Η ώριμη σκέψη του Ζακ Ρανσιέρ θα μπορούσε δικαιολογημένα να χαρακτηριστεί μια φιλοσοφία της καταστατικής αντιλογίας ή της καταστατικής αντίφασης. Με συνέπεια αξιοσημείωτη σε σύγκριση με τους περισσότερους ομοτέχνους του (αναπτύσσοντας όμως μια ιδέα κοινή σε όσους στοχαστές προέρχονται, όπως ο ίδιος, από τη μήτρα του γαλλικού στρουκτουραλιστικού μαρξισμού), ο Ρανσιέρ ερμηνεύει τις τελευταίες δεκαετίες την κλασική μαρξιστική στιγμή του υποκειμένου ή του πολιτικού, αυτό που κάποτε δήλωνε ο όρος «προλεταριάτο», σαν την κατεξοχήν διαλεκτική στιγμή του αρνητικού, το στοιχείο εκείνο που εμποδίζει κάθε σύστημα -φιλοσοφικό, πολιτικό, κοινωνικό- να κλείσει, καθώς φέρνει επίμονα στην επιφάνεια τη διάσταση της σύγκρουσης ως έκφρασης (στη σκέψη) ενός θεμελιώδους διχασμού (στην πραγματικότητα). Ετσι το πάλαι ποτέ «προλεταριάτο», το «μέρος των χωρίς μέρος», υποκείμενο της απελευθερωτικής πολιτικής, γίνεται σήμερα όχι μονοσήμαντος φορέας μιας πιθανόν αυταρχικής επανάστασης, αλλά τελεστής ενός ριζικού εκδημοκρατισμού, τόπος ανάδειξης της διχογνωμίας, της αμφισβήτησης ως του ουσιώδους συστατικού της πολιτικής και των ανθρώπινων κοινωνιών γενικά.
Από αυτή την άποψη είναι εξηγήσιμη η εμμονή του φιλοσόφου με την αισθητική –όλως ιδιαιτέρως στο Δυσφορία στην αισθητική, μια μικρή συλλογή αισθητικών δοκιμίων που ωστόσο συνέχονται ισχυρά μεταξύ τους, όπως το μουσικό θέμα με τις παραλλαγές του, παρουσιάζοντας σε συμπυκνωμένη μορφή την ανυποχώρητη δυσφορία του Ρανσιέρ όχι τόσο με την αισθητική, όσο προπάντων με την ίδια την τέχνη. Γιατί η «δυσφορία στην αισθητική» βέβαια δεν δηλώνει κατ’ αρχήν κάποια διάθεση ή συναισθηματική κατάσταση του συγγραφέα απέναντι στο θεωρητικό αντικείμενο της αισθητικής, αλλά το αμφίσημο καθεστώς της αισθητικής ως συστηματικού λόγου περί (ή, κατά Ρανσιέρ, «καθεστώτος ορατότητας») της τέχνης.
Από καταβολής της, κάπου μεταξύ 1780 και 1790, τη δεκαετία ανάμεσα στην πρώτη και την τρίτη Κριτική του Καντ, η αισθητική, εννοούμενη ως το μοντέρνο καθεστώς της τέχνης (δίπλα σε δύο άλλα καθεστώτα που ο Ρανσιέρ τα ορίζει συνοπτικά ως το ηθικό-πλατωνικό και το αναπαραστατικό-αριστοτελικό) εκφράζει ένα ανέφικτο αίτημα συμφιλίωσης, αρμονίας ή ενότητας με -ή μέσα σε- έναν ασυμφιλίωτο κόσμο.
Είτε σαν δόγμα της «τέχνης για την τέχνη» είτε σαν κάλεσμα σε μια «στρατευμένη τέχνη», είτε κηρύσσοντας «θετικά» μια παιγνιώδη ανιδιοτέλεια είτε προτάσσοντας «αρνητικά» μια ρεαλιστική ή μοντερνιστική αναπαράσταση του «κακού», η αισθητική θεωρία των μοντέρνων δεν παύει να βλέπει την καλλιτεχνική δράση, τα προϊόντα της και τους φορείς της σαν (ηθικά εν τέλει) ταυτοτικά υποκατάστατα μιας απωθημένης πολιτικής αντιλογίας, της πολιτικής ως έμπρακτης αντιλογίας. Με παραδείγματα τις θεωρίες του Τέοντορ Αντόρνο, του Ζαν-Φρανσουά Λιοτάρ και του Αλέν Μπαντιού, ο Ρανσιέρ φιλοδοξεί (και εν πολλοίς καταφέρνει, με εξαίρεση ίσως την περίπτωση του Αντόρνο) να αποδείξει ότι δεν υπάρχει νεότερη ή σύγχρονη αισθητική που να μην επιτελεί αυτή την υποκατάσταση, η οποία συνιστά άλλωστε τον γενεσιουργό σκοπό της.
