Συνέντευξη στον Σπύρο Ραπανάκη
* Οι γείτονές μας στην ΠΓΔΜ πηγαίνουν στις κάλπες για το δημοψήφισμα που θα εκκινήσει τη διαδικασία κύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών. Ποια είναι η σημασία του να πάρει σάρκα και οστά η συμφωνία;
Περιμένουμε με ήρεμη αισιοδοξία το αποτέλεσμα του σημερινού δημοψηφίσματος. Προσδοκούμε στη νίκη του «Ναι», στην επικράτηση, δηλαδή, της φιλίας, της συνεργασίας και της συνανάπτυξης στην περιοχή. Αν ο λαός της γειτονικής μας χώρας κάνει σήμερα το πρώτο κρίσιμο βήμα και στη συνέχεια επισυμβούν οι συμφωνημένες αλλαγές στο σύνταγμα, να είναι όλοι βέβαιοι ότι και η ελληνική Βουλή, θα σταθεί στο ύψος της ιστορικής περίστασης και θα εγκρίνει τη συμφωνία των Πρεσπών.
* Έχουμε όμως από τη μια τη Ν.Δ., που λίγο – πολύ θεωρεί τη συμφωνία”εθνικά επιζήμια”, ακόμη και “προδοτική”, θέση που συμμερίζονται με τοποθετήσεις τους στελέχη και βουλευτές του ΚΙΝ.ΑΛΛ. Από την άλλη ο κυβερνητικός σας εταίρος έχει διατυπώσει ξεκάθαρα πως δεν πρόκειται να στηρίξει τη συμφωνία αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο ακόμη και να ρίξει την κυβέρνηση. Πώς λύνεται λοιπόν αυτός ο γρίφος;
Παρακολουθούμε τη μάχη οπισθοφυλακών που δίνουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Κόμματα που υποτίθεται, έχουν στην προμετωπίδα τους το «Μένουμε Ευρώπη» πασχίζουν, τυφλωμένα από αντιπολιτευτικό πάθος και αντιαριστερό μένος, να σύρουν τη χώρα μας πίσω, σε έναν ολέθριο και επικίνδυνο βαλκανικό επαρχιωτισμό. Σε αντίθεση με τις πολιτικές ομάδες στις οποίες ανήκουν στην Ευρώπη, έχουν καταντήσει να αντιπολιτεύονται με αστεία προσχήματα το δικό τους δημιούργημα, την εθνική θέση του 2008 περί σύνθετης ονομασίας.
Παρακολουθούμε απίστευτες μεταμορφώσεις: Τον Κυριάκο Μητσοτάκη να πρωταγωνιστεί στην ακροδεξιά διολίσθηση της Ν.Δ. Την κυρία Γεννηματά σε μόνιμη κατάσταση πολιτικής εξαλλοσύνης να υιοθετεί ακραία ρητορική και με αφορμή το “Μακεδονικό” να έρχεται σε αντίθεση με όλες τις υπόλοιπες συνιστώσες του ΚΙΝ.ΑΛΛ. και να προχωρά σε ρήξη με το Ποτάμι. Βλέπουμε, ταυτόχρονα, διάφορους στυλοβάτες του ευρωπαϊστικού – εκσυγχρονιστικού χώρου είτε να σιωπούν είτε να υπεκφεύγουν υποτάσσοντας τις παλαιότερες ορθές τοποθετήσεις τους στο “Μακεδονικό” στον πρώτιστο στόχο να ηττηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα στρατηγικά. Ας προσθέσουμε σε αυτή την εικόνα την ακατανόητη στάση του ΚΚΕ και το «στρίβειν διά του αντιαμερικανισμού».
Αναφορικά με τη στάση του κ. Καμμένου επιμένω να υποστηρίζω ότι δεν πιστεύω, πως οι ΑΝ.ΕΛΛ. θα επιλέξουν τελικά να πλήξουν την κυβερνητική σταθερότητα.
Την ώρα που στη γειτονική χώρα ακόμη και οι αντιπολιτευόμενοι υπερεθνικιστές του VMRO προσανατολίζονται σε ψήφο κατά συνείδηση, δεν νομίζω ότι θα ήταν υπερβολικό να ζητήσουμε από τον δικό μας κυβερνητικό εταίρο, τον κ. Καμμένο, να μην παρεμποδίσει τη διαδικασία και να αφήσει ελεύθερους τους βουλευτές του να ψηφίσουν κατά πώς προστάζει η συνείδησή τους στην ψηφοφορία για τη συμφωνία Τσίπρα – Ζάεφ, όπως, άλλωστε, το σύνταγμα επιτάσσει, Την ίδια έκκληση απευθύνω στους βουλευτές όλων των κομμάτων. Είναι ώρα εθνικής και δημοκρατικής ευθύνης και όχι κομματικής περιχαράκωσης.
Η ακροδεξιά βία και τα κρούσματα κοινωνικής παθολογίας αλληλοτροφοδοτούνται
* Με αφορμή το “Μακεδονικό” είχαμε σειρά ακροδεξιών περιστατικών. Η Χρυσή Αυγή και οι φασιστικές ομάδες, πέντε χρόνια μετά τη δολοφονία Φύσσα, συνεχίζουν να δρουν εγκληματικά. Πριν από λίγες ημέρες είχαμε το άγριο λιντσάρισμα, εν είδει αυτοδικίας, του Ζακ Κωστόπουλου στην Ομόνοια. Υπάρχει κοινό νήμα που συνδέει όλα αυτά;
Θα πρέπει να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ οργανωμένης ακροδεξιάς και φασιστικής βίας και κρουσμάτων κοινωνικής παθολογίας. Η πρώτη αντιμετωπίζεται με έναν συνδυασμό αποφασιστικής πολιτικής εναντίωσης και με τη χρήση όλων των νόμιμων μορφών αντίστασης της δημοκρατικής Πολιτείας. Η δεύτερη απαιτεί να ψάξουμε βαθύτερα και να βρούμε το ατομικό ή το συλλογικό υπόστρωμα και φαντασιακό που γεννά τέτοιες συμπεριφορές απέναντι στον «άλλο», τον «διαφορετικό», τον «περιθωριακό».
Προφανώς τα δύο επίπεδα επικοινωνούν και αλληλοτροφοδοτούνται, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης και εξαθλίωσης στις καπιταλιστικές μητροπόλεις και στην Αθήνα. Πρόσφατη έρευνα ανέδειξε τους ποικίλους ανορθολογισμούς και μια κουλτούρα φόβου και μηδενικής ανοχής που σε επικίνδυνο βαθμό συνέχουν τμήματα της κοινωνίας.
Γι’ αυτό έχουν σημασία οι κοινωνικές πολιτικές, το ισχυρό κοινωνικό κράτος και οι αντίστοιχες δομές που κάνουν κάθε άνθρωπο αξιοπρεπή και αναγκαίο κι όχι ένα περιττό ανθρώπινο σκουπίδι, απέναντι στο οποίο στρέφεται όχι η μέριμνα της Πολιτείας και το κράτος δικαίου, αλλά τα ζωώδη ένστικτα, η αυτοδικία και ο νόμος του Λιντς.
* Διανύουμε την πρώτη περίοδο της μεταμνημονιακής εποχής. Με ποιον τρόπο μπορεί αυτό να έχει υλικό αποτύπωμα στην καθημερινότητα της κοινωνικής πλειοψηφίας; Ποιος ο ρόλος του κόμματος σε αυτή τη νέα φάση;
Το πρωθυπουργικό πακέτο στη ΔΕΘ, η ουσιαστική κατάργηση των capital controls από αύριο, η εκκίνηση της συζήτησης για τον κατώτατο μισθό, η επέκταση ορισμένων κλαδικών συμβάσεων, η αναγγελία, επιτέλους, διορισμών στην εκπαίδευση, ο πολλαπλασιασμός των δομών πρωτοβάθμιας υγείας, ο αγώνας της κυβέρνησης να μην περικοπούν οι συντάξεις, οι θετικές προοπτικές για τις συντάξεις χηρείας, το Κοινωνικό Επίδομα Αλληλεγγύης και τα άλλα κοινωνικά επιδόματα, η κάλυψη της συντριπτικής πλειοψηφίας των παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, η χορήγηση εκ νέου κοινωνικού μερίσματος και μια σειρά άλλα μέτρα που αυτή η κυβέρνηση έχει ήδη υλοποιήσει ή σχεδιάζει το αμέσως επόμενο διάστημα είναι το δικό μας αριστερό αποτύπωμα και τα ρήγματα που καταφέραμε να επιφέρουμε στο τείχος της μνημονιακής λιτότητας που μας επιβλήθηκε.
Στη νέα περίοδο με ελπίδες και δυνατότητες, αλλά και με τους μνημονιακούς καταναγκασμούς παρόντες (π.χ. η απαίτηση για υπερπλεονάσματα), χρειαζόμαστε ως αριστερό κόμμα ένα νέο συνεκτικό και πειστικό πολιτικό σχέδιο οριστικής εξόδου από τη μέγγενη της λιτότητας, με παραγωγική ανασυγκρότηση και δίκαιη διανομή του παραγόμενου πλούτου. Ένα σχέδιο άρρηκτα δεμένο με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, ώστε παντού στην Ευρώπη να τροποποιηθούν οι σημερινοί αρνητικοί συσχετισμοί και η συνδυασμένη επίθεση νεοφιλελευθερισμού και Ακροδεξιάς.
Για τον λόγο αυτόν έχω προτείνει τη σύγκληση προγραμματικού συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε, μετά από μια περίοδο υποτονικής παρουσίας του κόμματος, να επανέλθουμε στην αριστερή κανονικότητα, που για τη δική μας κουλτούρα σημαίνει την ιδεολογική και πολιτική αυτονομία του κόμματος απέναντι στον κυβερνητισμό και την πίεση να μεταλλαχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα ακόμη συστημικό κόμμα.
Στο ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας – κράτους δεν χρειάζονται μεσοβέζικες λύσεις
* Θα προχωρήσει στην ουσία της η συζήτηση για τις σχέσεις Εκκλησίας – κράτους;
Η ουσία είναι ο χωρισμός ή, όπως εσχάτως λέγεται οι διακριτοί ρόλοι κράτους – Εκκλησίας. Η έξοδος από την κρίση δεν είναι στενά οικονομικό θέμα. Χρειαζόμαστε ένα νέο σύστημα δημοκρατικών αξιών που θα αντιμετωπίζει τους ανορθολογισμούς, τη μισαλλοδοξία και διάφορους αρχαϊσμούς που η κρίση έχει παροξύνει. Ο χωρισμός, λοιπόν, δεν είναι μόνο μια εκκρεμότητα του παρελθόντος, αλλά ένα επείγον δημοκρατικό αίτημα του παρόντος.
Πρέπει να προχωρήσουμε σε νομοθετικές ρυθμίσεις, όπως π.χ. στην εκπαίδευση με την κατάργηση της δήλωσης θρησκευτικού φρονήματος και της αναγραφής του θρησκεύματος στους τίτλους σπουδών και βεβαίως πρέπει να αποκολληθεί από το υπουργείο Παιδείας η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων.
Υπάρχει και η ανάγκη πιο ριζικών αλλαγών που αφορούν τη συνταγματική αναθεώρηση: η κατάργηση του Προοιμίου, με το οποίο η Αγία Τριάδα εμφανίζεται περίπου ως πηγή του συντάγματος (!), καθώς και η κατάργηση του άρθρου 3 για την επικρατούσα θρησκεία. Δεν χρειάζονται μεσοβέζικες λύσεις, γιατί το εκκλησιαστικό παρακράτος καιροφυλακτεί, ιδιαίτερα στον χώρο της Δικαιοσύνης.
* Ο πρωθυπουργός έχει θέσει με επιτακτικό τρόπο την ανάγκη συγκρότησης προοδευτικού μετώπου απέναντι στην άνοδο της Ακροδεξιάς. Στην Ελλάδα πώς μεταφράζεται αυτό σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο; Είναι βιώσιμη η συνέχιση της συμμαχίας με τους ΑΝ.ΕΛΛ.;
Ο πρωθυπουργός στο Ευρωκοινοβούλιο ήταν σαφής, καλώντας κάθε προοδευτική και δημοκρατική δύναμη της Ευρώπης σε μέτωπο όχι μόνο απέναντι στην Ακροδεξιά, αλλά και στον νεοφιλελευθερισμό, που σαρώνει τις κοινωνικές κατακτήσεις και της στρώνει τον δρόμο. Δεν φτιάχνουμε λοιπόν ένα κολοβό μέτωπο περιλαμβάνοντας σε αυτό δυνάμεις που επιτίθενται ανηλεώς στις εργαζόμενες τάξεις και στο κοινωνικό κράτος.
Όπως μας υπενθυμίζει ο σεβαστός Μάρκο Ρεβέλι στην “Αυγή” της 26ης Σεπτεμβρίου 2018, δεν μας αφορά ένα μέτωπο «Από τον Μακρόν έως τον Τσίπρα», δηλαδή μια κολυμβήθρα του Σιλωάμ, όπου θα αναμειγνύονται ο «Πρόεδρος των πλουσίων» και διάφοροι κεντροαριστεροί της συμφοράς με όσους ενσαρκώνουν την αντίσταση στη λιτότητα και στη νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση.
Με αυτές τις αρχές, χωρίς να εγκαταλείπουμε το έδαφος της Αριστεράς και στη βάση προγραμματικών συγκλίσεων, επεξεργαζόμαστε την πολιτική των συμμαχιών σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο και θα τη βαθύνουμε εν όψει εκλογών.
Θα κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να ενδυναμωθεί και να διευρυνθεί ο αριστερός – προοδευτικός πόλος με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ και να αντιπαρατεθεί νικηφόρα με τη δεξιά παλινόρθωση του κ. Μητσοτάκη και την ακροδεξιά απειλή. Από εκεί και πέρα και ανάλογα με το εκλογικό αποτέλεσμα. Προβλέπουμε σε συγκλίσεις προοδευτικού χαρακτήρα και στο κυβερνητικό επίπεδο. Η συνεργασία με τους ΑΝ.ΕΛΛ., στον βαθμό που διατηρούν τα σημερινά φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά τους, δεν νομίζω ότι θα είναι στις προτεραιότητές μας.
Πηγή: Η Αυγή