενης «εθνικής γραμμής» για το ζήτημα (σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό erga omnes, κλπ.), χωρίς να ταπεινώνει τη γείτονα, κάτι που δεν θα θέλαμε και εμείς, καθώς θα υποθήκευε τις σχέσεις μας μ’ αυτήν.
Τα όσα λέγονται πως δήθεν «δώσαμε γλώσσα και εθνικότητα» αποτελούν προφάσεις εν αμαρτίαις. Δεν θα μπορούσαμε να «δώσουμε» κάτι που δεν έχουμε: ούτε μακεδονική γλώσσα έχει η Ελλάδα (γι’ αυτό εξάλλου και έχουμε αναγνωρίσει τη γλώσσα των γειτόνων μας εδώ και δεκαετίες), ούτε μακεδονική εθνικότητα έχουμε, αφού επαιρόμαστε πως είμαστε όλοι Έλληνες. Και βέβαια η συμφωνία περιλαμβάνει ρυθμίσεις που διασφαλίζουν πως θα αποφεύγονται συγχύσεις ανάμεσα στην ελληνική και τη Βόρεια Μακεδονία, τους κατοίκους και την ιστορία τους. Γιατί η μη μονοπώληση του ονόματος Μακεδονία είναι το μόνο πραγματικό πρόβλημα με τη γείτονα και όχι κάποια ανύπαρκτη απειλή από τον βορρά. Εξάλλου, η σημερινή κυβέρνηση των Σκοπίων είναι η πλέον λογική εδώ και πάνω από είκοσι χρόνια. Δύσκολα θα υπάρξει καλύτερη ευκαιρία για συμφωνία στο ορατό μέλλον.
Σταθερότητα εν μέσω γεωπολιτικών ανταγωνισμών
Η εξομάλυνση των διμερών μας σχέσεων και το συνακόλουθο ξεμπλοκάρισμα της ευρωπαϊκής πορείας των Σκοπίων ενισχύει την ασφάλεια και τη σταθερότητα της γείτονος, πράγμα που, επίσης, ενδιαφέρει ζωτικά τη χώρα μας και μάλιστα σε μια στιγμή που εντείνονται οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί στην περιοχή. Ειδικότερα, το Κόσοβο εξακολουθεί να αποτελεί πηγή περιφερειακής αστάθειας και η διαφαινόμενη λύση της επαναχάραξης των συνόρων του με την κυρίως Σερβία αποτελεί ένα εξαιρετικά επικίνδυνο εγχείρημα που θα μπορούσε να αφυπνίσει αποσχιστικές ορέξεις και αλλού. Μια νέα αποσχιστική τάση των Αλβανών στην γείτονα θα έθετε σε κίνδυνο την ίδια την κρατική τους υπόσταση, πράγμα σαφώς αντίθετο και προς το δικό μας εθνικό συμφέρον, όπως έχουμε όλοι καταλήξει (πλην Σαμαρά) εδώ και δεκαετίες. Η συμφωνία των Πρεσπών και η ευρωπαϊκή προοπτική είναι για τη γείτονα μια κάποια ασπίδα σε τυχόν επερχόμενες θύελλες.
Η ένταξη των Σκοπίων (και όλων των Δυτικών Βαλκανίων) στην ΕΕ είναι απολύτως επιθυμητή και θα εξαλείψει τη «μαύρη τρύπα» που σήμερα υπάρχει στο εσωτερικό της Ένωσης. Τα πολύπλοκα διακρατικά και εθνοτικά προβλήματα της περιοχής μπορούν να βρουν σταθερή λύση μόνο στο πλαίσιο μιας τέτοιας υπερεθνικής κοινότητας. Εννοείται ότι προϋπόθεση για την ένταξη είναι η εκπλήρωση των συμφωνημένων κριτηρίων, αλλά αυτά δεν πρέπει να γίνονται πρόσχημα για αποκλεισμό των Βαλκανίων στο πλαίσιο μιας νέας «κλειστής» Ευρώπης.
Εθνικισμός με «αντιιμπεριαλιστικό» μανδύα
Υποστηρίζεται συχνά πως η χώρα μας δεν έχει κανένα λόγο να υπηρετεί τα σχέδια ΗΠΑ και ΕΕ για ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Και είναι αλήθεια πως, ακούγοντας τη συχνά φορτική (και ας ελπίσουμε όχι αντιπαραγωγική) προπαγάνδα και πίεση των Δυτικών προς τα Σκόπια, θα έλεγε κανείς πως το κύριο τους κίνητρο είναι η ένταξη της χώρας αυτής στην Ατλαντική Συμμαχία.