Αυτό θα μπορούσε να είναι το βαθύτερο νόημα της περίφημης «αισθητικοποίησης της πολιτικής», για την οποία ο Βάλτερ Μπένγιαμιν είχε πει ότι την «καλλιεργεί» ή τη «διαχειρίζεται» ο φασισμός –αν και, παραδόξως, ο Μπένγιαμιν και η ανάλυσή του απουσιάζουν ουσιαστικά από την επιχειρηματολογία του Ρανσιέρ.
Οπως ξέρουμε, σε αυτή τη μεγάλη τάση της εποχής της τεχνικής αναπαραγωγιμότητας των έργων τέχνης, ο Μπένγιαμιν είχε αντιπαραθέσει, από τη σκοπιά του «κομμουνισμού» την «πολιτικοποίηση της τέχνης». Και το ίδιο φαίνεται να κάνει και ο Ρανσιέρ, αφήνοντας να διαφανεί μέσα από τις γραμμές μία τουλάχιστον εκδοχή ή κατεύθυνση, η πιο ριζοσπαστική, αυτής της αντίρροπης εξωαισθητικής διαδικασίας: η κατάργηση της ίδιας της τέχνης, της οποίας η τελετουργική, λατρευτική και θρησκευτική καταγωγή παραμένει ζωντανή σαν «αύρα» που ρίχνει τον ιδεολογικό πέπλο της και συγκαλύπτει αμετάκλητα όλη τη συγκρουσιακή πραγματικότητα.
Το ότι η πολιτική μεταθεωρία της αισθητικής (μια αντιστροφή της «αισθητικής μεταπολιτικής», όπως το θέτει ο Ρανσιέρ) έχει σαν λογική της κατάληξη αυτή την υπέρβαση της τέχνης γίνεται αρκετά φανερό από την έλλειψη αναλύσεων έργων τέχνης στο βιβλίο. Οι λίγες ονομαστικές αναφορές σύγχρονων καλλιτεχνών και έργων τους δεν προορίζονται να αποτελέσουν ούτε καν προσχέδια για αισθητικές αποτιμήσεις, αλλά απλούς δείκτες σταδίων στην ανάπτυξη αυτής της οιονεί υπερβατολογικής κριτικής της αισθητικής, της οποίας το αντικείμενο, όπως πρέπει να έχει γίνει σαφές, δεν είναι καθόλου η τέχνη, αλλά η αισθητική ως θεωρία (της τέχνης). Υπό αυτό το πρίσμα η κύρια θεωρία του Ρανσιέρ αρχίζει πέραν της κριτικής που παρουσιάζεται εδώ, πέραν ακόμα και της τέχνης ως τέτοιας, της οποίας το τέλος μοιάζει με προϋπόθεση (ενδεχομένως την πρώτη και βασική) για την ανεύρεση της πολιτικής με την πιο ριζική μοντέρνα έννοιά της.
Δεν μας είναι ξένη φυσικά αυτή η εικονοκλαστική πρόθεση, ούτε η ιδιάζουσα αντικαλλιτεχνική μνησικακία που τη συνοδεύει μάλλον συνειδητά, χωρίς να κρύβεται στ’ αλήθεια. Αυτό ωστόσο που μετρά κάθε φορά είναι οι συγκεκριμένες εφαρμογές της πρόθεσης, το πώς φωτίζονται επιμέρους αντικείμενα από τη ματιά του εικονοκλάστη θεωρητικού. Και η σκέψη του Ρανσιέρ, μαζί με τις ακόμα ανεξερεύνητες προεκτάσεις της, φαντάζει σαν μία από τις πιο ενδιαφέρουσες τέτοιες περιπτώσεις.
Γιώργος Καράμπελας
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών