Macro

Το έθνος ως κόμμα, το κόμμα ως έθνος

«Κατά το πλείστον καλλιεργώμεν κόμμα Ελληνικόν και όχι εθνικήν Ελληνικήν ιδέα.
Η ιδέα θα σχηματισθή αφού συμπηχθή το κόμμα»

Κέντρο Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης (29/8/1905)

Γιατί το Μακεδονικό προσφέρεται τόσο ως εφαλτήριο για πολιτική κινητοποίηση της εγχώριας εθνικοφροσύνης, πολύ περισσότερο από τα υπόλοιπα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής που είθισται ν’ αποκαλούμε «εθνικά»;

Η απάντηση δεν βρίσκεται μόνο στο προφανές, στην ευκολία δηλαδή και το ακίνδυνο της επίδειξης εθνικής μαγκιάς απέναντι σ’ έναν καταφανώς πιο αδύναμο γείτονα· επίδειξης που στις μέρες μας λειτουργεί ως μηχανισμός εκτόνωσης σοβαρότερων και βαθιά τραυματικών συλλογικών ταπεινώσεων.

Οι ρίζες των περιοδικών εθνικιστικών εξάρσεων γύρω από το Μακεδονικό βρίσκονται στην ίδια την Ιστορία. Οχι φυσικά την αρχαία, που συμβολική μόνο σημασία έχει σχετικά με το όλο αντικείμενο, αλλά του τελευταίου ενάμιση αιώνα.

Σε αντίθεση με άλλα «εθνικά θέματα» διπλωματικού καθαρά χαρακτήρα, το Μακεδονικό υπήρξε εξαρχής ένα ζήτημα εσωτερικής κυρίως πολιτικής, από την εποχή ακόμη που η Μακεδονία αποτελούσε τμήμα του οθωμανικού κράτους. Ζήτημα δηλαδή μαζών και πολιτικής κινητοποίησής τους, με επίδικο αντικείμενο είτε την κατάκτηση είτε τη διατήρηση της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας − τόσο της κεντρικής όσο και ποικίλων μικροεξουσιών στο επίπεδο του χωριού ή ακόμη και της συνοικίας.

Στο σημερινό μας αφιέρωμα θα δούμε από κοντά αυτή τη λειτουργία, τους μηχανισμούς της και τις στρατηγικές που επενδύθηκαν σ’ αυτήν, τόσο πριν όσο και μετά την κατάτμηση της Μακεδονίας το 1912-1913.

Μολονότι η χώρα μας δεν έχει φυσικά το μονοπώλιο του εθνικισμού στην περιοχή, για λόγους χώρου και επικαιρότητας θα περιοριστούμε εδώ κυρίως στη σχετική ελληνική εμπειρία.

Η οθωμανική κληρονομιά

Οπως είπαμε ήδη, το Μακεδονικό είχε τα χαρακτηριστικά εσωτερικής πολιτικής σύγκρουσης από την εποχή ακόμη που αντικείμενό του αποτελούσε το μέλλον της περιοχής, ως τμήματος ακόμη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στην ευρύτερη αυτή περιοχή, στο γύρισμα του εικοστού αιώνα ζουν κάπου 2.500.000 άνθρωποι: σχεδόν 1.500.000 χριστιανοί, πάνω από 900.000 μουσουλμάνοι και 80.000 Εβραίοι, κατά το μεγαλύτερο μέρος τους –οι τελευταίοι– στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Η μεγάλη πλειονότητα πάλι των χριστιανών είναι σλαβόφωνη (πάνω από 900.000).

Οι ελληνόφωνοι δεν ξεπερνούν τις 360.000 και κατοικούν ως επί το πλείστον στις νοτιότερες περιοχές, ενώ υπάρχουν επίσης 80.000-100.000 βλαχόφωνοι, λιγότεροι από 10.000 αλβανόφωνοι, 5.000 τουρκόφωνοι και μερικές δεκάδες χιλιάδες Τσιγγάνοι.

Το Μακεδονικό σε αυτή τη φάση δεν αφορά τον ελληνόφωνο πληθυσμό, που δεν διεκδικείται από κανέναν άλλο εθνικισμό πλην του ελληνικού· διακύβευμά του, μέχρι το 1912, αποτελεί κυρίως ο προσεταιρισμός των σλαβόφωνων Μακεδόνων, που αποτελούν και την πλειονότητα του χριστιανικού πληθυσμού της ενδοχώρας, από τα κράτη και τους εθνικισμούς που διεκδικούν την περιοχή στο σύνολό της ή εν μέρει (δηλαδή την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Σερβία).

Δευτερευόντως, αφορά επίσης τους Βλάχους, που διεκδικούνται από Ελλάδα και Ρουμανία ως μειοψηφική μεν, αλλά κοινωνικά ισχυρή και γεωστρατηγικά κρίσιμη πληθυσμιακή ομάδα· η αντίστοιχη αντιπαλότητα ελληνικού και αλβανικού εθνικισμού στους κόλπους των αλβανόφωνων κοινοτήτων εμφανίστηκε απεναντίας πολύ αργά, στο β΄ μόλις μισό της δεκαετίας του 1900.

Τουρκόφωνοι χριστιανοί και Τσιγγάνοι θεωρούνταν, τέλος, υπερβολικά περιθωριακοί, αριθμητικά ή κοινωνικά, για ν’ αναγορευθούν σε αντικείμενο παρόμοιας αναμέτρησης.

Στην πράξη, η παραπάνω διεκδίκηση και η ανταπόκριση των ντόπιων πληθυσμών σε αυτήν πήραν τη μορφή πολιτικών παρατάξεων, που στο καθημερινό λεξιλόγιο της εποχής αποκαλούνταν συνήθως «κόμματα»: «ελληνικό», «βουλγαρικό», «σερβικό», «ρουμανικό», «αλβανικό» και, από ένα σημείο και μετά, «μακεδονικό».

Η ορολογία αυτή χρησιμοποιείται όχι μόνο από Βαλκάνιους και Ευρωπαίους παρατηρητές αλλά και από τα ίδια τα δρώντα υποκείμενα και τα καθοδηγητικά επιτελεία τους, τόσο στον υπηρεσιακό όσο και στον δημόσιο λόγο.

Ο Γερμανός Καραβαγγέλης μάς πληροφορεί, έτσι, στα απομνημονεύματά του ότι λειτούργησε «με το ελληνικό κόμμα» στο Νεστόριο και στα χωριά των Κορεστίων· έκθεση του Βούλγαρου Εξάρχου Ιωσήφ ασχολείται με «το βουλγαρικό κόμμα» στο Εμπόριο των Καϊλαρίων, ενώ ο Βοδενών Αγαθάγγελος ενημερώνει εν έτει 1870 το Πατριαρχείο ότι «τέσσαρες των βουλγαριστών εξυλοκόπησαν οι του άλλου κόμματος».

«Την σήμερον, “ορθοδοξία” και “σχίσμα” είναι δυο πολιτικά κόμματα» υπενθυμίζει το 1906 στην Αθήνα ο Ελληνας πρόξενος Σερρών, ο δε προκάτοχός του σκιαγραφούσε το 1904 κάποιον δολοφονημένο προεστό με τα παρακάτω λόγια: «πολίτης ήσυχος και αβλαβής, εις ουδένα κόμμα ανήκων ορισμένως, δηλούμενος οτέ μεν ως σχισματικός, οτέ δε ως ορθόδοξος, κατά τας περιστάσεις και τας ανάγκας του».

Παρόμοιες διατυπώσεις διανθίζουν την υπηρεσιακή χαρτογράφηση της «πολιτικής καταστάσεως» των Καστανοχωρίων που φυλάσσεται στο αρχείο του μακεδονομάχου Τσόντου Βάρδα (φ. 4, έγγρ. 19): σε κάποια χωριά «υπάρχη κόμα Βουλγαρικόν αλλά δεν τολμά επησήμος να παρουσιασθή», αλλού «είρχησεν να παρουσιάζητε κόμα ελληνικόν», ενώ σε μια τρίτη περίπτωση ο παραλήπτης προειδοποιείται πως, «εάν αποκοπούν χρήματα εμμίσθων, θα παρ[ουσιασθή] Κόμ[μα] Βουλγαρ[ικόν]».

Σερβικές διπλωματικές εκθέσεις κάνουν, πάλι, λόγο για «βουλγαρικό», «ελληνικό», «καθολικό» και «σερβικό» ή «ημέτερο» κόμμα στη Βόρεια Μακεδονία, χρησιμοποιώντας τόσο τη λατινότροπη εκφορά του όρου (партиjа) όσο και την καθαρά σερβική (странка).

Η γενικευμένη χρήση αυτής της ορολογίας απ’ όλες τις πλευρές παράγει επίσης γλωσσικά υβρίδια: σλαβόφωνοι πατριαρχικοί στο Ζίρνοβο (σημ. Κάτω Νευροκόπι) μιλούν το 1892 για «μπουγκάρσκο κόμμα» και «γκ’ρσκο κόμμα», ο δε Ελληνας πρόξενος Σερρών σημειώνει το 1905 το αίτημα κάποιων χωρικών ν’ απογραφούν «εις την βουλγαρικήν παρτίδα» (παράφραση του «бугарска партия»).

Η ταξιδιωτική οδηγία των μακεδονομάχων προς τους Μακεδόνες, για υποχρεωτικό εφοδιασμό τους με «πιστοποιητικά εθνικών φρονημάτων» (10/3/1905)
Η ταξιδιωτική οδηγία των μακεδονομάχων προς τους Μακεδόνες, για υποχρεωτικό εφοδιασμό τους με «πιστοποιητικά εθνικών φρονημάτων» (10/3/1905) | ΓΑΚ/ΑΡΧΕΙΟ Γ. ΤΣΟΝΤΟΥ – ΒΑΡΔΑ

Η χρήση του οθωμανικού όρου taraf φαίνεται πως ήταν επίσης αρκετά διαδεδομένη στον καθημερινό λόγο των αντιπάλων: ο Βάρδας απειλεί έτσι το 1907 κάποιο χωρικό από το Μπούφι (σημ. Ακρίτας Φλώρινας) «ότι θα πάθη αυτός και οι άλλοι, έχοντες κτήματα εκεί, αν δεν ενεργήσωσι ταχέως να φανή κόμμα (Ταράφι) Ελληνικόν εις το χωρίον των».

Τη σαφέστερη περιγραφή του φαινομένου συναντάμε στις γραπτές οδηγίες του Κέντρου Θεσσαλονίκης προς τον μακεδονομάχο λοχαγό Μπουκουβάλα (29/8/1905):

«Δεν γνωρίζω εις ποίας σχέσεις ευρίσκεσαι μετά των χωρικών του διαμερίσματός σου, είναι ανάγκη όμως να τας καλλιεργήσεις. Να μη λησμονώμεν ότι κατά το πλείστον καλλιεργώμεν κόμμα Ελληνικόν και όχι εθνικήν Ελληνικήν ιδέα, η ιδέα θα σχηματισθή αφού συμπηχθή το κόμμα. Επομένως πρέπει να φερώμεθα προς αυτούς, ως προς εκλογείς εν παραμοναίς εκλογών» (Π. Μαυρίκος, «Ο τελευταίος πολεμιστής», Αθήνα 1993, σ. 115).

Ο σταυρός, η ιδεολογία, οι λίρες

Οπως κάθε κόμμα, έτσι και οι εθνικές παρατάξεις της οθωμανικής Μακεδονίας ενσωματώνουν ποικίλου βαθμού διαθεσιμότητες. Ο σκληρός πυρήνας των αφοσιωμένων υποστηρικτών τους (και δυνάμει εθνομαρτύρων) πλαισιώνεται από ομόκεντρους κύκλους χαλαρότερης ένταξης, η εξωτερική δε περίμετρός τους απαρτίζεται από κυμαινόμενους οπαδούς (ή, κατά την αφοριστική διατύπωση Ελληνα διπλωμάτη της εποχής, «φαύλους εκπλειστηριαστάς της συνειδήσεώς των»).

Οπως σε κάθε κομματική διαμάχη, έτσι κι εδώ έχουμε συχνές μεταπηδήσεις από τη μια παράταξη στην άλλη, ως αποτέλεσμα της αλλαγής πεποιθήσεων, ορθολογικής επιλογής ή απλής συναλλαγής.

Η θεοκρατική οργάνωση του οθωμανικού κράτους προσδίδει σ’ αυτά τα κόμματα θρησκευτική τυπικά υπόσταση.

Για την εγχώρια έννομη τάξη δεν συνιστούν παρά εθνικές εκκλησιαστικές οντότητες (millet) μ’ επικεφαλής ιερωμένους «εθνάρχες» (milletbaşı): τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης και τον προκαθήμενο της Βουλγαρικής Εξαρχίας σε κεντρικό επίπεδο, τους επιχώριους μητροπολίτες ή τους προέδρους των εξαρχικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων σε τοπικό.

Στην πράξη, ωστόσο, βασικό μηχανισμό τόσο ιδεολογικής όσο και φυσικής αναπαραγωγής τους συνιστούν τα αντίστοιχα εθνικά σχολικά δίκτυα −και, φυσικά, το χρήμα που δαπανάται από τα εθνικά κέντρα για τη συντήρηση των σχολείων, τη μισθοδοσία μητροπολιτών και πρακτόρων αλλά και για τον προσεταιρισμό των τοπικών εκείνων στελεχών που είναι σε θέση να επηρεάζουν (ή να επιβάλλουν) τον εθνικό προσανατολισμό των κοινοτήτων τους.

Οι μορφές πολιτικής κινητοποίησης αυτών των εθνικών κομμάτων κυμαίνονται από την απλή διακήρυξη της οικείας ταυτότητας (απογραφές, τοπικά «δημοψηφίσματα», προσυπογραφή εκκλήσεων κ.ο.κ.) μέχρι πραγματικές μάχες σώμα με σώμα, ακόμη και με ανθρώπινα θύματα, για την κατοχή εκκλησιών, σχολείων, μοναστηριών ή νεκροταφείων. Χώρων με ισχυρή συμβολή και υλική σημασία, δηλαδή, ο έλεγχος των οποίων προεξοφλεί τον συσχετισμό δύναμης μεταξύ των αντίπαλων παρατάξεων σε τοπικό επίπεδο.

Οπως κάθε κόμμα, έτσι κι αυτές οι παρατάξεις επιστρατεύουν επίσης τη δική της καθεμιά ιδεολογία, ένα μίγμα από αναλύσεις και επαγγελίες βάσει του οποίου συγκροτείται πολιτικά η μαζική τους βάση: αναλύσεις που «ερμηνεύουν» την ταυτότητα του επίμαχου πληθυσμού (ιστορία, θρησκεία, γλώσσα) και επαγγελίες για το παρόν και το μέλλον του, κοντινό ή απώτερο.

◼ Το ελληνικό κόμμα είναι σαφώς συντηρητικότερο, απόρροια της κοινωνικής σύνθεσης αλλά και της γενεαλογικής του σχέσης με τα ηγετικά στρώματα του Πατριαρχείου, που διαχειρίζονταν παραδοσιακά τις τύχες των ορθοδόξων της Αυτοκρατορίας.

Τόσο στις οθωμανικές επαρχίες όσο και στο ίδιο το ελληνικό κράτος, το Μακεδονικό θα λειτουργήσει έτσι ως λυδία λίθος του ελληνικού συντηρητισμού σε κάθε επίπεδο: από το γλωσσικό ζήτημα (η απόρριψη της δημοτικής «νομιμοποιείται» δημόσια με την ανάγκη διαχωρισμού επίσημης γλώσσας και προφορικών ιδιωμάτων, για να μη χαθεί η Μακεδονία) ή το αγροτικό πρόβλημα (το αίτημα να δοθεί η γη στους καλλιεργητές καταγγέλλεται ως αναφανδόν «προδοτικό», επίσης λόγω Μακεδονίας, όπου οι περισσότεροι κολίγοι είναι σλαβόφωνοι), μέχρι τα πρώτα βήματα της εγχώριας αντισοσιαλιστικής προπαγάνδας (που ήδη από το 1878 εξισώνει ρητά τις δυο απειλές, σλαβική και πληβειακή).

 Το βουλγαρικό κόμμα διαπερνάται απεναντίας από οξύτερες αντιθέσεις, καθώς ξεκίνησε ως κίνημα αντιπολίτευσης στο Φανάρι και τους μητροπολίτες του, συμπυκνώνοντας καθ’ οδόν ποικίλες (και συχνά αντιφατικές) εκδοχές κοινωνικής δυσφορίας.

Μετά την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870), η θεσμική οικοδόμηση του millet-i Bulgar θα πραγματωθεί ωστόσο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Πατριαρχείου, με αποτέλεσμα έντονες εσωτερικές τριβές και φυγόκεντρες τάσεις − απόρροια των οποίων θα είναι στην πορεία και ο πρώιμος μακεδονισμός, η ανάδειξη δηλαδή των σλαβόφωνων Μακεδόνων σε εθνότητα διακριτή από Ελληνες, Σέρβους και Βουλγάρους.

 Πολύ πιο αδύναμο θεσμικά, καθώς δεν διαθέτει αυτόνομη δική του εκκλησιαστική δομή, αλλά υπάγεται στο «Οικουμενικό» Πατριαρχείο, το σερβικό κόμμα προσπαθεί, τέλος, να εκμεταλλευθεί αυτές τις εσωτερικές αντιφάσεις. Εξ ου και η ιδεολογία που προβάλλει είναι πολύ λιγότερο συνεκτική από αυτήν των αντιπάλων του: αλλού κηρύσσεται αμιγής σερβικός εθνικισμός, αλλού κάποιες εκδοχές μακεδονισμού και αλλού ένας «ορθόδοξος» απλά σλαβισμός, σε αντιδιαστολή προς τη «σχισματική» Εξαρχία.

Από την επανάσταση στον εμφύλιο

Αμύνταιο, καλοκαίρι του 1947. Κατασκευή πολυβολείων της χωροφυλακής για την αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού
Αμύνταιο, καλοκαίρι του 1947. Κατασκευή πολυβολείων της χωροφυλακής για την αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού |

Στα τέλη του 19ου αι., το σύστημα των εθνικών κομμάτων μπαίνει σε βαθιά κρίση, ωθώντας τις δυναμικότερες συνιστώσες του στην αναζήτηση επαναστατικής διεξόδου. Κρίση που οφειλόταν στη σωρευτική συνδρομή τριών συμπληρωματικών παραγόντων:

 Το μπλοκάρισμα των σχολικών δικτύων, με τον υπερπληθωρισμό αποφοίτων των δευτεροβάθμιων ιδίως ιδρυμάτων, οι οποίοι δεν είχαν καμιά διάθεση να επιστρέψουν στα χωράφια αλλά ήταν πρακτικά αδύνατο ν’ αποκατασταθούν επαγγελματικά ως εκπαιδευτικοί, όπως οι ίδιοι και ο κοινωνικός περίγυρός τους προσδοκούσαν.

 Τη ζωντανή αντίφαση ανάμεσα στο απελευθερωτικό περιεχόμενο των εκατέρωθεν αλυτρωτικών επαγγελιών, με το οποίο αυτή η γενιά είχε βαθιά εμποτιστεί, και την οδυνηρή πραγματικότητα της εξάρτησής της από τους άκρως αυταρχικούς «εθναρχικούς» μηχανισμούς των εκκλησιαστικών ιεραρχιών.

 Τη συνειδητοποίηση πως η κλιμάκωση του ανταγωνισμού των αντίζηλων εθνικών κομμάτων, με θεσμικό επιδιαιτητή τις οθωμανικές αρχές, ακύρωνε στην πραγματικότητα κάθε προοπτική απαλλαγής από τον τουρκικό ζυγό.

Η απόπειρα επαναστατικής υπέρβασης αυτού του αδιεξόδου θα καταλήξει, στο γύρισμα του αιώνα, στην Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ) των κομιτατζήδων. Ένα κίνημα στελεχωμένο από σλαβόφωνους κυρίως «δασκαλάκους» (даскалчета), που συχνά είχαν περάσει από περισσότερα του ενός εθνικά εκπαιδευτικά δίκτυα, ριζοσπαστικοποιήθηκαν ιδεολογικά από την επαφή τους με σοσιαλιστικά, αναρχικά και «λαϊκιστικά» ρεύματα της Ευρώπης και της Ρωσίας, και στρατολόγησαν μαζικά αγρότες της ενδοχώρας επαγγελλόμενοι τη διανομή των τσιφλικιών.

Παρά τις επαφές της ηγεσίας της ΕΜΕΟ με τη Βιέννη και το Βελιγράδι και τη διατήρηση ιδιαίτερων διαύλων με το βαθύ βουλγαρικό κράτος, το εθνικό περιεχόμενο αυτής της κινητοποίησης συμπυκνώθηκε τελικά σε μια εκδοχή πολιτικού μακεδονισμού (με σύνθημα «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες» και όραμα τη μετατροπή της περιοχής σε «Ελβετία των Βαλκανίων») που αντανακλούσε σε μεγάλο βαθμό αυτή την προϊούσα απογοήτευση από τα αντιμαχόμενα εθνικά κέντρα.

Αντιλαμβανόμενα το έδαφος να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια τους, τα ηγετικά επιτελεία των τελευταίων θ’ αντιδράσουν ποικιλότροπα σ’ αυτή την εθνική και κοινωνική απειλή. Βουλγαρία και Σερβία προτίμησαν τη διείσδυση στις τάξεις της ΕΜΕΟ, με σκοπό τον προσεταιρισμό του στελεχικού δυναμικού της.

Η Ελλάδα συμμάχησε απεναντίας απροκάλυπτα με τους μηχανισμούς καταστολής του οθωμανικού κράτους, επιλογή που όχι μόνο την αποξένωσε από το δυναμικότερο και πιο φιλελεύθερο τμήμα των μέχρι τότε οπαδών της, αλλά είχε και μακροπρόθεσμες συνέπειες για τα χαρακτηριστικά του «ελληνικού κόμματος» (και εθνικισμού) στην περιοχή.

Η ανασυγκρότηση των εθνικών κομμάτων, μετά την αποτυχία της Εξέγερσης του Ιλιντεν το καλοκαίρι του 1903, θα περάσει αρχικά από τους διαύλους της ανθρωπιστικής βοήθειας (μέσω των οικείων μητροπόλεων) και της υπόθαλψης των φυγάδων στα εθνικά μετόπισθεν, για να εξελιχθεί κατόπιν σ’ «έναν απαίσιο εμφύλιο πόλεμο, διεξαγόμενο με τα πλέον βάρβαρα μέσα»· η διατύπωση ανήκει στον Αλέξανδρο Παπαναστασίου.

Ως όργανο αυτού του εμφυλίου στρατολογούνται απ’ όλες τις πλευρές πρώην κομιτατζήδες, ενισχυμένοι -στην ελληνική ιδίως περίπτωση- από εισαγόμενες ανταρτοομάδες («συμμορίες αγαθουργών κακούργων» τις αποκαλεί προκαταβολικά ο Ιων Δραγούμης).

Η τρομοκρατία καθίσταται έτσι το ύστατο –και συχνά μοναδικό– επιχείρημα εγχάραξης της επιθυμητής εθνικής συνείδησης.

«Ο ισχυρότερος παράγων ο ρυθμίζων σήμερον τον βίον, τας σχέσεις, τας σκέψεις και την εν γένει συμπεριφοράν του Μακεδόνος χωρικού είναι ο φόβος» διαπιστώνει έτσι στον υπηρεσιακό απολογισμό του για το 1906 ο πρόξενος Μοναστηρίου Νικόλαος Ξυδάκης, για να καταλήξει στα κατάλληλα συμπεράσματα: αν «διά τον χωρικόν όστις εκ τρόμου μόνο προσποιείται τον βουλγαρίζοντα» αρκεί η διασφάλιση σταθερής προστασίας του από τις εχθρικές ανταρτοομάδες, εξηγεί, «διά τον χωρικόν τον εν συνειδήσει βουλγαρίζοντα, ο μόνος τρόπος διά να μεταβάλη φρόνημα είναι να φοβηθή μεν κατ’ αρχάς διπλασίως την ελληνικήν επίδρασιν [sic], ακολούθως δε να συναισθανθή την αναμφισβήτητον ταύτης υπεροχήν και ούτως εν συνειδήσει πλέον προσδώση εαυτώ τον χαρακτήρα του Ελληνος» (ΙΑΥΕ 1906/81, αρ. 944).

Για την τεχνική πλευρά αυτής της μεθοδολογίας, αποστομωτικές είναι οι «Οδηγίαι συμμοριών» του Ελληνομακεδονικού Κομιτάτου προς τα ελληνικά σώματα (1905) που φυλάσσονται στο Αρχείο Βάρδα (φ. 2, έγγρ. 49): «Αν οι χωρικοί δεν πείθωνται εις τους λόγους μεμονωμένων απεσταλμένων της συμμορίας, έρχεται απόσπασμα της συμμορίας ή ολόκληρος η συμμορία εις το χωρίον, όπως πείση αυτούς διά των λόγων· αν οι χωρικοί και πάλιν δεν πείθωνται, οι ιθύνοντες πρώτον απειλούνται κρυφίως, έπειτα δέρονται και τέλος φονεύονται κρυφίως υπ’ αγνώστων· οι φονείς πρέπει να εκλέγωνται κατά το δυνατόν Τούρκοι».

Στην πράξη, βέβαια, αυτό το τελευταίο εν μέρει μόνο εφαρμόστηκε. Τα δημόσια, ομαδικά φονικά αποδείχθηκαν άλλωστε συχνά αποτελεσματικότερα, ως τρομοκρατική πρακτική, απ’ ό,τι οι εξαφανίσεις μεμονωμένων «αγκαθιών». Μετά την τυφλή σφαγή 17 χωρικών στο Κλάδοραπ (σημ. Κλαδοράχη) της Φλώρινας από τα σώματα Καραβίτη και Δικώνυμου Μακρή, αφηγείται χαρακτηριστικά στην Πηνελόπη Δέλτα ο δεύτερος, «τα γύρω χωριά, η περιφέρεια ολόκληρη η τρομοκρατημένη από το [Βούλγαρο βοεβόδα] Ναούμ, έπαψε πια να φοβάται το Ναούμ, γιατί φοβόταν περισσότερο εμάς» («Απομνημονεύματα», Θεσ/νίκη 1959, σ. 13).

Μια σκοτεινή κληρονομιά

Η εμπειρία αυτή αποδείχθηκε καταλυτική, όχι μόνο για την έκβαση της τότε εθνικής διαπάλης, αλλά και ως υποθήκη για τα μελλοντικά χαρακτηριστικά του ελληνικού εθνικισμού στην περιοχή, την πολιτική αφομοίωσης των μειονοτήτων που υιοθετήθηκε μετά το 1913 αλλά και τις μεθόδους πολιτικού ελέγχου των «απρόβλεπτων» προσφυγικών μαζών που εγκαταστάθηκαν εκεί μετά το 1922.

Στο επίπεδο του πολιτικού και υπηρεσιακού προσωπικού, οι συνέχειες είναι σαφώς κοινωνικά επικαθορισμένες.

Στελέχη του Μακεδονικού Αγώνα εξελίσσονται σε τοπικούς παράγοντες, νομάρχες και βουλευτές (μετασχηματίζοντας παλιούς καθοδηγητικούς δεσμούς και παραδόσεις επιβολής σε σχέσεις εκλογικής πατρωνείας), ενώ τα πιο επίφοβα εκτελεστικά όργανα συνεχίζουν τη σταδιοδρομία τους ως αποσπασματάρχες και παρακρατικοί.

Η περίπτωση του μοναστηριώτη τρομοκράτη Στέφου Γρηγορίου, που σε όλο τον Μεσοπόλεμο διασφαλίζει με τον βούρδουλα (και το αζημίωτο) τη νομιμοφροσύνη των σλαβόφωνων χωρικών της Φλώρινας, για να εκτελεστεί τελικά από τον ΕΛΑΣ το 1943, είναι από κάθε άποψη χαρακτηριστική.

Ακόμη και έμμισθοι χαφιέδες του σουλτάνου Χαμίτ αξιοποιούνται από τη νέα διοίκηση, σύμφωνα πάντα με τα προσόντα τους.

Η πρώτη εκτόπιση για πολιτικούς λόγους στο ελληνικό κράτος (των σοσιαλιστών Αβραάμ Μπεναρόγια και Σαμουήλ Γιονά), την επαύριο της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας του 1914, στηρίχτηκε π.χ. στην κατάθεση ενός επαγγελματία «μυστικού αστυνομικού» της Θεσσαλονίκης, κληρονομημένου από το οθωμανικό καθεστώς, που πιστοποίησε την κοινωνική επικινδυνότητά τους από τα χρόνια των Νεοτούρκων (βλ. «Ιός», 29/4/2001).

Το σημαντικότερο είναι ωστόσο η συνέχεια των μεθόδων, που από τη Μακεδονία μεταφυτεύονται σταδιακά σε όλη την επικράτεια ως επιτυχημένο υπόδειγμα εθνικού φρονηματισμού − τόσο του εσωτερικού εχθρού όσο και των (πραγματικών ή δυνάμει) «συνοδοιπόρων» του, που στο αρχικό υπόδειγμα ταξινομούνταν σαν άτομα «ρευστής συνειδήσεως»:

 Εντατική εθνική διαπαιδαγώγηση μέσω κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών, που υποβάλλουν στον πληθυσμό την πεποίθηση ότι μοναδική εγγύηση για τη διασφάλιση των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων του δεν είναι η ιδιότητα του Ελληνα πολίτη αλλά η κραυγαλέα επίδειξη του ορθού εθνικού φρονήματος. Ως προϋπόθεση όχι μόνο αυτοπροστασίας αλλά και ικανοποίησης των όποιων ατομικών φιλοδοξιών κι ανταγωνισμών, η εθνικοφροσύνη παράγει έτσι όχι μόνο συμμόρφωση ή υποταγή αλλά και μαζική κινητοποίηση, έστω κι αν το μακρύ χέρι του βαθέος κράτους είναι συνήθως εύκολα διαγνώσιμο.

 Το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», ο πυλώνας δηλαδή στον οποίο στηρίχθηκε μεταξύ 1938 και 1974 η καταναγκαστική απόσπαση της νομιμοφροσύνης του πληθυσμού, πρωτοεφαρμόστηκε στη Μακεδονία πριν από το 1912 ως «Πιστοποιητικόν εθνικών φρονημάτων», το οποίο όφειλαν να προμηθευτούν από τις ελληνορθόδοξες μητροπόλεις ή τα τοπικά επιτελεία των μακεδονομάχων όσοι Μακεδόνες (ως επί το πλείστον εποχικοί μετανάστες) σχεδίαζαν να ταξιδέψουν για δουλειές στην Ελλάδα. «Πάς όστις δεν φέρη τοιούτον πιστοποιητικόν», διαβάζουμε σε σχετική εγκύκλιο του Βάρδα, «συλλαμβανόμενος εν Ελλάδι ή καθ’ οδόν παρά ιδικού μας σώματος, το οποίον περιφέρεται επίτηδες, θα φονεύηται ως ύποπτος Βούλγαρος».

Μετά την ενσωμάτωση της νότιας Μακεδονίας στο ελληνικό βασίλειο, αντίστοιχα πιστοποιητικά εκδίδονταν από τους (διορισμένους) τοπικούς άρχοντες και αργότερα από τις υπηρεσίες ασφαλείας, ως άτυπα προαπαιτούμενα για την ευμενή αντιμετώπιση των κατόχων τους από τη δημόσια διοίκηση.

 Αναπόσπαστη πτυχή αυτής της διαδικασίας αποτέλεσε η διαχρονική άνθηση των φασιστικών («εθνικιστικών») οργανώσεων στη Μακεδονία −από την «Εθνικήν Ενωσιν Ελλάς» (ΕΕΕ) του Μεσοπολέμου μέχρι την «Καρφίτσα», τους «Εθνικόφρονες Ελασίτες» και λοιπούς παρακρατικούς των πρώτων μετεμφυλιακών δεκαετιών. Και στις δυο περιόδους, η μαζικότητα και η δυναμική του φαινομένου ήταν εδώ απείρως μεγαλύτερες απ’ ό,τι στη νοτιότερη Ελλάδα.

Εξηγούνται, δε, όχι μόνο από την αυξημένη κρατική ανασφάλεια στην περιοχή και τη συνακόλουθη μόνιμη επιβολή «στρατοκρατικού καθεστώτος» (όπως παραδεχόταν μεταπολεμικά ο καθ’ ύλην αρμόδιος, τέως γενικός διοικητής Φίλιππος Δραγούμης), αλλά και από την προϊστορία που περιγράψαμε· προϊστορία που καθιστά περισσότερο δεκτική προς αυτές τις πρακτικές μια αξιόλογη μερίδα του βορειοελλαδικού πληθυσμού. Εξ ου και η βορειοελλαδική Δεξιά, σε αντίθεση με τους ομοϊδεάτες της των νησιών, ουδέποτε υπήρξε φιλελεύθερη, αλλά φλέρταρε πάντοτε ανοιχτά με διάφορες εκδοχές φασισμού.

Το Μακεδονικό και η επίκληση της πολιτικής συνέχειας με τους μακεδονομάχους επιστρατεύεται έτσι συχνά ως νομιμοποιητικό επιχείρημα, για εγχειρήματα που αλλιώς θα επέσυραν πάνδημη κατακραυγή.

Ο εμπρησμός της εβραϊκής φτωχογειτονιάς του Κάμπελ από την ΕΕΕ στη συμπρωτεύουσα (29/6/1931) πραγματοποιήθηκε λ.χ. με πρόσχημα την «εθνική αγανάκτηση» για τον υποτιθέμενο «φιλοβουλγαρισμό» του εβραϊκού σωματείου Μακαμπί· επικουρικό ρόλο στο πογκρόμ διαδραμάτισε άλλωστε και ο (στενά διαπλεκόμενος με τη φασιστική οργάνωση) σύλλογος των τέως μακεδονομάχων «Παύλος Μελάς».

Παλιοί μακεδονομάχοι όπως ο Ανδρέας Παναγιωτόπουλος θα ολοκληρώσουν πάλι την «αντισυμμοριακή» καριέρα τους ως ταγματασφαλίτες στο πλευρό της Βέρμαχτ.

Τη μετατόπιση της στοχοθεσίας των νέων εθνικών αγώνων διευκόλυνε, άλλωστε, η διαρκής διεύρυνση του εσωτερικού εχθρού. Ως Στρατιωτικός Διοικητής Χανίων, ο μακεδονομάχος Παύλος Γύπαρης, δεν διστάζει έτσι να κηρύξει την άνοιξη του 1947 τον εμφύλιο στην Κρήτη σαν εξόρμηση κατά των «προαιωνίων εχθρών Κουκουέδων Βουλγάρων» του νησιού («Κήρυξ», 20/3/1947).