Κατά τη γνώμη μου, το ΝΑΤΟ πράγματι δεν έχει κανέναν λόγο να επεκτείνεται κι άλλο στα Βαλκάνια. Στην κλιμακούμενη γενικότερη αντιπαράθεση Ρωσίας-Δύσης, επιτιθέμενη πλευρά δεν είναι η Μόσχα. Η πολιτική των ΗΠΑ και ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών είναι αυτή που κυρίως θέτει σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη, ενώ ενισχύει και όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος Πούτιν. Ειδικότερα στα Βαλκάνια, η ρωσική παρουσία είναι συγκριτικά ασήμαντη μπροστά σ’ αυτή των Δυτικών και δεν υπάρχει κανένας λόγος να εξαλειφθεί. Φυσικά, η Μόσχα αντιτίθεται στην ένταξη των βαλκανικών χωρών στο ΝΑΤΟ, αφού η ένταξη αυτή στρέφεται ρητά και προφανώς εναντίον της. Είναι επίσης γνωστό πως η αντίδρασή της περιλαμβάνει ορθόδοξες και μη ορθόδοξες (και καταδικαστέες) μεθόδους, που όμως ωχριούν μπροστά στην παρουσία και τις παρεμβάσεις των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών στη γειτονιά μας. Και βέβαια, για όσους γνωρίζουν ιστορία, οι ισχυρισμοί πως η δύναμη του εθνικισμού σε Ελλάδα και Μακεδονία οφείλεται στα ρωσικά ρούβλια στερούνται σοβαρότητας.
Το μέλλον της Βόρειας Μακεδονίας και των Βαλκανίων είναι η συνεργασία με τους γείτονες και η Ευρώπη, όχι μια αντιρωσική ψυχροπολεμική συμμαχία. Όμως αυτό σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται πως η στάση μας στο Μακεδονικό πρέπει να ετεροπροσδιορίζεται. Στηρίζουμε τη συμφωνία των Πρεσπών επειδή αυτή συμφέρει εμάς, τη γείτονα, τη σταθερότητα στην περιοχή και την Ευρώπη, όχι επειδή μάς το ζητούν τα γεράκια του ΝΑΤΟ. Τώρα, αν συμβαίνει οι γείτονες να επιθυμούν και την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ, αυτοί θα κρίνουν τι τους συμφέρει (και φαίνεται πως η ένταξη αυτή έχει σημασία για τις εθνοτικές ισορροπίες στη χώρα τους). Και σε κάθε περίπτωση, η ένταξή τους στο ΝΑΤΟ δεν αποτελεί ουσιώδη απειλή για τη Ρωσία, όπως θα ήταν λ.χ. η ένταξη της Ουκρανίας. Συνεπώς, η καθ’ ημάς αντίθεση στη συμφωνία των Πρεσπών λόγω ΝΑΤΟ, δεν είναι παρά επένδυση του εθνικισμού με έναν «αντιιμπεριαλιστικό» μανδύα.
Ώρα της αλήθειας και για εμάς
Εφ’ όσον, όπως ελπίζω, έχουμε θετική εξέλιξη στα Σκόπια, θα έρθει η ώρα της αλήθειας και για μας. Για όσους στην αντιπολίτευση έχουν υιοθετήσει αρνητική στάση, παρά τις πραγματικές τους πεποιθήσεις, από εμπάθεια προς τον ΣΥΡΙΖΑ και μικροκομματικές σκοπιμότητες, είναι μια τελευταία ευκαιρία να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Όσον αφορά την κυβέρνηση, θέλω να πιστεύω πως θα εμείνει στη θαρραλέα και υπεύθυνη στάση που ακολούθησε ως σήμερα, πως θα προχωρήσει γρήγορα στην κύρωση της συμφωνίας και, όπως δήλωσε πρόσφατα με σαφήνεια ο πρωθυπουργός, δεν θα «παίξει παιγνίδια» σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα. Καλό θα είναι, επίσης, να μην εμπλέξουμε άλλο το Μακεδονικό με την αντιρωσική σταυροφορία των πιο σκοτεινών δυνάμεων της Δύσης.
Ο Σωτήρης Βαλντέν διδάσκει στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών.
Πηγή: Η Εποχή