Η ύστατη δε ανδραγαθία του καραμανλικού παρακράτους θα σημειωθεί τον Φεβρουάριο του 1964 στη Φλώρινα, ως αναβίωση –και εδώ– του Μακεδονικού Αγώνα, με την παρεμπόδιση διά ροπάλου από τους ντόπιους εθνικόφρονες της προεκλογικής ομιλίας του «σλαβόδουλου αυτονομιστή» Μανόλη Γλέζου.

Σε καιρούς κανονικότητας, οι μηχανισμοί αυτής της υποκίνησης ή πατρωνείας μεταφέρονται πάντως από την απροκάλυπτα πολιτική σφαίρα στην πολιτιστική, με τη «σύστασιν συλλόγων μορφής μεν εκπολιτιστικής κατ’ ουσίαν όμως προπαγανδιστικών», οι οποίοι «υπό την άμεσον επίβλεψιν και ποδηγέτησιν της Διοικήσεως θα ηδύναντο να συνεπικουρούν οιανδήποτε αυτής εθνικήν ενέργειαν».

Τη συνταγή εισηγήθηκε ήδη από το 1925 ο Νικόλαος Ηγουμενίδης, κομβικό στέλεχος της διαχείρισης του Μακεδονικού τόσο πριν όσο και μετά την απελευθέρωση· βρήκε δε πλούσια εφαρμογή από τη δεκαετία του 1960 ίσαμε τις μέρες μας.

↳ Ρωσικές σημαίες στο συλλαλητήριο της Αθήνας, αυστραλέζικες στο Πισοδέρι. Η ταύτιση με ξένα έθνη δεν βιώνεται ως αντίφαση από την ελληνομακεδονική εθνικοφροσύνη, αρκεί να υπάρχουν οι σωστές ιστορικές αναφορές και να διασφαλίζεται η καταστολή του εσωτερικού εχθρού. Ακόμη κι αν το μεταγλωττισμένο «Αέρααα!» κάνει να γελάσει κάθε ανιστόρητος δίγλωσσος.

Ολα τριγύρω αλλάζουνε…

Η Μεταπολίτευση του 1974 επέφερε το σταδιακό ξήλωμα των μηχανισμών πολιτικού ελέγχου που είχαν στηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, αν και σε μικρότερο βαθμό και με διαφορετικούς ρυθμούς στη Μακεδονία απ’ ό,τι στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ολοκληρώθηκε κυρίως η ενσωμάτωση των αριστερών προσφύγων στον εθνικό κορμό, ενώ οι σλαβόφωνοι ντόπιοι παρέμειναν αντικείμενο επιτήρησης των μηχανισμών ασφαλείας.

Το 1982 αναγνωρίστηκαν μάλιστα έμμεσα ως μειονότητα, και μάλιστα με μια διαδικασία αποκλεισμού: τη νομοθετική εξαίρεση των «μη Ελλήνων το γένος» πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου από τον ελεύθερο επαναπατρισμό.

Διάκριση που, εκτός από τη ριζοσπαστικοποίηση ενός μικρού τμήματός τους, επιβεβαίωσε ουσιαστικά την πεποίθηση πως η επίδειξη εθνικοφροσύνης είναι γι’ αυτούς μια άτυπη μεν, αλλά αναγκαία προϋπόθεση της μεταχείρισής τους ως πολιτών πρώτης κατηγορίας.

Οι πρακτικές του παρελθόντος διατηρήθηκαν επίσης αυτούσιες στον χώρο της μακεδονικής διασποράς. Οπως διαπιστώνουμε από τα έγγραφα που παραθέτει στο βιβλίο του ο στρατηγός Γρυλλάκης, το φόβητρο της απαγόρευσης εισόδου στο ελληνικό κράτος χρησιμοποιούνταν ακόμη και τη δεκαετία του 1990 για τον εκβιασμό ομογενών, προκειμένου αυτοί να επιδεικνύουν εθνικό ζήλο ή να χαφιεδίζουν τον περίγυρό τους («Αποκαλύπτω», Αθήνα 2001, σσ. 222-8).

Η εθνική υστερία και τα συλλαλητήρια της δεκαετίας του 1990 πρόσφεραν, τέλος, το έδαφος για την αναγέννηση της εθνικοφροσύνης και την αναβίωση της φασιστικής ακροδεξιάς, ως «δύναμης κρούσης» κατά του εσωτερικού εχθρού.

Καθόλου τυχαία, η πρώτη δημόσια βιαιοπραγία της Χρυσής Αυγής σημειώθηκε στο περιθώριο του μεγάλου συλλαλητηρίου της 10/12/1992.

Η ίδια οργάνωση πρωτοστάτησε στην πυρπόληση των γραφείων του μειονοτικού κόμματος «Ουράνιο Τόξο» στη Φλώρινα (14/9/1995)· με συνοδοιπόρους όπως το «Ελληνικό Μέτωπο» του Βορίδη, πραγματοποίησε δε αλλεπάλληλες εκφοβιστικές επιδρομές σε ντόπια χωριά της περιοχής το 1998-1999 και το 2008.

Τι είδους κληρονομιά θα μας αφήσει άραγε ο τρέχων «Μακεδονικός Αγώνας» του 2018;

Τάσος Κωστόπουλος

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών